Κάτω από την κίτρινη ομπρέλα

Κάτω από την κίτρινη ομπρέλα

Το τρένο για τη δουλειά μου ξεκινάει στις 7:09 π.μ. και σήμερα το πρόλαβα μετά βίας. Τον τελευταίο καιρό δυσκολεύομαι να σηκωθώ από το κρεβάτι. Κάθομαι στη θέση μου και περιμένω τους χτύπους της καρδιάς μου να πέσουν από το τρέξιμο. Κάνω άσχημες σκέψεις ότι θα σταματήσει ξαφνικά παρά τις διαβεβαιώσεις του καρδιολόγου ότι είναι υγιής. Τουλάχιστον, οι δύσπνοιες σταμάτησαν. Αν καταρρεύσω κανείς δε θα με βοηθήσει εδώ. Δεν είναι στην κουλτούρα τους να επεμβαίνουν και εγώ ζω μόνος μου στη χώρα.
Ο καιρός είναι μουντός και η ομίχλη καλύπτει τα πάντα. Όταν η ορατότητα το επιτρέπει, παρατηρώ το περιβάλλον: μια γκρίζα βελγική κωμόπολη. Μερικοί άνθρωποι περπατούν νωχελικά, φορώντας τεράστια μπουφάν και σκούφους. Ποδήλατα που περιμένουν να πρασινίσει το φανάρι. Σπίτια που στέκουν στοιχισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, με μια καταπιεστική τελειότητα ― σαν κάποιος να υπολόγισε με χάρακα.
Βάζω τα ακουστικά. Νοσταλγικές νότες ξεχύνονται μέσα μου. Ξαφνικά, βυθίζομαι σε στιγμές που πάγωσαν μέσα στο χρόνο και φαίνεται να έχουν νικήσει την άτεγκτη φθορά του. Μπορώ σχεδόν να τις γευτώ και να τις οσμιστώ.
Βρίσκομαι ξανά σε εκείνο το νησί. Είναι τέλη Αυγούστου· η ζέστη είναι ανυπόφορη και εγώ ξεκινώ ξανά το σχολείο σε λίγες μέρες. Οι γονείς μου είπαν ότι θα πάμε στα Jumbo για να πάρουμε την καινούργια τσάντα για φέτος. Πριν από λίγο, τρώγαμε όλοι μαζί σε μια ταβέρνα. Η μαμά έκοψε το κρέας της αδερφής μου σε κομμάτια και τα βούτηξε στο τζατζίκι. Ο μπαμπάς παρήγγειλε και άλλες τηγανητές πατάτες.
Περπατάμε στα πλακόστρωτα στενά του νησιού χαζεύοντας τα τουριστικά μαγαζιά. Βραχιόλια φτιαγμένα από κοχύλια και η ψεύτικη υπόσχεση ότι αν μας τα πάρουν δε θα τα χάσουμε μετά από μια εβδομάδα. Καρτ ποστάλ με το όνομα του νησιού και μια τιρκουάζ παραλία. Από κάπου ακούγεται ο ήχος μιας λατέρνας που πλημμυρίζει γαργαλιστικά τα στενά του νησιού.
Μας αγοράζουν ένα παγωτό χωνάκι με γεύση φιστίκι Αιγίνης και εγώ εντοπίζω έναν πάγκο με βιβλία. Ένα κοκκινομάλλικο κοριτσάκι με φακίδες και στρογγυλό καπέλο με κοιτάει συνωμοτικά από το εξώφυλλο. Η Άννα των αγρών. Παίρνω το καινούργιο βιβλίο στα χέρια μου, ευτυχισμένος.
Πηγαίνουμε προς την παραλία. Νιώθω τους ώμους και τη μύτη μου καμένα από τον ήλιο και η μαμά μάς βάζει αντηλιακό που μυρίζει σαν κάποιο φρούτο.
«Δες τα Γερμανάκια πως κολυμπάνε με τα άσπρα μπλουζάκια τους. Για αυτό δεν καίγονται. Και πόσο ήρεμα κάθονται. Εσείς κάνετε σαν μουρλά, λες και σας έχουμε κλεισμένα στο σπίτι» λέει γελώντας όσο κάνει ανεξήγητα πολλή ώρα για να με αλείψει.
Η αδερφή μου και εγώ τρέχουμε προς τη θάλασσα. Εγώ βουτάω με φόρα, εκείνη μπαίνει διστακτικά. Την απειλώ πως θα τη βρέξω αν δεν βιαστεί και μου φωνάζει παραπονεμένα. Κολυμπάμε για ώρες. Με τη μάσκα και τον αναπνευστήρα, εξερευνώ το θαλάσσιο κόσμο: ψάρια, πολύχρωμα κοχύλια, ίσως και μια μέδουσα ― ή έτσι πιστεύω. Κάνουμε διαγωνισμούς για το ποιος κρατά πιο πολύ την αναπνοή του. Πάντα κλέβω γιατί εκείνη δεν ανοίγει τα μάτια κάτω από το νερό. Το αλάτι καίει τα ρουθούνια μου. Στο τέλος, βαριόμαστε και παριστάνουμε τα πτώματα που ξέβρασε η ακτή.
Δεν αντιδρά κανείς.
Κοιτάω προς τη στεριά απορημένα.
Η μαμά και ο μπαμπάς ―κάτω από την μεγάλη κίτρινη ομπρέλα― κουνάνε απότομα τα χέρια τους και μιλάνε θυμωμένα ο ένας στον άλλον. Η μαμά κάνει έντονα νοήματα κοντά στο πρόσωπό του και μετά βυθίζει το δικό της μέσα στα χέρια της. Ένα κομμάτι μου θέλει να μείνει ασφαλής, εδώ μέσα στο νερό με τα ψάρια. Κάτι, όμως, με τραβάει προς τη στεριά. Εγώ και η αδερφή μου, διστακτικά, βαδίζουμε προς την ακτή. Προλαβαίνω να ακούσω μια πνιγμένη φράση.

