Δύο σονέτα

Θαμπός παράδεισος

Τον εαυτό μου εφευρίσκω με τον πόνο
πριν απ’ αυτόν είμαι ένα φως που αργοσβήνει
για ένα φιλί· κι εσύ αστράφτεις σαν μια δίνη
αναλαμπή που αναφλέγεται στον χρόνο.

Γελάς θλιμμένα και σωπαίνουν χίλιες λέξεις
βράχος εσύ κι εγώ το κύμα που απαλύνει
ένα τραχύ ηλιοβασίλεμα που σβήνει
τη μοναξιά σου και τις έρημες ορέξεις.

Άδεια ο πόθος μας γιορτή που δεν τελειώνει
ζωή μισή ερωτευμένη με την ήττα
ίσως στο τέλος μείνουμε άτρωτοι και μόνοι

μάταια γυρεύοντας μια Ιθάκη παραπλήσια
λεπτή αμυχή που μες στο δέρμα ξεφαντώνει
θαμπός παράδεισος που φέγγει στα Πατήσια




Δύο σονέτα



Στα χαρακώματα του στίχου

Ακροπατείς στα χαρακώματα του στίχου
στων φωνηέντων τις ριπές και των συμφώνων
ακροβολίζεσαι στις στέγες των χειμώνων
κρυμμένο νόημα στα έγκατα του ήχου.

Μακροζωία μιας στιγμής του παραδείσου
στο ανεκπλήρωτο χαρτί ζωή θαμμένη
λέξεις που ηχούν όπως κραυγή ημερωμένη
και περιφέρονται στο χείλος της αβύσσου.

Της εφηβείας πρωτοβρόχι και ηλιαχτίδα
ονείρων χρέη ακριβά ανατοκίζεις
όπως μια κρίση πανικού που επιστρέφει

πηγαινοέρχεσαι σαν άμμος σε κλεψύδρα
ό,τι δεν έζησες κρυφά το θησαυρίζεις
στων στίχων την ομοβροντή κι υπό την σκέπη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: