Θαμπός παράδεισος
Τον εαυτό μου εφευρίσκω με τον πόνο
πριν απ’ αυτόν είμαι ένα φως που αργοσβήνει
για ένα φιλί· κι εσύ αστράφτεις σαν μια δίνη
αναλαμπή που αναφλέγεται στον χρόνο.
Γελάς θλιμμένα και σωπαίνουν χίλιες λέξεις
βράχος εσύ κι εγώ το κύμα που απαλύνει
ένα τραχύ ηλιοβασίλεμα που σβήνει
τη μοναξιά σου και τις έρημες ορέξεις.
Άδεια ο πόθος μας γιορτή που δεν τελειώνει
ζωή μισή ερωτευμένη με την ήττα
ίσως στο τέλος μείνουμε άτρωτοι και μόνοι
μάταια γυρεύοντας μια Ιθάκη παραπλήσια
λεπτή αμυχή που μες στο δέρμα ξεφαντώνει
θαμπός παράδεισος που φέγγει στα Πατήσια