Ο Γιώργος Λάνθιμος, μετά τις τρεις ελληνικές προσωπικές ταινίες του, γύρισε με γνώση, ένταση και ζωντάνια τις σπουδαίες διεθνείς παραγωγές του, που αναγνωρίστηκαν πανευρωπαϊκά και διεθνώς για την ποιότητα, τη σκηνοθετική δεξιότητα, άνεση και αρτιότητά τους, τον ιδιότυπο στοχασμό και την παράδοξη προβληματική τους. O Γ. Λάνθιμος έχει βρει μια δική του φιλμική φόρμουλα που συνδυάζει την πρωτοτυπία και τη λοξή ματιά στις καταστάσεις και στους χαρακτήρες, την ιντριγκαδόρικη πλοκή και αφηγηματικές ιδέες, το μαύρο χιούμορ, τη μαεστρική, δεξιοτεχνική, αποτελεσματική σκηνοθεσία και πλανοθεσία, τη λεπτή ισορροπία του δραματικού με το κωμικό, τον εντυπωσιασμό και το παράξενο, τις ανατροπές, τον συνδυασμό ποιοτικού, καλλιτεχνικού σινεμά με την ελκυστικότητα, σαγήνη κι εμπορικότητα, και τον σουρεαλισμό με τον κοινωνικό και υπαρξιακό προβληματισμό. Η φόρμουλα αυτή εφαρμόζεται κυρίως στα τελευταία του φιλμ και στον Κυνόδοντα. Στο ιδιότροπο μείγμα που έχει συλλάβει και κατασκευάσει ο Γιώργος Λάνθιμος, έχει μπορέσει να κάνει βαθμιαία μια σύνθεση κάπως εμπορικού, θεαματικού και σχετικά αβανταδόρικου για το ευρύ κοινό, σινεμά, με έναν κινηματογράφο προσωπικό, ιδιαίτερο, καλλιτεχνικό και με σφραγίδα ιδιοσυγκρασιακού δημιουργού, που επιμένει στον μοναχικό και ιδιαίτερο δρόμο του.
Οι σκηνοθέτες που έχουν ομοιότητες με το σινεμά του Λάνθιμου είναι οι Μπουνιουέλ, οι αδελφοί Κοέν και ο Κιούμπρικ. To έργο του Γ. Λάνθιμου μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει τις τρεις ελληνικές ταινίες του «αλλόκοτου ελληνικού ρεύματος», την Κινέτα (2005), τον σπουδαίο Κυνόδοντα (2009) και τις Άλπεις (2011). Η δεύτερη κατηγορία μπορούμε να πούμε πως περιλαμβάνει ξένες, weird ταινίες, καλλιτεχνικές, διεθνείς παραγωγές όπως τον Αστακό
(2015), τον πολύ καλό Θάνατο του ιερού ελαφιού (2017) και το προτελευταίο του φιλμ Ιστορίες καλοσύνης (2024). Μια τρίτη κατηγορία συναπαρτίζουν οι ποιοτικές, καλλιτεχνικές και συνάμα εμπορικές κι εκκεντρικές, σημαντικές ταινίες του, Η ευνοούμενη (2018), το Poor Things (2023) και η Bugonia (2025).
Ο Λάνθιμος διανύει μια περίοδο στη διεθνή φιλμογραφία του κατά την οποία εισάγει περισσότερα παράλογα, σκωπτικά, σουρεαλιστικά και δυστοπικά, φουτουριστικά στοιχεία παρωδίας και περιπέτειας με την ευρεία έννοια, στις ταινίες του.