«...καταστρέψεις όλα για μια αδυναμία μου, καν’ το. Όμως, εσύ θα τους το πεις» λέει ο μπαμπάς.

Έχουμε φτάσει ―πλέον― κοντά τους. Όταν μας αντιλαμβάνονται, σταματούν να μιλάνε και χαμογελούν.
«Πώς ήταν το νερό αγάπες μου;» λέει η μαμά
«Μαμά, κάναμε ότι πνιγήκαμε. Δεν μας είδες;» λέει απορημένα η αδερφή μου.
«Μιλούσαμε με τον μπαμπά, ψυχή μου» απαντά η μαμά και την αγκαλιάζει. «Γιώργο, αφήσαμε φιλοδώρημα στην ταβέρνα;» απευθύνει το λόγο τώρα στον μπαμπά.
«Ναι..» μουρμουράει ο μπαμπάς βαριεστημένα διαβάζοντας το βιβλίο του, ένθετο κάποιας εφημερίδας.
Κοιτάω το μουντό Βελγικό τοπίο μέσα από το τρένο. Αναστενάζω. Εδώ και χρόνια, ο εγκέφαλός μου σταματάει την ανάμνηση εκεί. Σαν να φρενάρει απότομα μπροστά από έναν τοίχο. Οτιδήποτε πέρα από αυτό μου φαίνεται αποκύημα της φαντασίας μου, μια δική μου ανάγκη να συμπληρώσω το κενό. Αναξιόπιστο. Έχω ,όμως, την αίσθηση ότι κάτι είχε συμβεί εκείνη την ημέρα..

Volgende station: Antwerpen Berchem ακούγεται η ανακοίνωση στο τρένο.

«...το εισιτήριό σας;». Μια χλομή Βελγίδα ελέγκτρια με κοιτάει. Το στρογγυλό της πρόσωπο είναι χαμογελαστό.
«Δώστε μου ένα λεπτό... κάπου εδώ το έχω...» της απαντώ στα αγγλικά, ψάχνοντας την τσέπη μου. Βρίσκω το εισιτήριο και της το δίνω.
Ετοιμάζεται να προχωρήσει, αλλά παραμένει.
«Συγγνώμη για την περιέργειά μου, αλλά από που είστε;» κοκκινίζει.
«Από την Ελλάδα» της απαντώ χαμογελαστά.

«Το κατάλαβα από την προφορά σας. Μπορώ και την αναγνωρίζω. Λατρεύω τη χώρα σας. Την πρώτη φορά που ήρθα, ήταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα. Από τις πιο ωραίες διακοπές της ζωής μου. Αγαπώ το Φοίβο και την Αθηνά». Γελάει σαν μικρό παιδί. «Tους έχω τατουάζ!». Σηκώνει το μανίκι της στολής της και ―ανάμεσα στα υπόλοιπα σχέδια― βλέπω τις δύο μασκότ χτυπημένες στο λευκό χέρι της.
Χαμογελάω γιατί η αγάπη της για την πατρίδα μου φαίνεται γλυκιά. Είχα πολλά χρόνια να σκεφτώ το Φοίβο και την Αθηνά…
Ένα μικρό σφίξιμο στο θώρακά μου, γίνεται γέφυρα και με οδηγεί ξανά σε εκείνη την παραλία. Βρίσκομαι δίπλα στην οικογένειά μου.
Γιατί ―επιτέλους― θυμάμαι.

Η μαμά χαϊδεύει το πρόσωπο της αδερφής μου. «Ο Φοίβος και η Αθηνά δεν είναι πανέμορφες μασκότ; Είστε ο Φοίβος και η Αθηνά μου», λέει, δίνοντάς μας από ένα κοχύλι. Παίρνουμε το κοχύλι στα χέρια μας και παίζουμε στην άμμο.
Και η υπόλοιπη μέρα ξεδιπλώνεται μπροστά μου καθαρά, για πρώτη φορά.
Ο ήλιος δύει και έχει βάψει το τοπίο πορτοκαλί. Εγώ και η μαμά μένουμε σιωπηλοί στην παραλία. Οι άλλοι έχουν επιστρέψει στο ενοικιαζόμενο δωμάτιο. Τυλίγομαι με μια αφράτη πετσέτα. Το αεράκι χαϊδεύει το υγρό μου πρόσωπο και με κάνει να αναριγώ.
Η μαμά κοιτάει σκεπτικά προς το βάθος και εγώ διαβάζω το βιβλίο μου. Στο νησί του Πρίγκιπα Εδουάρδου ―μετά από πολλές περιπέτειες― η Άννα Σίρλεϊ γίνεται η Άννα του Γκριν Γκέιμπλς και ανήκει κάπου για πρώτη φορά στη ζωή της. Είναι ασφαλής.
Κοιτάζω τη μαμά. Καπνίζει και ατενίζει μελαγχολικά τον πορτοκαλί ουρανό. Πετάει το τσιγάρο και τα βλέμματά μας συναντιούνται.
«Ψυχή μου, να ξέρεις ότι πάντα θα σας αγαπάμε», η φωνή της σπάει τη σιωπή.
Θυμάμαι τον τσακωμό τους πριν από λίγο. Τελευταία φωνάζουν πολύ ο ένας στον άλλον. Ακόμη και στο σπίτι.
«Μαμά, αγαπάς τον μπαμπά;» τη ρωτάω.
«Ο μπαμπάς σου είναι ένας καταπληκτικός μπαμπάς. Σας αγαπάει απεριόριστα. Όπως και εγώ».
Ξανά σιωπή. Παφλασμοί του κύματος. Γυρίζει το κεφάλι της σαν να μην πρέπει να την δω.
«Εσύ με αγαπάς; Είμαι καλή μαμά;» λέει ψιθυριστά.
Τώρα με κοιτάει στα μάτια και περιμένει μια απάντηση. Ο κόσμος μου διαλύεται. Σε αντίθεση με την Άννα Σίρλεϊ, δε νιώθω ασφάλεια. Θέλω να της απαντήσω ότι είναι καλή μαμά, αλλά κάτι με κρατάει. Ξετυλίγομαι από την πετσέτα και σηκώνομαι γρήγορα, αφήνοντάς την πίσω μου. Πηγαίνω προς το νερό, με την ελπίδα ότι όταν επιστρέψω, η μαμά να είναι ξανά ο εαυτός της. Εύχομαι να ξεχάσω για πάντα αυτή τη συζήτηση.
Βουτάω στη θάλασσα και η ανάσα μου κόβεται βίαια.

Ανοίγω τα μάτια μου, εισπνέοντας δυνατά, λες και προσπαθώ να ανακτήσω την ανάσα που είχα χάσει με εκείνη την άτσαλη βουτιά. Όμως, είμαι στο τρένο. Η συμπαθητική Βελγίδα με κοιτάει ανήσυχη. Είναι έτοιμη να πει κάτι, αλλά ―λες και καταλαβαίνει― συνεχίζει στον επόμενο επιβάτη.
Η νέα ανάμνηση τώρα με πνίγει χειρότερα από το κλειστοφοβικό βαγόνι.

Έπρεπε να είχα απαντήσει στη μαμά μου. Όταν ήμασταν μαζί, κάτω από εκείνη την κίτρινη ομπρέλα. Εύχομαι να μπορούσα να της γράψω λόγια. Λόγια που θα μείνουν για πάντα και θα μπορούσε να διαβάζει όποτε δε νιώθει καλή μάνα:

«Γεια σου μαμά. Σκεφτόμουν το τότε. Ναι, είσαι μια καταπληκτική μαμά. Συγγνώμη, μαμά, αλλά ήμουν παιδί. Ξέρω ότι μας αγαπάς. Προσπάθησες, μαμά. Καταλαβαίνω γιατί έφυγες από το σπίτι».

Θα με πληγώνει για πάντα που δεν της το είπα όσο ήταν ζωντανή.

Ξεφυσάω και μαζί με τον αέρα, αφήνω πίσω μου εκείνο το καλοκαίρι με πίκρα. Σηκώνομαι απότομα. Φτάνουμε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Πρέπει να προλάβω το λεωφορείο που φεύγει σε τέσσερα λεπτά.
Εισπνέω βαθιά και βγαίνω από το τρένο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: