Είναι καλό να ρέει η μετάφραση;
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ

________

Επιμέλεια αφιερώματος:
 
Vicente Fernández González
(Συντ. καθηγητής Μετάφρασης & Διερμηνείας, Πανεπιστήμιο Μάλαγας-Ισπανία, μεταφραστής)

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
(Καθηγητής Εφαρμοσμένης Μεταφρασεολογίας ΑΠΘ, μεταφραστής)


Οι επιμελητές του αφιερώματος (Μάλαγα, Άνοιξη 2025)



Απευθύναμε το ερωτηματολόγιό μας σχετικά με τις επαγγελματικές πρακτικές στον χώρο της λογοτεχνικής μετάφρασης στην Ελλάδα σε σαράντα δύο (42) μεταφραστές και μεταφράστριες στις αρχές του 2024, έχοντας κατά νου τρία κριτήρια κατά την επιλογή των προαναφερθέντων ατόμων: α) να έχουν ένα σχετικά ευρύ και αναγνωρισμένο μεταφραστικό έργο στο ενεργητικό τους, β) να ανήκουν σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες (σχεδόν 50 έτη χωρίζουν το νεαρότερο άτομο της έρευνας από το γηραιότερο, και αντίστροφα) και γ) να εκπροσωπούν όσο το δυνατότερο περισσότερες γλώσσες (20 στο σύνολο, αν δεν έχουμε χάσει το μέτρημα). Τελικά, μέχρι τα μέσα του 2024 που ολοκληρώθηκε η λήψη των απαντήσεων, είχαμε στην κατοχή μας σαράντα (40) συμπληρωμένα ερωτηματολόγια, ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο που μας τιμά τόσο για την εμπιστοσύνη των συναδέλφων στα πρόσωπά μας όσο και για τον πολύτιμο χρόνο που αφιέρωσαν στη σύνταξη των απαντήσεων τους στα εφτά ερωτήματα που τους θέσαμε (συν ένα σύντομο βιογραφικό για την περίσταση καθώς και το προσωπικό top-5 των βιβλίων που είχε μεταφράσει μέχρι εκείνη την περίοδο έκαστος/εκάστη). Μας προέκυψε, λοιπόν, στρογγυλός αριθμός, παρότι δεν το επιδιώξαμε. Σε κάθε περίπτωση, ποτέ ένα αφιέρωμα στη λογοτεχνική μετάφραση και τους ανθρώπους της στη χώρα μας δεν είχε τύχει τέτοιας ανταπόκρισης. Σαράντα άτομα, είκοσι επτά γυναίκες μεταφράστριες και δεκατρείς άνδρες μεταφραστές. Αυτή δεν είναι μια μελέτη με αδιάσειστα στοιχεία ούτε μια αντιπροσωπευτική έρευνα, είναι ένα ταπεινό αφιέρωμα σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό· αλλά, αν κοιτάξουμε τις καριέρες αυτών των ανθρώπων και τις περίπου διακόσιες μεταφράσεις που οι ίδιοι επέλεξαν –και οι οποίες αποτελούν εξέχον μέρος τού σχεδόν 30% που αντιπροσωπεύει η μετάφραση λογοτεχνικών έργων από ξένες γλώσσες στην ελληνική εκδοτική παραγωγή τα τελευταία χρόνια– οι απαντήσεις τους σε αυτό το είδος συλλογικής συνέντευξης φρονούμε ότι έχουν ιδιαίτερη σημασία και αξία.

Όπως προαναφέραμε, οι ερωτήσεις ήταν επτά (7):

1. Είναι η λογοτεχνική μετάφραση το κύριο επάγγελμα σας; Αν όχι, με ποιες άλλες δραστηριότητες το συνδυάζετε;
2. Ποια είναι η σχέση σας με τους εκδότες όσον αφορά συχνότητα αναθέσεων, συμβόλαια, προθεσμίες, αμοιβές, δικαιώματα; Σε ποιο ποσοστό μεταφράζετε βιβλία που έχετε προτείνει εσείς στον εκδοτικό οίκο;
3. Έχετε κάποια συγκεκριμένη μέθοδο/ρουτίνα εργασίας; Σε περίπτωση που μεταφράζετε το έργο κάποιου/κάποιας εν ζωή συγγραφέως, συνηθίζετε να ζητάτε τη συνδρομή του/της και πώς;
4. Έχετε μεταφράσει ποτέ συλλογικά; Ποια είναι η γνώμη σας για τη συνεργατική λογοτεχνική μετάφραση;
5. Πώς/Πότε ξέρετε ότι έχετε κάνει μια καλή μετάφραση;
6. Ποιο ήταν το έργο που, μέχρι σήμερα, απετέλεσε τη μεγαλύτερη μεταφραστική πρόκληση για εσάς; Γιατί;
7. Διαβάζετε/Φυλάτε τις κριτικές που έχουν γραφτεί για τις μεταφράσεις σας; Θεωρείτε ότι υπάρχει κριτική μεταφράσεων στην Ελλάδα;

Επτά ερωτήσεις που αναφέρονται σε διάφορες πτυχές της λογοτεχνικής μεταφραστικής πρακτικής στην Ελλάδα σήμερα: πτυχές που σχετίζονται με την εξέταση της λογοτεχνικής μετάφρασης ως επαγγελματικής δραστηριότητας, πτυχές που σχετίζονται με την εξέταση της μετάφρασης ως λογοτεχνικής δραστηριότητας και πτυχές που σχετίζονται με τη μέθοδο και τη διαδικασία του μεταφράζειν. Η παρουσίαση των απαντήσεων, για την καλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία από το αναγνωστικό κοινό, έχει οργανωθεί με δύο τρόπους: αφενός, προσφέρονται, ατομικά οι πλήρεις απαντήσεις κάθε μεταφραστή/μεταφράστριας στις επτά ερωτήσεις (μαζί με τα ιδιόγραφα σύντομα βιογραφικά σημειώματα, τις φωτογραφίες, που απέστειλαν οι τεσσαράκοντα, και τις επιλεγμένες από τους ίδιους / τις ίδιες μεταφράσεις), και, αφετέρου, προσφέρονται οι σαράντα απαντήσεις σε καθεμία από τις επτά ερωτήσεις ομαδοποιημένες κάτω από τις ακόλουθες επικεφαλίδες: «1. Λόγος περί επαγγέλματος» / «2. Λόγος περί εκδοτών» / «3. Λόγος περί μεθόδου» / «4. Τρόπος συλλογικός» / «5. Η «καλή» μετάφραση» / «6. Λόγος περί προκλήσεως» / «7. Η κρίση της κριτικής». Το αφιέρωμα μπορεί να διαβαστεί και με τους δύο τρόπους, άνετα, ευχάριστα και με εύκολη πρόσβαση στην πληροφορία. Αυτό το εισαγωγικό σημείωμα θα μπορούσε να ολοκληρωθεί εδώ με τις ευχαριστίες μας στα σαράντα άτομα που απάντησαν γενναιόδωρα στο ερωτηματολόγιο, καθώς και στον Χάρτη που μας φιλοξενεί. Ωστόσο, τολμούμε να κάνουμε ακολούθως ορισμένα σχόλια/επισημάνσεις, με διαφωτιστικό χαρακτήρα, ορμώμενοι από το πολυεπίπεδο και, κατά τη γνώμη μας, πολύτιμο υλικό που μας προσφέρουν οι απαντήσεις. Οι ακόλουθες γραμμές τροφοδοτούνται από αποσπάσματα, εντός εισαγωγικών, των εν λόγω απαντήσεων.

Αν και, σύμφωνα με τα λόγια μιας από τις ερωτηθείσες, «κάθε πνευματική δραστηριότητα θεωρείται, από την Πολιτεία και τους ιδιώτες, ως πάρεργο», η λογοτεχνική μετάφραση για τον εκδοτικό χώρο είναι το κύριο επάγγελμα –και μέσο βιοπορισμού– του ενός τρίτου των ερωτηθέντων και αποτελεί επαγγελματική δραστηριότητα –σε συνδυασμό με άλλες, όπως η τεχνική μετάφραση, η διερμηνεία, η διδασκαλία γλωσσών, η πανεπιστημιακή καριέρα, η επιμέλεια κειμένων, η λογοτεχνική δημιουργία, το θέατρο, η μουσική…– που καταλαμβάνει σημαντικό χώρο στον επαγγελματικό βίο των υπολοίπων. Ένα σημάδι επαγγελματισμού είναι η μέριμνα για τη σχολαστική τήρηση των προθεσμιών παράδοσης που έχουν συμφωνηθεί με τους εκδότες, προθεσμίες που συχνά μοιάζουν ασφυκτικές, σε σημείο που να οδηγούν τον μεταφραστή / τη μεταφράστρια στη μη αποδοχή μιας πρότασης, με την άβολη συνθήκη που αυτό μπορεί να συνεπάγεται, καθώς ο βιοπορισμός από τη λογοτεχνική μετάφραση απαιτεί συνεχή ροή παραγγελιών.

Οι σχέσεις μεταξύ εκδοτών και ατόμων που μεταφράζουν στην Ελλάδα τείνουν να είναι καλές, ή ακόμα και πολύ καλές, βασισμένες στην εμπιστοσύνη, και αρκετοί τίτλοι που προτείνονται από μεταφραστές/μεταφράστριες γίνονται δεκτοί από τους εκδοτικούς οίκους. Ωστόσο, ένας μεταφραστής επισημαίνει: «υπάρχει πάντα το ζήτημα των αμοιβών, για τις τόσες ώρες εργασίας είναι ένα κακοπληρωμένο επάγγελμα, και των πνευματικών δικαιωμάτων του μεταφραστή», και μια άλλη φοβάται «πως η συζήτηση γύρω από τις προτιμήσεις των μεταφραστών, την αναγνωρισιμότητά τους, την καταλυτική συμβολή τους σε μια έκδοση […] κερδίζουν έδαφος όσο ψαλιδίζεται η επαγγελματική τους υπόσταση· ένα προπέτασμα καπνού την ώρα που οι όροι εργασίας χειροτερεύουν». Οι συμβάσεις έχουν γίνει καθεστώς, παρότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι όροι τους δεν κάνουν μνεία –παρά το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο– στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των επαγγελματιών της μετάφρασης, και όταν το κάνουν, στην πράξη δεν εφαρμόζονται, εξαιτίας, μεταξύ άλλων παραμέτρων, των ιδιαίτερα χαμηλών ποσοστών που προβλέπονται. Στις απαντήσεις μπορείτε να διαβάσετε πολύ παραστατικές τοποθετήσεις σχετικά με αυτό το ζήτημα: «Με το θέμα των δικαιωμάτων δεν νομίζω ότι έχει ποτέ κανείς μας επαφή», «δικαιώματα δεν υπάρχουν, δεν έχω λάβει ποτέ χρήματα από τις πωλήσεις των βιβλίων που έχω μεταφράσει», «τα πνευματικά δικαιώματα του μεταφραστή στην πράξη είναι μάλλον κάτι άγνωστο και εξωτικό στην Ελλάδα. Πράγμα λογικό και κατανοητό, αφού τα τιράζ της ελληνικής αγοράς είναι πολύ μικρά για τη συντριπτική πλειονότητα των λογοτεχνικών βιβλίων. Και γίνονται όλο και πιο μικρά…». Ενώ υπάρχουν και εκείνοι που θεωρούν ότι «είναι επιτακτική ανάγκη η ύπαρξη ενός συλλογικού προτύπου που θα ορίζει έναν κοινό άξονα για τη διαχείριση των δικαιωμάτων του μεταφραστή, καθιστώντας τον συμμέτοχο της επιτυχίας ενός μεταφρασμένου λογοτεχνικού έργου». Αλλά οι αμοιβές και τα δικαιώματα δεν είναι το μόνο που παρουσιάζει ενδιαφέρον αναφορικά με τις συμβάσεις και τα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Μια μεταφράστρια επισημαίνει: «αυτό που ήταν για μένα επίσης πάρα πολύ σημαντικό, και φρόντισα να αναφέρεται στα συμβόλαιά μου, ήταν η έγκριση από μεριάς μου των διορθώσεων της επιμέλειας, γεγονός που μου έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίσω ορισμένες σημαντικές επιμελήτριες που με τη δουλειά τους πραγματικά βελτίωναν το τελικό αποτέλεσμα», και ένας μεταφραστής λέει το ίδιο με άλλα λόγια: «εφόσον μια μετάφραση φέρει την υπογραφή μου, κρίνω εύλογο να δίνω ο ίδιος το “τυπωθήτω”, εγκρίνοντας ασφαλώς αρκετές από τις παρατηρήσεις του επιμελητή/διορθωτή».

Οι λέξεις διαβάζω, ανάγνωση είναι εκείνες που επαναλαμβάνονται περισσότερο όταν γίνεται λόγος περί μεθόδου εργασίας, μολονότι δεν διαβάζουν όλοι οι μεταφραστές και όλες οι μεταφράστριες το πρωτότυπο πριν αρχίσουν τη μεταφραστική διαδικασία: «τα βιβλία που μεταφράζω δεν τα διαβάζω προηγουμένως γιατί θέλω να διατηρώ ζωντανό το ενδιαφέρον για την επόμενη σελίδα». Άλλη μια λέξη που επαναλαμβάνεται συχνά είναι η λέξη ύφος: «με απασχολεί πρώτα το ύφος, το να συλλάβω τη φωνή και το ρυθμό του κειμένου». Η μετάφραση λογοτεχνικών έργων είναι, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, μια πάρα πολύ απαιτητική ενασχόληση: «Η μέθοδος εργασίας μου είναι ολοκληρωτική αφοσίωση στη μετάφραση με το ξεκίνημά της. Πλήρης απουσία “ελεύθερου χρόνου”. Κάθε μετάφραση αποτελεί και μια κατά κάποιο τρόπο ασκητική περίοδο». Οι άνθρωποι στους οποίους απευθύνονται τα άτομα που μεταφράζουν (προκειμένου να ζητήσουν διευκρινήσεις / να λύσουν απορίες / να αναζητήσουν πληροφορίες) ποικίλουν, αλλά αναμφίβολα, η αποστολή ερωτήσεων στον/στην συγγραφέα τού προς μετάφραση έργου είναι μια πολύ συχνή πρακτική με ευτυχή κατάληξη: «συνηθίζω να στέλνω τις ερωτήσεις μου στους εν ζωή συγγραφείς και ομολογώ ότι οι απαντήσεις τους είναι διαφωτιστικές και με έχουν σώσει από λάθη και παραβλέψεις»· παρότι αυτό δεν συμβαίνει πάντα: «έχει τύχει να ζητήσω διευκρινίσεις από συγγραφείς, στις περισσότερες περιπτώσεις έχω πάρει ευγενικές απαντήσεις, όχι όμως πάντα κατατοπιστικές». Και κάτι ακόμα, η διαδικασία της μετάφρασης απαιτεί συχνά πολλή έρευνα: «Στην περίπτωση, λοιπόν, της κλασικής λογοτεχνίας, η έλλειψη αναπληρώνεται από τις κριτικές μελέτες, τα ιστορικά λεξικά, τις βιογραφικές πληροφορίες, τις σημειώσεις των ίδιων των συγγραφέων και φυσικά το σύνολο του έργου τους: Όλα αυτά με βοηθούν να εγκαθιδρύσω μια ιδεατή “επικοινωνία” με τον δημιουργό».

Σχεδόν οι μισοί από τους ανθρώπους που συμμετείχαν στην έρευνα έχουν θετικές ή πολύ θετικές εμπειρίες από συλλογικές πρακτικές μετάφρασης, οι οποίες σε κάθε περίπτωση φαίνεται να παίζουν εξέχοντα ρόλο στην εκπαίδευση των μεταφραστών/μεταφραστριών. Πολύ ενδιαφέρουσα από αυτή την άποψη είναι η μαρτυρία που συλλέχθηκε σε μία από τις απαντήσεις: «ως μαθήτρια στη λογοτεχνική μετάφραση, έμαθα να φτιάχνω ένα εσωτερικό πολυφωνικό μεταφραστικό εργαστήριο για να προσεγγίσω κάθε κείμενο που μετέφραζα, να αμφισβητώ και να πολλαπλασιάζω τις λύσεις μου, να γίνομαι επιμελήτρια και κριτής του δικού μου κειμένου κ.ο.κ.». Υπάρχουν και τα άτομα που δεν έχουν ασκηθεί στη συλλογική μετάφραση ούτε νιώθουν την παρόρμηση να το κάνουν επειδή τη βρίσκουν ξένη προς τον τρόπο με τον οποίο κατανοούν και ασκούν τη μεταφραστική πράξη, αλλά υπάρχουν και θετικές αντιδράσεις από ανθρώπους που, χωρίς να έχουν την εμπειρία, θεωρούν ότι θα μπορούσε να είναι πολύ ενδιαφέρουσα, ακόμη και πολύ επιθυμητή. Ένας από τους μεταφραστές μας, με επαγγελματικό αισθητήριο, συνοψίζει τις λογοτεχνικές αρετές της συλλογικής/συνεργατικής μετάφρασης και εφιστά την προσοχή σε μια καθοριστική εξωλογοτεχνική πτυχή: «σε γενικές γραμμές πιστεύω πως η συλλογική μετάφραση είναι ποιοτικά πάντα καλύτερη: οι μεταφραστικές ικανότητες και οι προσπάθειες των μελών της ομάδας αθροίζονται (και αναπτύσσονται έτι περαιτέρω), το τελικό προϊόν είναι πιο ισορροπημένο, η όποια «κρυφή» συγγραφική μανία/διαστροφή του ατομικού μεταφραστή τιθασεύεται, το πνεύμα και το γράμμα του συγγραφέα υπηρετούνται εντιμότερα, η μετάφραση είναι διαφανέστερη (ως προς το πρωτότυπο) και εναργέστερη στη γλώσσα προορισμού. Ωραία όλα αυτά, καλά και άγια, όμως η αμοιβή επιμερίζεται σε πολλά άτομα! Συμπέρασμα: η συλλογική μετάφραση με περισσότερα από δύο άτομα δύσκολα μπορεί να αποκτήσει σταθερά μια θέση στην πιάτσα. Ειδικά όταν έχει να αντιμετωπίσει τις γλίσχρες αμοιβές που τείνουν να γίνουν ο κανόνας στην εκδοτική αγορά της χώρας μας».

Πότε ξέρετε ότι έχετε κάνει μια καλή μετάφραση; Ποτέ, δηλώνει εμφατικά ένα σημαντικό ποσοστό των 40 ατόμων που έστειλαν τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιό μας: «δεν το ξέρω ποτέ». Ορισμένες φορές ακούνε τον έπαινο από κάποιον τρίτο: «Tο μαθαίνω από τους διορθωτές ή τον υπεύθυνο παραγωγής και, αφότου το βιβλίο εκδοθεί, από τους αναγνώστες ή τους κριτικούς.», ή απλώς όταν «το δοκίμιο που παραλαμβάνω από τον επιμελητή έχει ελάχιστες διορθώσεις»· κάποιες άλλες φορές είναι απλώς μια (δι)αίσθηση: «το νιώθω», «το διαισθάνομαι», «όταν την ευχαριστιέμαι διαβάζοντάς τη δυνατά». Αλλά, «τι είναι μια καλή μετάφραση;», αναρωτιέται μια από τις μεταφράστριές μας και προσθέτει: «Θα ήταν σκόπιμο, λοιπόν, να θέσουμε το ζήτημα αντίστροφα, λέγοντας ότι η αληθινή πρόκληση είναι να αποφευχθεί μια κακή μετάφραση». «Tι είναι μια καλή μετάφραση» είναι ένα ζήτημα που παραπέμπει στον τίτλο του αφιερώματός μας· ε λοιπόν, για το εν λόγω ζήτημα η ομάδα των τεσσαράκοντα έχει ποικίλες απαντήσεις. Ιδού μία από αυτές: «στον άξονα πιστή μετάφραση – καλή μετάφραση, τοποθετούμαι ασυζητητί υπέρ της καλής (της όμορφης άπιστης, όπως λένε στα γαλλικά), αυτής που ρέει στα ελληνικά σαν καλό κείμενο ελληνικής λογοτεχνίας και δεν υποχρεώνει τον αναγνώστη να σταματά κάθε τόσο και να ξαναδιαβάζει ένα απόσπασμα για να καταλάβει τι εννοεί ο συγγραφέας». Ένας άλλος μεταφραστής το εκφράζει ως ακολούθως: «όταν αυτό που διαβάζω ρέει στα Ελληνικά και δεν νιώθω ότι διαβάζω ένα κείμενο με δυσλειτουργικά σημεία», και κάποιος άλλος εκφράζεται με παρόμοιους όρους: «όταν διαβάζω τη μετάφραση αφού την τελειώσω και βλέπω πόσο ρέει ο λόγος». Μια ξεκάθαρη άποψη, αρκετά ευρέως αποδεκτή, η οποία όμως βρίσκει αντίλογο σε μια απάντηση σε κάποια άλλη από τις ερωτήσεις μας: «απαντώντας στο κεντρικό ερώτημα, κατά πόσο θα πρέπει να “ρέει” η μετάφραση, θα έλεγα ότι πρέπει να ρέει ακριβώς στον βαθμό που το θέλησε αντίστοιχα ο συγγραφέας. Η αίσθηση που γεννά το μετάφρασμα, η δυσφορία, η άνεση, η αποστασιοποίηση, η ταύτιση, θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην αντίστοιχη του πρωτότυπου». Την ως άνω άποψη τη συμμερίζονται αρκετοί/ές επαγγελματίες· ένας άλλος μεταφραστής το θέτει ως εξής: «η μετάφραση πρέπει να ρέει ή να σκοντάφτει ακριβώς όσο και το πρωτότυπο», κι κάποια άλλη εξηγεί: «είναι καλή η μετάφραση μου όταν, επεκτείνοντας τα όρια της γλώσσας-στόχου, δεν κατέφυγα σε μεταφραστικές ευκολίες, δεν “ισοπέδωσα” ούτε “λείανα” τις λεκτικές ή πολιτιστικές διαφορές που αναμφίβολα υπάρχουν ανάμεσα στα δύο έργα – κάτι που θεωρώ μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του μεταφραστικού εγχειρήματος».

Οι απαντήσεις στο ερώτημα περί των μεταφραστικών προκλήσεων αποτελούν ένα εντατικό μάθημα λογοτεχνίας και λογοτεχνικής μετάφρασης, ένα μάθημα που το συνιστούμε ανεπιφύλακτα και γι’ αυτό δεν θα προβούμε σε κανενός είδους σπόιλερ. Εστιάζουμε, ωστόσο, σε μία από τις απαντήσεις, πολύ διαφορετική από τις υπόλοιπες, η οποία δείχνει τον δυναμισμό και την ένταση της επαγγελματικής πρακτικής της λογοτεχνικής μετάφρασης.: «Αυτό αλλάζει [σ.σ. η μεταφραστική πρόκληση]. Και είναι πάντα το βιβλίο που μεταφράζω τώρα. Γιατί μόνο όταν το αναγορεύω μέσα μου ως το καλύτερο, το σπουδαιότερο, το ανώτερο απ’ όλα, μπορώ να του τα δώσω όλα».

Σχεδόν όλοι/ες οι συνάδελφοί μας διαβάζουν τις κριτικές των βιβλίων που μεταφράζουν και έχουν δημοσιευτεί σε κάποιο μέσο ενημέρωσης. Υπάρχουν εκείνοι/ες που τις κρατούν, υπάρχουν και εκείνοι/ες που δεν το κάνουν. Γενικά, ωστόσο, λέει ένας από τους μεταφραστές μας, «συναντώ κριτικές που εστιάζουν κυρίως στην περιγραφή και ανάλυση του περιεχομένου του εκάστοτε βιβλίου και ελάχιστα στην ίδια τη μετάφραση». Αυτή, εκπεφρασμένη με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τείνει να είναι η γνώμη της πλειονότητας. Κάποιος άλλος μεταφραστής εκφράζει την ίδια άποψη ως εξής: «Η κριτική μεταφράσεων είναι σπάνια έως ανύπαρκτη»· ενώ κάποιος άλλος δίνει στο ζήτημα μια άλλη διάσταση: «Η κριτική, θετική ή αρνητική, στη μετάφραση ενός λογοτεχνικού βιβλίου καμία σχεδόν σημασία δεν έχει για το αναγνωστικό κοινό, ενώ μικρή είναι και η σημασία της ακόμα για τους “εντός των τειχών”». Τα συμπεράσματα που συνάγονται από τις εν λόγω απαντήσεις είναι πολλά και χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Το ερωτηματολόγιο μας προσέφερε έναν θησαυρό απαντήσεων, αλλά αυτό που μας χαροποιεί περισσότερο είναι τα ρητά ή έμμεσα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτές τις απαντήσεις, ερωτήματα που, φυσικά και μοιραία, θα συνεχίσουν να μας απασχολούν.

Βιθέντε Φερνάντεθ Γκονθάλεθ

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Μάιος του 2025