Τα φιλμ του έχουν γενικά, συνήθως, ένα κοινωνικό και υπαρξιακό υπόβαθρο, από τον Κυνόδοντα (2009) έως την Άλπεις
(2011), τον Αστακό (2015), το O θάνατος του ιερού ελαφιού (2017) έως το The Favorite (2018), το Poor Things και τη Βουγονία (2025). Φυσικά λίγο πολύ όλα τα φιλμ του Λάνθιμου είναι έξυπνα, παράδοξα κι εκκεντρικά με σουρεαλιστικές τάσεις, ενώ παράλληλα θέτουν επίκαιρα κοινωνικά και ιδεολογικά προβλήματα της εποχής. Επίσης αναζητούν τον εντυπωσιασμό, τα σοκ και τη γοήτευση του θεατή…
Το Lobster (Αστακός, 2015) υιοθετεί, όπως και τα προηγούμενα ελληνικά φιλμ του Λάνθιμου, ένα ψυχρό, ειρωνικό, πρωτότυπο και αισθητικά ελεγχόμενο στυλ: την παγερή σκηνοθεσία, με επιμονή στις λεπτομέρειες, ενός τυποποιημένου και μηχανικού, παράλογου ανθρώπινου σύμπαντος. Όπως παρατηρήσαμε για τις ταινίες του που μοιάζουν με ανθρωπολογικό πείραμα το οποίο γίνεται κεκλεισμένων θυρών, σε απομονωμένο δοκιμαστικό σωλήνα και σε ένα κλειστό σύμπαν με άτεγκτους κανόνες, έτσι κι εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αυταρχική και δυστοπική κοινωνία ενός ζοφερού, εφιαλτικού, τεχνοκρατούμενου μέλλοντος. Το πείραμα του Λάνθιμου και του σεναριογράφου Ευθύμη Φιλίππου ξεκινάει και εξελίσσεται με βάση τη δική του αποτρόπαιη δυναμική. Ο κόσμος αυτός χαρακτηρίζεται από τυποποιημένα κι αυτοματοποιημένα συναισθήματα, ήθη, συμπεριφορές και πεποιθήσεις. Έχουμε απέναντί μας παγωμένα, απάνθρωπα κι άκαμπτα, ηθικά και συμπεριφορικά πρότυπα. Οι κεντρικοί ήρωες αγωνίζονται να δραπετεύσουν από αυτή την αυστηρότατα ρυθμισμένη, κομφορμιστική κοινωνία, για να εμπλακούν σε μια άλλη, εξίσου αυταρχική, την κοινότητα των “αντιπολιτευόμενων”, μοναχικών ατόμων–ανταρτών που, από αντίδραση, πρεσβεύουν την αγαμία και την κατάργηση του έρωτα και του σεξ! Το κυρίαρχο σύστημα της κοινωνίας τιμωρεί όσους ανθρώπους μένουν μόνοι, χωρίς ερωτικό σύντροφο, μετατρέποντάς τους σε ζώα... Το σινεμά αυτό βρίσκεται στο μεταίχμιο του πολιτικοποιημένου σουρεαλισμού, της οργουελικής αλληγορίας, του μαύρου χιούμορ και του φανταστικού κινηματογράφου.
Ο Γ. Λάνθιμος σκηνοθέτησε το 2017 το Ο θάνατος του ιερού ελαφιού (The Killing of a Sacred Deer), τη δημιουργική, δραματική και δυνατή “αναπροσαρμογή” στη σημερινή, μοντέρνα εποχή, του αρχαίου τραγικού μύθου της Ιφιγένειας και – λόγω του προγενέστερου λάθους του χαρακτήρα του καρδιοχειρούργου, που θυμίζει το λάθος του Αγαμέμνονα στην Ιφιγένεια του Ευριπίδη – της αναγκαίας οικογενειακής θυσίας. Πρόκειται για τη δεύτερη αγγλόφωνη ταινία του με διεθνείς σταρ, ένα μεταφυσικό θρίλερ, ένα ζοφερό και δηκτικό κοινωνικό φιλμ, το οποίο συνδυάζει τη βιβλική με την αρχαιοελληνική ηθική. Στην ταινία του ανέμιξε την ελληνική τραγωδία με την κριτική του σύγχρονου, ιεραρχημένου, τεχνοκρατικού, συντεταγμένου και ψυχρού κόσμου. Το σενάριο του Λάνθιμου και του Φιλίππου ζυγιάζει το καθήκον, την ανθρώπινη ευθύνη και τη θυσία ως αντίβαρο του ατομικού λάθους και της ενοχής του κεντρικού ήρωα, του καρδιολόγου μεγαλογιατρού (Κόλιν Φάρελ). Την ολοκάθαρη τάξη και την ασφάλεια της μεγαλοαστικής οικογενειακής εστίας του γιατρού όπου ζει με την οφθαλμίατρο γυναίκα του (Νικόλ Κίντμαν) και τα δύο παιδιά του, θα διαταράξει ένας απρόσμενος και ύπουλος εισβολέας, το παιδί κάποιου που ο καρδιολόγος εγχείρησε ανεπιτυχώς. Η σκηνοθεσία του χώρου και του ήχου από τον Λάνθιμο, θυμίζει Κιούμπρικ. Ο τρόπος με τον οποίο πραγματεύεται το μοιραίο και αναπάντεχο θυμίζει ελληνική τραγωδία. Ο Λάνθιμος συνήθως φτιάχνει μεταμοντέρνο και σινεφιλικό σινεμά με διάφορες αναφορές.
Στην Ευνοούμενη (The Favourite, 2018), ο Λάνθιμος αποδεικνύει άλλη μία φορά ότι είναι πολύ καλός σκηνοθέτης και πως βρίσκει πολλούς τρόπους για να σκηνοθετήσει μια ιστορία και ένα σενάριο. Προσθέτει, μέσω της ευφάνταστης, τολμηρής σκηνοθεσίας του, μια ανατρεπτική, σουρεαλιστική, διεστραμμένη και σκωπτική διάσταση στις ιστορίες που σκηνοθετεί, στις μυθοπλασίες που οικοδομεί, ακόμη κι όταν οι σεκάνς του έχουν κλασικότροπη κατασκευή. Η ευνοούμενη είναι πικάντικο και μπαρόκ, “πειραγμένο” φιλμ εποχής, πραγματεύεται τις ίντριγκες στη βασιλική αυλή της Αγγλίας στις αρχές του 18ου αιώνα, μια ανδροκρατούμενη εποχή. Ίντριγκες γύρω από την πολιτική εξουσία και την ερωτική εξουσία που ασκούν οι μεν στους δε. Ο Λάνθιμος μας προτείνει έναν κόσμο συγκρούσεων στο παλάτι, ένα σύμπαν υποκρισίας, προδοσίας, ερωτισμού, κυριαρχίας επί των υπηκόων και χειρισμού των ανθρώπων, υπό τη μορφή στυλίστικης φάρσας εποχής...
Το βραβευμένο φιλμ με τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία και με 7 υποψηφιότητες για Χρυσές Σφαίρες, Poor Things (2023), είναι μια διασκευή που ο Λάνθιμος έκανε σε ένα best seller μυθιστόρημα με τίτλο Poor Things, το βιβλίο του Σκωτσέζου Alasdair Grey που κυκλοφόρησε το 1992. Για δεύτερη φορά ο Γ. Λάνθιμος συνεργάζεται με τον σεναριογράφο Τόνι ΜακΝαμάρα, μετά την Ευνοούμενη, στη διασκευή του βιβλίου του Άλασντερ Γκρέι.
Η ιστορία του φιλμ διαδραματίζεται στην Αγγλία, στην Αλεξάνδρεια και στο Παρίσι στη δεκαετία του 1880 και περιγράφει τις διασταυρούμενες ερωτικές ζωές δύο γιατρών, μιας γυναίκας (Έμα Στόουν) και ενός δικηγόρου, γόη και κατοπινού εραστή της κοπέλας (Μ. Ράφαλο). Ο γηραιότερος (Γ. Νταφόε), παραμορφωμένος από τον χειρούργο πατέρα του κι εμπειρότερος από τους δύο πειραματιζόμενους γιατρούς, ως νέος Φρανγκεστάιν, έχει αναδημιουργήσει το νεκρό σώμα της, ζωντανεύοντάς το και καθιστώντας το όμορφο και ποθητό, χρησιμοποιώντας τον άθικτο εγκέφαλο του μωρού που κυοφορούσε! Η ωραία γυναίκα είχε προηγουμένως αυτοκτονήσει προκειμένου να απελευθερωθεί από τον κακοποιητικό κι αυταρχικό, αξιωματικό άντρα της και την “ανασταίνει” με επιστημονικό τρόπο, ο έμπειρος γεροχειρούργος. Μεταμοσχεύει στο κρανίο της τον εγκέφαλο του εμβρύου που κυοφορεί και την επαναφέρει στη ζωή, αναπλάθοντας μία όμορφη και γοητευτική ερωτομανή, η οποία επιστρέφει στη ζωή με μυαλό παιδιού που μυρίζει, νοιώθει για πρώτη φορά τους ανθρώπους και τον κόσμο και αργότερα αυνανίζεται και ερωτοτροπεί οργασμικά με το άλλο και το ίδιο φύλο!...
Η ταινία Poor Things περιγράφει, ουσιαστικά, την πορεία μάθησης, ωρίμανσης, ανεξαρτητοποίησης κι ολοκλήρωσης της σεξουαλικής και κοινωνικοπολιτικής (αυτο)εκπαίδευσης της νεαρής Μπέλας. Μιας γυναίκας που θα μπορούσε να είναι τόσο σημερινή, όσο και του μέλλοντος, και που μετατρέπεται λίγο λίγο σε αυτονομημένο άνθρωπο, σε φιλήδονη κι ελευθέρια φεμινίστρια-θεραπαινίδα του σεξ, του έρωτα, της γνώσης, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ανθρώπινης συνείδησης. Ο Λάνθιμος μας προτείνει, δηλαδή, τον αλληγορικό μύθο της πορείας μιας γυναίκας προς την αυτονομία, η οποία συνειδητοποιείται και χειραφετείται χάρη στις καινούργιες, ραγδαίες εμπειρίες της, ερωτικές, γυναικείες, ψυχικές, κοινωνικές, ακόμη και πολιτικές, χάρη στα ηδονικά, σκαμπρόζικα ή οδυνηρά, σαρκικά, ηθικά, διανοητικά και ιδεολογικά ερεθίσματά της. Η αδέξια, σπαστική μαριονέτα μεταμορφώνεται σε ένα μοντέρνο, γυναικείο, σεξουαλικό πλάσμα που μετατρέπεται έτσι σε έναν θηλυκό, μπουνιουελικό, άγγελο εξολοθρευτή ή μια μπουνιουελική εκπαιδευόμενη Τριστάνα. Από αθώο παιδάκι γίνεται κοπέλα που διψά για μάθηση, μετά για ηδονή και οργασμούς, κατόπιν γνωρίζει τον κόσμο και την κοινωνία, γίνεται πόρνη μαθαίνοντας τις διαστροφές και τα βίτσια, και κατόπιν επιχειρεί να επιστρέψει στην αρχή, εκεί από όπου ξεκίνησε και δραπέτευσε, αυτοκτονώντας, στον γάμο της με έναν πατριαρχικό σύζυγο, για να τον ανατρέψει οριστικά και πλήρως.
Το ακραίο εγχείρημα αρχικά μας αποσταθεροποιεί κάπως σεναριακά, αφηγηματικά και σκηνοθετικά, ιδίως στην ασπρόμαυρη εισαγωγή του, καθώς και με τη χρήση των ολοένα μεταβαλόμενων, ευρυγώνιων φακών α λα Όρσον Ουέλς και Κιούμπρικ. Μοιάζει με ιδιαίτερη, παλαβή, ευφάνταστη εξτραβαγκάντσα, που σε λίγο ξεχωρίζει για τα μαγευτικά χρώματά της, την απίθανη, πλουμιστή εικονοπλαστική πανδαισία της, τη δηκτικότητα των ειρωνικών παρατηρήσεών της, το σαρδόνιο χιούμορ και το παιχνιδιάρικο, γλυκόπικρο χαρμάνι έντονων μομφών και κομψών, χαριτωμένων χαδιών προς το απεικονιζόμενο αισθητικό-νοηματικό σύνολο.
Εντάξει, ο σκηνοθέτης και εικαστικός Λάνθιμος που παίζει με τις φόρμες, το παρακάνει, μα δεν παύει να μας διασκεδάζει και εντυπωσιάζει με τις στυλιστικές, μορφοπλαστικές λύσεις του, σε μια παροξυστική, φαντασμαγορική παραβολή ποπ, πανκ, γκόθικ και γκροτέσκας αισθητικής. Φτιάχνει ένα έργο που είναι, παράλληλα, τρελό παραμύθι, φάρσα, μπαρόκ ταινία εποχής (της βικτωριανής Μ. Βρετανίας), παράλογη κωμωδία και τελικά ένα αφάνταστο, φεμινιστικό, κοινωνικοπολιτικό φιλμ που σκέφτεται το metoo και άλλα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής μας.
Οι Ιστορίες καλοσύνης (Kinds of Kindness, 2024), σε σενάριο Ευθύμη Φιλίππου, αποτελούν ένα weird διάλειμμα στο συμπαγές εμπορικοκαλλιτεχνικό πρόγραμμα των ταινιών του Λάνθιμου, όντας ένα φιλμ πιο αφαιρετικό, πιο εσωστρεφές και πιο δυσπρόσιτο από τα υπόλοιπα αγγλοαμερικάνικα φιλμ του. Χωρίζεται σε τρεις παράξενες, αλλόκοτες ιστορίες, παιγμένες από τους ίδιους ηθοποιούς (Έμα Στόουν, Τζέσι Πλέμονς, Ουίλιαμ Νταφόε) σε διαφορετικούς ρόλους. Πρόκειται για τρεις περίεργες, μαύρες, «λοξές» κι αμήχανες, ιλαροτραγικές, πενηντάλεπτες ιστορίες, που διαδέχονται η μία την άλλη. Κυνισμός, ειρωνεία, απαισιοδοξία και προβληματικοί ήρωες... (Αυτο)καταστροφικότητα, υποταγή, ελευθερία, πίστη, παιχνίδια εξουσίας, εξάρτησης κι ελέγχου και αναμετρήσεις ισχύος διαπλέκονται μέσω της σαρκαστικής, απομυθοποιητικής, σκοτεινής ματιάς του Γ. Λάνθιμου.
Η Βουγονία (2025), το πρόσφατο φιλμ του Γιώργου Λάνθιμου είναι μια μαύρη κωμωδία και πικρή σάτιρα επιστημονικής φαντασίας που κατακεραυνώνει τη ροπή του ανθρώπου προς την καταστροφή της Γης και του είδους του. Η παραγωγή είναι βρετανική, αμερικάνικη, νοτιοκορεάτικη κι ελληνική. Πρόκειται για ψυχαγωγικό, απολαυστικό και ταυτόχρονα φρικιαστικό φιλμ, εν είδη ψυχολογικού θρίλερ και δυστοπίας, βιτριολικού χιούμορ, που κουβαλάει οικολογικά μηνύματα και τη δηλητηριώδη διακωμώδηση και κριτική αρκετών προβληματικών ανθρώπινων, κοινωνικών συμπεριφορών, τη συνωμοσιολογία, την αλλοίωση των φυσικών γήινων συνθηκών και του κλίματος, την αυτοκαταστροφική τάση του ανθρώπου, την κερδοσκοπία των μεγάλων επιχειρήσεων και τη συζητήσιμη παραγωγή ορισμένων φαρμάκων, όπως τα οπιούχα, από τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες.
Η Βουγονία είναι απαισιόδοξη, σαρκαστική, απελπισμένη, σχεδόν μηδενιστική μα και τρυφερή, καθώς και κωμικοτραγική. Παρόλο που για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μοιάζει με σάτιρα της συνωμοσιολογίας που δεν περιορίζεται στα όρια της επιστημονικής φαντασίας, τελικά επιβεβαιώνεται στα πλαίσια του sci-fi είδους. Το παράξενο και το τρελό επαληθεύονται από τον φανταστικό κινηματογράφο, την επιστημονική φαντασία. Το λογικό διαπλέκεται με το παράλογο και γελοίο, η πραγματικότητα με το φανταστικό και σουρεαλιστικό. Το σασπένς καραδοκεί συνεχώς. Το σπλάτερ ραντίζει με αίμα ορισμένες σκηνές.
Το φιλμ αποτελεί ριμέικ της μέτριας και κιτς, νοτιοκορεάτικης κωμωδίας φαντασίας Save the Green Planet (2003) του Τζανγκ Τζουν-γουάν. Στη Βουγονία, ο Τέντι, ένας φτωχός, παλαβιάρης, δογματικός συνωμοσιολόγος και εξτρεμιστής, ψυχοτραυματισμένος οικογενειακά (η μητέρα του έπεσε σε κώμα από το φάρμακο μιας μεγαλοεταιρείας), είναι μελισσοκόμος και υπάλληλος σε αυτή τη φαρμακευτική εταιρεία. Μια εταιρεία που κατασκευάζει μεταξύ άλλων τα φυτοφάρμακα που καταστρέφουν τις μέλισσες που εκτρέφει. Μαζί με τον αργόστροφο, κουτό ξάδελφό του, απαγάγει τη διευθύνουσα σύμβουλο της εταιρείας, Φούλερ. Η μητέρα του που πήρε φάρμακο της εταιρείας για να απεξαρτηθεί από το οπιούχο παυσίπονο που έπαιρνε, βίωσε οδυνηρά τις καταστροφικές παρενέργειές του.
Ο Τέντι πιστεύει πως η Φούλερ είναι εξωγήινη πράκτορας από την Ανδρομέδα που, μαζί με τους εξωγήινους συμπατριώτες της στη Γη, επιβουλεύεται τον άνθρωπο και επιδιώκει την καθυπόταξη και τον αφανισμό του. Γι' αυτό οργανώνει και εκτελεί την απαγωγή, τη φυλάκιση και τα βασανιστήριά της ώστε να ομολογήσει πως είναι εξωγήινη και να τον φέρει σε επαφή με τους ανώτερούς της εξωγήινους της Ανδρομέδας, για να αλλάξουν ρότα έναντι της ανθρωπότητας...
Η μυθοπλασία αναπτύσσει τη σύγκρουση του αλλοπαρμένου, συνωμοσιολόγου οικολόγου με την κυνική, άκαρδη κι υποκρίτρια διευθύνουσα σύμβουλο. Η σύγκρουση περνά μέσα από τη λεκτική αντιπαράθεση, μα και τη βία. Μεταξύ των δύο αντιπάλων διαδραματίζεται μια αδυσώπητη αναμέτρηση για το ποιος έχει δίκιο και θα το επιβάλλει στον άλλο. Το έρεισμα είναι το μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ματαιόδοξη, αυτοκαταστροφική έφεση του ανθρώπινου γένους ως προς τον πλανήτη του. Το τέλος που προτείνουν ο Λάνθιμος κι ο σεναριογράφος του Γουίλ Τρέισι, είναι απροσδόκητο, απαισιόδοξο και δυστοπικό. Το φιλμ είναι καθηλωτικό, σαγηνευτικό, διασκεδαστικό, μα κι επίκαιρα προβληματισμένο σχετικά με τα αδιέξοδα και τα δεινά της ανθρωπότητας και τον χαρακτήρα των ανθρώπων.