Ο Ασπρομάτης

Βικέντιος Βαν Γκογκ, «Αμυγδαλιά»
Βικέντιος Βαν Γκογκ, «Αμυγδαλιά»

Εκείνο το τελευταίο πρωινό της, η Δήμητρα το ‘χε σχεδιάσει από καιρό. Είχε τακτοποιήσει το σπίτι, είχε βολέψει τα λιγοστά της ρούχα σε μια παλιά δερμάτινη βαλίτσα κι είχε αδειάσει ό,τι κονσέρβα είχε στην πίσω αυλή για τις γάτες ή τα ποντίκια – ας τα ‘βρισκαν μεταξύ τους. Ήταν αρχές του Μάρτη, είχε παγωνιά κι ο αέρας ετοιμαζόταν να σκορπίσει στη γη τα τελευταία λουλούδια της αμυγδαλιάς της.
Με μια κούπα καφέ στο ένα χέρι και τη βαλίτσα στο άλλο διέσχισε προσεκτικά τον κήπο κι έφτασε ως το δέντρο. Του ‘χυσε δυο γουλιές να πιει - εδώ και χρόνια μοιραζόταν τα πάντα μαζί του. Ήταν ο «Ασπρομάτης» της, η αμυγδαλιά που ‘χε φυτέψει ο παππούς της τη μέρα που γεννήθηκε. Όταν άνθιζε, στα μέσα του Γενάρη, ήταν λες και την κοίταζε με χίλια άσπρα μάτια.
Σ’ ολόκληρη τη ζωή της μονάχα εκείνο το δέντρο την είχε κοιτάξει τρυφερά. Τα βλέμματα των ανθρώπων, όταν δεν στρέφονταν αλλού από φόβο μην τα λερώσει η θέα ενός άντρα με φουστάνια και κολιέδες, είχαν μόνο οίκτο και σκοτάδι. Ακόμα κι η μάνα της, που το πονούσε το παιδί της, χάπια την πότιζε για χρόνια μπας και συνέλθει και γίνει κάποια στιγμή γιος κανονικός. Δεν της το χρέωνε, έτσι την είχαν συμβουλέψει οι ειδικοί, «φάρμακα, βαριά φάρμακα», γιατί ήταν βαριά αρρώστια να σ’ έχει βαφτίσει ο παπάς Δημήτρη και να θες να σε φωνάζουν Δήμητρα.
Στήριξε τη μέση της στον κορμό του δέντρου κι οι τελευταίες γουλιές απ’ τον καφέ κατρακύλησαν μέσα στον φάρυγγα και ζέσταναν τον οισοφάγο της. Έκλεισε τα μάτια. Δεν είχε ονειρευτεί ποτέ της τίποτα. Μόνο να πεθάνει μιαν άνοιξη. Να την πάρει ο αέρας κάποιο Μάρτη, μαζί με τα τελευταία λουλούδια του Ασπρομάτη της. «Όσοι δεν μπορούν να κάνουν όνειρα για τη ζωή, κάνουν όνειρα για τον θάνατο», έλεγε.
Είχε καταλάβει από νωρίς πως όποιος δεν χωράει σε λέξεις καθαρές, είναι για πάντα βρώμικος, για πάντα στην απέξω. Κι αν σου ‘λαχε να γεννηθείς σε κάνα κωλοχώρι στην άκρη του πουθενά, εκεί όπου κυβερνά το «τι θα πει ο κόσμος», τότε την πάτησες για τα καλά. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να ξεγλιστράς και να κάνεις τα δικά σου, θέλουν να μπορούν να καταλάβουν τι είσαι. Να σε παγιδεύουν σε λέξεις. Ελεύθερος ή παντρεμένος. Δικός τους ή ξένος. Άντρας ή γυναίκα.
Το ‘ξερε καλά από κείνη τη φορά που τη σκότωσε στο ξύλο ο πατέρας της, όταν την έπιασε να κοιτιέται στον καθρέφτη φορώντας το φουστάνι και τα σκουλαρίκια της μάνας της. Της άφησε έναν πόνο στα πλευρά για κάθε που θ’ άλλαζε ο καιρός και το ένα αυτί σκισμένο στα δύο. Το ματωμένο σκουλαρίκι με το γαλάζιο πετράδι, προίκα απ’ τη γιαγιά Σμαρώ τη Σμυρνιά, το ‘θαψε ο πατέρας της στο χώμα, πλάι στην αμυγδαλιά. «Πού να βρίσκεται», σκέφτηκε και χάιδεψε με τα δάχτυλα το χώμα. Κοίταξε τα νύχια της, κόκκινα και μακριά, τα σκέφτηκε να ξεχνιούνται και να μεγαλώνουν για λίγο ακόμη μετά το φευγιό της. Τα νύχια της και τα μαλλιά της. Κάπου το ‘χε διαβάσει.
Σκέφτηκε τη ζωή να κυλάει κι εκείνη να ‘χει γίνει λίπασμα για την αμυγδαλιά της. Τι ωραίο πράγμα να χαρίζεις ό,τι σου χαρίστηκε σ’ εκείνον που σου στάθηκε πιο πολύ απ’ τον καθένα. Έστω κι αν αυτός ήταν ένα δέντρο. Χαμογέλασε. Σκέφτηκε το μέλλον, αδειανό από κείνη, τις νέες εποχές που θα ‘ρχονταν και θα ‘χαν ένα μέρος για κάθε άνθρωπο, με φίλους αληθινούς ανθρώπους, όχι μόνο δέντρα.
Χάιδεψε τον κορμό του δέντρου. «Α ρε Ασπρομάτη, τι τυχερός που είσαι. Στον κόσμο των ανθρώπων δεν επιτρέπεται ν’ ανθίζουν όλοι». Ξάπλωσε. Για μαξιλάρι έβαλε τη βαλίτσα. Κοίταξε τα κλαδιά, τα τελευταία λουλούδια ετοιμάζονταν να σκορπίσουν. «Είναι η ώρα», σκέφτηκε. Κι άρχισε να θυμάται. Τη μυρωδιά της μάνας της. Το κατεβασμένο κεφάλι του πατέρα της. Τ’ αδέρφια της, φευγάτα εδώ και χρόνια. Τ’ αγόρια που αγάπησε, τ’ αγόρια που δεν την αγάπησαν. Τους συγχώρεσε όλους.
Την βρήκαν μέρες μετά. Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα και στολισμένα με τα τελευταία λουλούδια της αμυγδαλιάς της. Μες στη βαλίτσα βρέθηκαν τα ρούχα της κι ένα σημείωμα: «ΓΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ». Όταν τη σήκωσαν, ένα γαλάζιο πετράδι φάνηκε στο χώμα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: