Η κυρία Βεατρίκη

Η κυρία Βεατρίκη

Τη μια μέρα τ’ αγόρι έπεσε στα γόνατα βαρύ, την άλλη συνήρθε από ’να τζιτζίκι που το λέγανε Φραγκίσκο, και κούρνιαζε άπλυτο, αδιάβαστο, μέρες πολλές στους δείκτες απ’ το σπασμένο ξυπνητήρι· γαντζώθηκε απ’ τις πιτζάμες το τζιτζίκι στο αγόρι, πήρε να γυροφέρνει τα υφάσματα – βαμβακερά Αιγύπτου σε ριγέ μπλε της φυλακής, άλλα των αλλοτινών στιγμών τζι τζι με ανεμώνες και χορτάρια στην μπερζέρα, των φωνηέντων από λινό ποιότητας στην μπεζ καρέκλα του γραφείου, κι εκείνα που έσταζαν μεταξωτά παράπονα απ’ τα χείλη, σκασμένες υποσχέσεις στις γραμμές τους, σεντόνια και παπλώματα, τζι τζι έκανε εντέλει μια βουτιά στις τσέπες της πιτζάμας του αγοριού, ω πώς μοσχοβολούσαν καραμέλες τριαντάφυλλο, πώς θρόιζε η ζαχαρίτσα!

Κροκί κουρτίνες από γάζα άγγιξαν τα μπιμπικάκια της μύτης του αγοριού, τα τσιμπλιασμένα μάτια, το εφηβικό σμήγμα στο σαγόνι, ένα λευκό καπέλο στο σεκρετέρ από οξιά τουρτούρισε κάπως στην αφή κι ένα περιβραχιόνιο σε μαύρο κυλίστηκε πάνω στη μοκέτα. Δίχως αιδώ, μόνον σκιές από ψιθύρους ψευδορκούσαν στα γύρω πράματα οι κουρτίνες και στα γυμνά του πόδια, στις βρεφικές σχεδόν πατούσες, σ’ ένα κιτρινισμένο νύχι, στις πατημένες του παντόφλες, για τιμωρία μάλλον, σκέφτηκε ο Φραγκίσκο, στη γωνία. Δεν πάω σήμερα τζι τζι σχολείο ούτε εγώ!

Η μνήμη της προηγούμενης βραδιάς, σε χνουδωτά ρολάκια από παπύρους κυλούσε απ’ τα μάτια, έσμιγε με τον σκώρο στα συρτάρια: ένα κρυστάλλινο ποτήρι, ένα καβούρι στο αλάτι μίας Μαργαρίτας, κάποια φωνή βραχνή απ’ το πηγάδι, μια λάμψη, κίτρινα κορδόνια, τζι τζι το αγόρι αυτά θυμόταν μόνον, τ’ απαραίτητα. Κι έπειτα, στιγμές στιγμές, μια λίμνη αμφίθυμη δίπλα σε μια θάλασσα από γάλα κι ένα κουτάλι όπου σκαρφάλωναν τζι τζι δελφίνια για βουτιές. Το αγόρι ένα κουπί μ’ αστρόσκονη δαρμένο! Κι εμένα με χτυπάνε στο σχολείο, σκέφτηκε, ο Φραγκίσκο. Τζι τζι δεν πάω σήμερα σχολείο! Φωνές παιδιών πνιγμένων διασταυρώνονταν με τα κρωξίματα των γλάρων, τους παφλασμούς που τσιτσιρίζανε βουνά σε ιριδισμούς του ήλιου, όταν το αγόρι είδε στον ορίζοντα ένα σώμα να περπατάει στα νερά, στημένο ανάμεσα σε δυο πνευμόνια έτοιμα να σερφάρουν, όπως σηκωνότανε μελτέμι, και να χτυπήσουν τα νερά τζι τζι για τεχνητή αναπνοή. O πίνακας είναι μαύρος, η κιμωλία άσπρη, τα γράμματα τραχιά, και όταν σκαρφαλώνω, μου είναι δύσκολο να κρατηθώ τζι τζι και να μην πέσω. Με λένε Φραγκίσκο και θα πεθάνω 17 χρονών, όπως ορίστηκε κοινό το πεπρωμένο για όλα τα τζιτζίκια.

Η γύρη έριχνε απόχη στα μυγάκια μέσα στο δωμάτιο. Η βεβαιότητα μόνη στην μπερζέρα ανέμεναν το μεσημέρι μαζί με τον Φραγκίσκο. Τα δάχτυλα των ποδιών του αγοριού παρέμεναν εκεί, ανεπαρκή αλλά παρόντα, χωρίς κανέναν λόγο στα συμβάντα, χωρίς καμία κίνηση επομένως. Στο μεσοδιάστημα, μέχρι που θα κατέβαινε στον κήπο το αγόρι να συναντήσει τους συγγενείς για την κηδεία του πατέρα, το κοφτερό βέλος της δασκάλας –της κυρίας Βεατρίκης, της μητέρας του αγοριού–, η μνήμη θ’ ακολουθούσε την αράχνη που ανέβαινε στον τοίχο, μια καθώς πρέπει θέαση από μια δήθεν κλειδαρότρυπα, αφού η Βεατρική θρηνούσε πάντα κι απαγόρευε.

Τζι τζι βρήκε παιχνίδι ύστερα ο Φραγκίσκο να ανεβοκατεβαίνει στο καλογυαλισμένο μαύρο φέρετρο με τα παράθυρα (να φαίνεται φρέσκος ο νεκρός), και γυαλιζόταν πάνω κάτω, στροφάριζε δεξιά αριστερά, και πόσο όμορφος αλήθεια χάζευε τα ροζ τριαντάφυλλα, τους λυσιάνθους, τις ζέρμπερες, τις καλεντούλες. Πολύ χαιρόταν και ο άνθρωπος που ήταν μέσα ξαπλωμένος και γαλήνευε, και λίγο κουνούσε τα ρουθούνια σαν να συνηγορούσε μάλλον στην παρέα του Φραγκίσκο. Μια στιγμή, μάλιστα, κάτω από λίγους άσπρους λυσιάνθους που είχανε ξεφύγει απ’ τον διάκοσμο του ώμου προς το πρόσωπο, σε μιαν ανηφόρα με απότομη στροφή, τού έκλεισε τζι τζι ο νεκρός άνθρωπος το μάτι. Ψιθύρισε πως του κληρονομεί μια φράση για τη στιγμή που θα ’πινε το κονιακάκι μαζί με το φαρμάκι η χήρα η κυρία Βεατρίκη, όταν θα ’σιαχνε την πλερέζα με τα οστεώδη αρπακτικά της δάχτυλα, με δάχτυλα με νύχια δάχτυλα, είπε αργά, με δάχτυλα την πλερέζα και τα μαύρα της γυαλιά, είπε, χαμογέλασε. Να κάνει παρηγοριά μαζί και πλάκα δηλαδή τζι τζι στο αυτί της καταπάνω, στον λαβύρινθο της σκέψης: «Πάρε τις δαχτυλιές σου από τον κόσμο, δεν είναι τζάμι που δεν σε καθάρισε στην όψη σου καλά! Καλάααα…» πλακατζής ο μακαρίτης, έτσι να πεις στην Βεατρίκη, κι άσε με ύστερα να πεθάνω εντελώς, είπε στον Φραγκίσκο ο άνθρωπος, τζι, τζι.

Και ο Φραγκίσκο το είπε επακριβώς μ’ όλη τη δύναμή του πάνω στο τρίτο κονιακάκι και σε δυο τρεις βεντάλιες γύρω γύρω, και λιποθύμησε η Βεατρίκη απ’ τον βόμβο της φράσης στο αυτί, και το αγόρι ξεράθηκε στο γέλιο και δεν μπορούσε να κρυφτεί όταν του έλεγαν συλλυπητήρια ο κόσμος, αλλά ήταν τόσο πολύ το γέλιο που ο κόσμος πίστεψε πως το αγόρι έκλαιγε απελπιστικά, βαθιά για τον πατέρα, ίσως και κρίση, κάποιοι είπαν, κι έπειτα ο Φραγκίσκο πετάχτηκε σ’ ένα κυπαρισσάκι παραπέρα, τραγούδησε δυο όπερες βαριές των τζιτζικιών, ζευγάρωσε τρυφερά μ’ ένα όμορφο κορίτσι που το σαγήνεψε η φωνή του, ξεψύχησε 17 χρονών παλικαράκι, τζι τζι κάκι. Αμάν, αμάν! Ήξερε ο ατιμούλης απέξω κι ανακατωτά πώς είναι η ζωή κάτω απ’ το χώμα, καμιά ανησυχία. Απέξω κι ανακατωτά θέλω αύριο όλη την προπαίδεια, βούρλιζε τη φωνή της στον αέρα, και κάρφωνε ανεμόμυλους στους τοίχους μαζί με τα μυγάκια η φωνή της, απέξω και ανακατωτά, την ήθελε την επομένη πάντα η δασκάλα η κυρία Βεατρίκη! Και κούφαινε η φωνή της το αγόρι, όταν έθαβε το τζιτζικάκι στην αυλή, και γύρω γύρω πετούσαν πεταλούδες.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Ιφιγένειας Σιαφάκα ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: