Λαθροφαγία

Λαθροφαγία



(Ι)

Μαζεύτηκαν απ’ όλες τις άκρες της χώρας. Ο κόντες του Κουρτέζ, η κοντέσσα Ντεζουρνώ, η κόμισσα Πρεσιέ, η μαρκησία Ντελενόρ, ο κόμης Ντελοξιντάν, η λαίδη Ντελεριτάζ, ο δούκας Ντελαμπετίζ, η δούκισσα Ντελαπρεντασιόν, ο υποκόμης Ντεσουέντ, ο λόρδος Ντελαντελέκτ για να αναφέρω μόνο μερικά ονόματα. Το σώμα ήταν ευγενική προσφορά του Μεγάλου Δόγη Ντεζίλ. Τα ενδύματά τους είχαν κεντήματα βαριά, πολύχρωμες πλεξούδες, κρόσσια διακοσμημένα με πούλιες και χάντρες, στολίδια από χρυσό κι ασήμι, μετάξι και μεταλλικές κλωστές, δαντέλες και κολιέ. Ξεχώριζαν κάποιες κυρίες με τις διάφανες σα γάζα μεταξωτές μουσλίνες τους, ύφανση χαλαρή με συμπαγή χρώματα, σχέδια πολύχρωμα με φιγούρες. Φανταστείτε ένα μαγευτικό συμπόσιο, μια γιορτή με ζεστό κρασί στα πολύτιμα κύπελα, φανταστείτε το σκηνικό με την επιβλητική σκιά του πύργου, την μουσική της ορχήστρας που έπαιζε στο αίθριο,το απόκοσμο σκοτάδι της μοναχικής τοποθεσίας, τους φλεγόμενους πυρσούς να υποδέχονται τους υψηλούς προσκεκλημένους στο μονοπάτι του οπωρώνα, τους κορμούς των δέντρων που σιγοκαίγονταν στο μεγάλο τζάκι. Στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας το μακρόστενο τραπέζι, καλυμμένο με βαρύ δαμασκηνό ύφασμα από χρυσό μετάξι. Το σώμα υψωνόταν πάνω του τοποθετημένο ψηλά σε μια ειδική ξύλινη πλίνθο. Ακριβώς εκεί που στα συμπόσια τοποθετούνταν ένας περίτεχνα επιχρυσωμένος κύκνος. Οι κύριοι είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους τις λεπτομέρειες της διανομής. Έπειτα άφησαν τις κυρίες να νομίσουν ότι παραχωρούσαν σε εκείνες τις πιο εκλεκτές μερίδες. Πρόκειται για δεξιοτεχνία αβροφροσύνης επιφανών ανδρών.

(ΙΙ)

Τα νερά της θάλασσας ανέβαιναν ορμητικά προς το βορρά, ο ποταμός Ίτσεν ήταν φουσκωμένος. Οι μαυροκέφαλοι γλάροι, οι ολόλευκοι κύκνοι με τους σταχτόφτερους νεοσσούς τους ν’ ακολουθούν, οι πρασινοκέφαλες αγριόπαπιες, οι αλκυόνες, το νανοβουτηχτάρι που κολυμπούσε κόντρα στο ρεύμα, η σταχτοσουσουράδα, ο δασότρυγγας, ένας πύρρουλας που ξαφνικά πέταξε πάνω απ’ το απέναντι δάσος. Τίποτα απ’ όσα την ευχαριστούσαν στον καθημερινό της περίπατο δεν μπορούσε να χαρεί εκείνη την ημέρα. Ένοιωθε έναν έντονο πόνο στην κοιλιακή της χώρα. Ξαφνικά γονάτισε διπλωμένη στα δυο. Έμεινε έτσι ημιλυπόθυμη ώσπου ένας δρυοκολάπτης τρυπώντας με το ράμφος του ένα δέντρο της όχθης την ξύπνησε απ’ το λήθαργο. Τυλίχτηκε στο σάλι της και γύρισε σπίτι. Όχι η ίδια. Ήταν μια άλλη γυναίκα εκείνη που επέστρεφε σπίτι, χωρίς τα εσωτερικά της όργανα, χωρίς την ψυχή της. Λες κατοικούσε η ψυχή της στην κοιλιά της. Πώς επιβίωσε, μυστήριο. Σαν όλα τα μαρτύρια που φαίνεται πως υπερβαίνουν τις ανθρώπινες δυνάμεις μα που οι άνθρωποι καταφέρνουν και τα ζουν. Έπειτα από μήνες το σώμα της αναγεννήθηκε. Έμεινε μόνο το σημάδι μιας μακριάς τομής. Ύστερα, όταν τα φτερά των νεαρών κύκνων του ποταμού Ίτσεν έγιναν ολόλευκα, ένοιωσε πάλι την ψυχή εντός της.

(ΙΙΙ)

Στο τέλος της ζωής του ο λόρδος Ντελαντελέκτ της εκλεκτής ομάδας των προαναφερθέντων ευγενών φάνηκε να μετανιώνει. Έτσι αποφάσισε να γίνει μοναχός. Βρήκε μια σκήτη στην έρημο, εκεί μια συνοδεία μοναχών τον δέχτηκε ως δόκιμο κοντά της. Νόμισε πως είχε έρθει σε αληθινή μετάνοια όταν είδε κάποιον ίδιο κι απαράλλαχτο ο εαυτός του να αναλαμβάνει την πρωτοκαθεδρία. Το κακό τού είχε βλέπετε δημιουργήσει την εντύπωση πως ήταν αιώνιο και πως εκείνος θα διατηρούσε τα προνόμιά του ες αεί. Πώς μπορούσε να κάθεται λοιπόν έτσι άπραγος και να βλέπει κάποιον που του χε κλέψει τον ίδιο του τον εαυτό; Θυμήθηκε έναν πρίγκιπα που είχε εγκαταλείψει τον κόσμο για να μονάσει και ο εξευτελισμός που ένοιωθε του δημιούργησε μιαν αίσθηση ματαιότητας των εγκοσμίων πραγμάτων. Στην πρώτη εξομολόγηση στο γέροντα της σκήτης είπε για την λαθροφαγία. Ο γέροντας παρότι είχε φαρμακερή εμπειρία της αβυσσαλαίας ανθρώπινης φύσης συγκλονίστηκε. «Πώς μπόρεσες και το 'κανες αυτό παιδί μου; Ο κάθε άνθρωπος είναι αδελφός μας, είναι ο ίδιος ο Χριστός.» Εκείνη τη στιγμή ο λόρδος Ντελαντελέκτ συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ματανιώσει πραγματικά. Είχε μονάχα εσφαλμένα θεωρήσει τον εξευτελισμό του ως ταπείνωση και μετάνοια. Όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Αστραπιαία αποφάσισε πως έπρεπε να κάνει κάτι προκειμένου ο γέροντας να μην τον διώξει:

« Ήταν δαιμονοκίνητη η πράξη μου γέροντα, δεν καταλάβαινα τι έκανα», είπε με απροσποίητη ειλικρίνεια.
Ο γέροντας τότε ένιωσε έναν έντονο πόνο στην κοιλιακή χώρα. Ξαφνικά γονάτισε διπλωμένος στα δυο. Του ζήτησε να φύγει. Έμεινε έτσι ημιλιπόθυμος ώσπου ο ήχος του τάλαντου τον έβγαλε απ’ το λήθαργο. Γύρισε στο κελί του χωρίς να ξέρει τι του συμβαίνει. Άρχισε να προσεύχεται και τότε ένα μεγάλο ύφασμα ξεδιπλώθηκε μπροστά του. Πάνω του σαν σε οθόνη είδε ζωντανή τη σκηνή της λαθροφαγίας. Μια φωνή του είπε: «να μην δεχτείς τον ακάθαρτο». — «Μα πώς μπορώ Κύριε να διώξω έναν μετανοημένο;» Η φωνή σώπαινε. Άκουσε κάτι σα φτερούγισμα στο πλάι του. Γυρνώντας βλέπει έναν κατάλευκο κύκνο. Ένα μακρύ κόκκινο σημάδι του χάραζε το σώμα. Ήταν το σημάδι της τομής επάνω στην κοιλιά της.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: