Ο «γατόπαρδος» ως αίλουρος της κοινωνικής επανάστασης

Ο «γατόπαρδος» ως αίλουρος της κοινωνικής επανάστασης



Όπως ακριβώς το κλασικό μυθιστόρημα του Giuseppe Tomasi di Lampedusa πάνω στο οποίο βασίζεται, έτσι και το —καλλιτεχνικό πρωτίστως, δευτερευόντως ιστορικό— κινηματογραφικό αριστούργημα του Luchino Visconti «Ο γατόπαρδος» (1963), που διαδραματίζεται στην Ιταλία του 1860, συνιστά την μεγαλόπνοη και μεγαλόπρεπη διαπραγμάτευση μιας κοινωνίας σε διαδικασία μετασχηματισμού.
Με φόντο τις σκληρές μάχες που διεξάγονται για την επίτευξη της ιταλικής ενοποίησης (“Risorgimento”), αλλά και την ισχυρή αντίστιξη των εικόνων ανάμεσα στην σαρωτική προέλαση των απελευθερωτικών στρατευμάτων του Garibaldi και την νωχελικά τρυφηλή ζωής της πριγκιπικής οικογένειας Salina στην Donnafugata, ο Burt Lancaster υποδύεται τον Don Fabrizio, τον εμβληματικό εκπρόσωπο της παλαιάς αριστοκρατίας που κείτεται πλέον μουδιασμένη και νωθρή στο νεκροκρέβατό της (ο αχός των μαχών καλύπτει τον επιθανάτιο ρόγχο της).
Ο μεσόκοπος Don Fabrizio “Principe di Salina” είναι ευφυής, στοχαστικός, παρορμητικός. Από μέσα του αναβλύζει υπερχειλίζουσα η ζωή, το πάθος, ο έρωτας. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και διαισθητικός, στοχαστικός, ρεαλιστής. Επιπροσθέτως, όχι μόνο είναι (κοινωνικά) ευέλικτος σαν αίλουρος —το εραλδικό σύμβολο της οικογένειάς του, άλλωστε, είναι ένας γατόπαρδος—, αλλά πρωτίστως διαθέτει την σπάνια εκείνη ικανότητα να αφουγκράζεται την επερχόμενη αλλαγή: έχoντας στην κατοχή του άφθονες εκτάσεις γης στην Σικελία και κανά δυο παλάτια στην πόλη διαισθάνεται ότι ο πλούτος, η δύναμη και το γόητρο της οικογένειάς του, και ευρύτερα της τάξης του, φθίνουν. Πρόκειται για την ιστορική στιγμή στην οποία κλυδωνίζονται και καταρρέουν τα βασίλεια, τα δουκάτα και τα πριγκιπάτα της Ιταλίας— ό,τι συλλήβδην συμπυκνώνεται στον όρο “ancien régime”— προκειμένου να μετασχηματισθούν (δια του πολέμου) σε ένα ενοποιημένο συμπαγές κράτος υπό τα ηνία των ισχυροποιημένων αστών. Εν προκειμένω, εξαιρετικής αλληγορικής έμπνευσης είναι η σκηνή της ανακάλυψης του πτώματος ενός στρατιώτη εντός του παραδεισένια ανέφελου κήπου των Salina: η κοινωνική αναταραχή καταφθάνει μοιραία στο κατώφλι της ανέμελης πριγκιπικής οικογένειας, ο πόλεμος διεισδύει παντού, τίποτε δεν μένει άσπιλο ή αμόλυντο, η βία εμπλέκει τους πάντες και τα πάντα στο πέρασμά της.
Μολονότι, λοιπόν, ο Don Fabrizio αντιλαμβάνεται πλήρως την κατάρρευση των αριστοκρατικών θεσμών, συνειδητοποιεί απόλυτα πως ο ηχηρός καλπασμός της κραταιάς κι ορμητικής αστικής τάξης συνιστά μια δύναμη που δεν αναχαιτίζεται —κατανοεί τον μάταιο και ατελέσφορο χαρακτήρα ενός τέτοιου εγχειρήματος. Προχωρά συνεπώς σε συμβιβασμό, δηλαδή σε προσαρμογή. Σε αυτό το σημείο έγκειται η ιδέα που διατρέχει όλη την ταινία: "Se vogliamo che tutto rimanga com’ è, bisogna che tutto cambi” («Aν θέλουμε να παραμείνουν τα πράγματα όπως είναι, πρέπει όλα ν’ αλλάξουν»). Ο συμβιβασμός αυτός δεν αποσκοπεί στην εξασφάλιση του προσωπικού του συμφέροντος —μια τέτοια μεθόδευση θα αντιστρατευόταν άλλωστε τον πυρήνα του ίδιου του φεουδαλικού κώδικα τιμής. Αντιθέτως, είναι το ευρύτερο αξιακό σύστημα της αριστοκρατίας που επιβάλλει την προσαρμογή στο νέο, το αναδυόμενο κοινωνικά στοιχείο που διεκδικεί σθεναρά μερίδιο στην εξουσία: οι αριστοκράτες θα συμβιβαστούν προκειμένου να επιβιώσουν. Ο συμβιβασμός συνεπώς αυτός αποτελεί αναπότρεπτη ανάγκη για τον Don Fabrizio προκειμένου να διασφαλιστεί το υπέρτατο συμφέρον της κοινωνικής του κάστας, να αποτραπεί ο αφανισμός της. Άλλωστε, πάγια αριστοκρατική πεποίθηση αποτελεί η ιδέα περί «ανωτερότητας της τάξης», πεποίθηση που ευθέως συναρτάται με το συμφέρον της οικογένειας, ακρογωνιαίου λίθου του φεουδαλισμού. Κατά συνέπεια, η εκφυλισμένη αριστοκρατία μετασχηματίζεται σε μια διαφορετική δύναμη που αναζητά νέο διάδοχο, νέο συνεχιστή, αυτόν που με σφρίγος θα διαιωνίσει την ισχύ της. Το σχόλιο που υποκρύπτεται εδώ είναι πως αφετηρία της διάβρωσης της αριστοκρατίας είναι η νωχελικότητα που κομίζει ο πλούτος: κορυφαία η σκηνή του "dolce far niente" στην τεράστια βεράντα της σιτσιλιάνικης βίλλας. Η αδράνεια της πολυτέλειας, μας εξηγεί ο Visconti, είναι η θρυαλλίδα που δυναμίτισε επί της ουσίας τα θεμέλια της παλαιάς τάξης πραγμάτων.




O συνεχιστής της αριστοκρατίας βρίσκεται στο πρόσωπο του Tancredi (Alain Delon). Άκρως χαρισματικός και χρισμένος από τον ίδιο τον θείο του, τον Πατριάρχη Don Fabrizio, θα παρατείνει για έναν αιώνα ακόμη την επιβίωση της τάξης του. Χαρακτηριστική εδώ είναι η φράση του Πρίγκιπα-Γατόπαρδου: «Ένα φάρμακο που μας υπόσχεται να επιβιώσουμε για εκατό χρόνια, είναι για εμάς η αιωνιότητα». Το φάρμακο αυτό είναι ο γάμος με την Angelica. Ο λαμπερός, πολυτάλαντος και γοητευτικός Tancredi, γόνος καθαρόαιμος της παλιάς αριστοκρατίας, συμμετέχει με πάθος στα στρατιωτικά σώματα του Garibaldi για την ενοποίηση της κατακερματισμένης Ιταλίας και για την επίτευξη μιας κοσμογονικής κίνησης, της μετάβασης στον «νέο κόσμο». Η Αngelica —την υποδύεται απαράμιλλα η Claudia Cardinale— είναι η μυστηριώδης κόρη ενός ντόπιου προύχοντα, μία ωραιότατη νέα γυναίκα με αρραγή αυτοπεποίθηση, ωστόσο αρκούντως άξεστη. Στο δείπνο, με αφορμή ένα ευφυολόγημα του Tancredi, ξεσπά σ’ ένα ατέλειωτο, κακαριστό, σχεδόν παραληρηματικό, γέλιο που αποκαλύπτει αδυσώπητα και κραυγαλέα την κατώτερη κοινωνική της θέση (όσο υψηλότερη η κοινωνική τάξη τόσο πιο ανέκφραστο το πρόσωπο, ο αυθορμητισμός δεν συνιστά ίδιον της αριστοκρατίας). Ο Tancredi την παντρεύεται υπό την ιδιότητά της ως μοναχοκόρης του ανερχόμενου (νεόπλουτου) προύχοντα —συνυπολογίζοντας βέβαια και την ονειρώδη ομορφιά της. Εξάλλου, ο δυναμισμός της, όπως εμφατικά τού επισημαίνει ο θείος του, αποτελεί παράγοντα υποβοηθητικό στην κοινωνική του ανέλιξη. Ο ανιψιός του Πρίγκιπα παγιώνει με αυτόν τον τρόπο την θέση του, ενώ παράλληλα την ενισχύει. Αυτός ακριβώς ο γάμος ενός εκπροσώπου της φθαρμένης τάξης των ευγενών με μια γεμάτη αυτοπεποίθηση εκπρόσωπο της νεόκοπης αστικής τάξης συνιστά ιστορική αναγκαιότητα, αλλά και ιστορική πραγματικότητα. Ο πλούτος διατηρείται διασώζοντας τον εαυτό του. Όλα αλλάζουν για να παραμείνουν εν τέλει τα ίδια.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: