Ο τοίχος / Στο ασανσέρ

Στο ασανσέρ

Όλα ξεκίνησαν μέσα σε ένα ασανσέρ. Εκείνη είχε πατήσει το πέντε κι Εκείνος το επτά. Εκείνη κρατούσε μία σακούλα με τάπερ, Εκείνος ένα τρίχρονο αγοράκι, κι αυτά ήταν όλα όσα ήξεραν ο ένας για τον άλλον. Η συνάντηση λάμβανε χώρα μόνο τις Παρασκευές και μόνο στις οκτώ και τριάντα το πρωί. Εκείνη φορούσε σχεδόν πάντα φόρμες ασορτί, με ζακέτα στο ίδιο χρώμα με το παντελόνι, κι Εκείνος γκρι ή μαύρο κοστούμι. Εκείνη πάντα κοιτούσε τα παπούτσια της κι Εκείνος πάντα τους ορόφους που αλλάζανε.

Η πρώτη φορά ήταν αμήχανη, όπως όλες οι πρώτες φορές. Κανείς δεν ανέπνεε, δεν ανοιγόκλεισε τα μάτια του και, φυσικά, κανείς δε μίλησε. Η αμηχανία αυτή επικράτησε και στις επόμενες συναντήσεις που γινόντουσαν πάντα παρουσία τάπερ αλλά όχι πάντα παρουσία τρίχρονου. Τα σώματά τους στέκονταν δίπλα δίπλα, σε πλήρη ευθυγράμμιση και ανφάς στην είσοδο-έξοδο του ασανσέρ, διατηρώντας απόσταση μίας παλάμης, καθόλου ικανής να αποτρέψει κάποιο ενδεχόμενο άγγιγμα από μία ανεπιθύμητη ταλάντευση. Οι εβδομάδες περνούσαν χωρίς να συμβαίνει τίποτα συγκλονιστικό. Καμία διακοπή ρεύματος και κανένα παραπάτημα δε στάθηκε αφορμή για ένα χαμόγελο ή μία καλημέρα.

Εντελώς αντιστικτικά λειτουργούσε το περιβάλλον γύρω τους. Στην αρχή ήταν το γάβγισμα από τον πρώτο που ξεκινούσε πάντα αιφνίδια και μαινόταν –ασανσέρ λόγου– μανιώδες, ύστερα η τσιγαροπληγείσα φωνή –στον έκτο πάγκο, Θανάση, μετά την τρελή με τα βιολογικά έχει τις καλύτερες πιπεριές– και τέλος το ζευγαράκι του δευτέρου, που τα μουρμουρητά και τα ανεπιτυχώς αθόρυβα φιλιά τους δεν άφηναν αμφιβολία ότι πρόκειται για δύο νόμιμους ενοίκους μίας παράνομης συγκατοίκησης. Το αποκορύφωμα της ενδοπολυκατοικιακής ζωής ήταν η ενοχλητική μυρωδιά κουνουπιδιού, που κάποιος ή κάποια αγαπούσε πολύ να βράζει τις Παρασκευές και που συνοδευόταν απαρεγκλίτως από τις πύρινες αψιμαχίες μεταξύ των γιαγιάδων του τρίτου για το αιρκοντίσιον της μιας που έσταζε στο μπαλκόνι της άλλης και που όχι Κούλα μου δεν στάζει το δικό μου στο μπαλκόνι σου, το δικό σου στάζει κι έχει μαράνει τις βιγόνιες μου. Αν και όλα αυτά εμπλούτιζαν την κοινή τους εμπειρία, Εκείνος κι Εκείνη παρέμεναν δύο άγνωστοι σε ένα ασανσέρ κάπου στο Παγκράτι.

Μία Παρασκευή, όμως, η σακούλα Εκείνης, σαν να μην άντεχε άλλο αυτόν τον παράλογο όρκο σιωπής, σκίστηκε. Τα άδεια τάπερ σκόρπισαν παντού φωνάζοντας για μία ευκαιρία. Το τρίχρονο που παρακολουθούσε το συμβάν, κοιτούσε πότε Εκείνη και πότε Εκείνον, περιμένοντας κάποιος να του εξηγήσει πώς παίζεται το παιχνίδι «πετάω ό,τι έχω στο πάτωμα του ασανσέρ». Εκείνη κοιτούσε τα τάπερ που έπεσαν κι Εκείνος κοιτούσε Εκείνη που κοιτούσε τα τάπερ που έπεσαν. Ήθελε να σκύψει να τη βοηθήσει και να της πει πως δεν πειράζει και πως αν ήθελε θα μπορούσε να έρθει μαζί του στο επτά να της δώσει μία καινούρια σακούλα και μετά να κατέβει στο πέντε. Τελικά, Εκείνος δεν έκανε αυτό που ήθελε κι Εκείνη κατακόκκινη από την ντροπή της και με μια αγκαλιά πολύχρωμα πλαστικά φαγητοδοχεία που είχε καταφέρει να σφηνώσει κάτω από το πηγούνι της, βγήκε από το ασανσέρ – τη στιγμή που η Μαρινέλλα έψαχνε πέτρα για να μπει κι Εκείνη φρεάτιο να ανοίξει να την καταπιεί γιατί αυτά κάνει η τυχαία αναπαραγωγή της μοντέρνας τεχνολογίας.

Η αρχή είχε γίνει. Κάποιος από τους δύο, δεν έχει σημασία ποιος, γελοιοποιήθηκε, εκτέθηκε στα μάτια του άλλου. Αυτό δύο πράγματα μπορούσε να σημαίνει: είτε ότι το αντικείμενο της γελοιοποίησης θα συνεχίσει να γελοιοποιείται από επιλογή δική του ή του σύμπαντος μέχρι να μιλήσει, είτε ότι ο παρατηρητής αυτής της γελοιοποίησης θα πρέπει να αναλάβει δράση. Η επόμενη συνάντηση μετά το περιστατικό απαιτούσε μία εσωτερική εγρήγορση. Ότι υπήρχε ενδιαφέρον ήτανε σίγουρο, αφού κάθε φορά που ο ένας από τους δύο έφτανε πρώτος, περίμενε την άφιξη του άλλου· επιπλέον, Εκείνη είχε πάψει από καιρό να κοιτάζει τα παπούτσια της και με την άκρη του ματιού της γλιστρούσε το βλέμμα της κάθε φορά όλο και πιο ψηλά πάνω του, ενώ ταυτόχρονα κρυφοδάγκωνε τα χείλη της, αλλά κι Εκείνος έπιανε διαρκώς το σβέρκο του, υποκρινόμενος κάποιο τράβηγμα που τον ανάγκαζε να στρέφει το κεφάλι του προς το μέρος της.

Συναντήθηκαν, όπως κάθε Παρασκευή, στο ισόγειο. Η Εκείνη, με τα τάπερ σε διπλή σακούλα, είχε φτάσει πρώτη παριστάνοντας πως μόλις ήρθε κι ο Εκείνος –άνευ τρίχρονου αυτήν τη φορά– έτρεχε γιατί είχε πάει ήδη οκτώ και τριάντα τρία. Μπήκανε στο ασανσέρ· ο Εκείνος είχε αποφασίσει επιτέλους να κάνει το πρώτο βήμα και να της μιλήσει, εκμηδενίζοντας τις πιθανότητες της Εκείνης για ένα τρίτο ντροπιαστικό συμβάν. Οι όροφοι περνούσαν, ο Εκείνος είχε αρχίσει να αγχώνεται, να ιδρώνει, να μην βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις, να αδυνατεί ακόμη και να κινήσει τον δήθεν πονεμένο αυχένα του προς την Εκείνη και τη στιγμή που ο τοίχος του τετάρτου έδινε τη θέση του στην πόρτα του πέμπτου κι όλα έδειχναν ότι κι αυτή η συνάντηση θα λήξει άδοξα, ο Εκείνος πάνω στον πανικό του είπε, πατάω το στοπ, και πάτησε το στοπ. Έτσι απλά. Η Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε.

Ήταν η κατάλληλη στιγμή να ζητήσει συγνώμη για τον χοντροκομμένο και παραβιαστικό τρόπο του, δεν το συνηθίζω αλλά δεν είχα άλλη επιλογή δηλαδή είχα αλλά διάλεξα αυτήν δεν ξέρω γιατί απλώς ήθελα να σε γνωρίσω κι αν δεν το έκανα τώρα θα έβγαινες πάλι στο πέντε μα γιατί βγαίνεις συνέχεια στο πέντε χωρίς να σου μιλήσω, κι η Εκείνη θα γελούσε γιατί ο Εκείνος θα τα έλεγε όλα αυτά με μία ανάσα, σαν παιδί που έχει ακούσει μαζεμένα όχι και ξεσπάει – είναι λίγο περίεργο όλο αυτό αλλά το κάνεις να μοιάζει αστείο οπότε όλα καλά, θα του έλεγε η Εκείνη χαμογελώντας. Ύστερα ο Εκείνος θα ρωτούσε το όνομά της κι η Εκείνη θα γινόταν επιτέλους η Μαρία. Αμέσως μετά η Μαρία θα τον ρωτούσε αν το τρίχρονο αγόρι ήταν δικό του παιδί κι αν πράγματι είναι τρίχρονο γιατί πάντα τα μπερδεύω αυτά. Τότε θα μάθαινε πως όχι δεν είναι δικό του παιδί αλλά της αδερφής του που μένει στο επτά και όχι δεν είναι τριών αλλά τεσσάρων. Μετά θα έλεγε από μόνος του το όνομα του, Κώστας, δηλαδή Κωστής, Κωστή με φωνάζουνε οι φίλοι μου. Η Μαρία θα χαιρόταν που ο Κωστής δεν είναι τελικά παντρεμένος όπως νόμιζε, οπότε θα μπορούσε να δεχτεί την πρόταση του για φαγητό την επόμενη μέρα. Έτσι, ο Κωστής θα είχε όλο το Σάββατο δικό του για να γνωρίσει τη Μαρία και η Μαρία για να γνωρίσει τον Κωστή. Και το Σάββατο αυτό θα ήταν το πιο υπέροχο που έχουνε περάσει τα τελευταία δέκα χρόνια, γιατί θα μιλούσαν σαν να γνωρίζονταν από πάντα και θα γελούσαν με την οικειότητα που έχουν δύο άνθρωποι που συναντιούνται κάθε βδομάδα. Ο Κωστής θα μάθαινε για τη Μαρία πως της αρέσουν οι φράουλες και τα ταξίδια, πίνει τζιν με λεμόνι και είμαι γραφίστρια, αυτή την περίοδο άνεργη, πράγμα για το οποίο ντρέπομαι πολύ αλλά όχι τόσο όσο ντρέπομαι για τα τάπερ που κάθε Παρασκευή πηγαίνω στη μάνα μου για ανεφοδιασμό. Ο Κωστής για να μετριάσει την ντροπή της θα της έλεγε πως είναι ασφαλιστής, από αυτούς που πρήζουν, λατρεύει τον σκέτο καφέ και τα κοστούμια, βοηθάει την αδερφή του με το παιδί γιατί το μεγαλώνει μόνη της κι όταν δεν πρέπει να είμαι και καλός γιος για τους γονείς μου, κάνω roadtrips στην Κεντρική Ευρώπη. Το τελευταίο θα ξετρέλαινε τη Μαρία και θα έδινε τροφή για ατελείωτες συζητήσεις. Θα έκαναν πρώτη φορά σεξ στο τρίτο ραντεβού, μην με περάσει για εύκολη αλλά ούτε και για πολύ δύσκολη – μην με περάσει για λιγούρι αλλά μην νομίζει ότι είμαι και κανένας φλώρος, κι από εκείνη τη μέρα θα ήταν αχώριστοι· ώσπου κάποια στιγμή ο Κωστής θα της έκανε πρόταση γάμου κι η Μαρία θα δεχόταν μόνο αν ο γάμος ήταν σαν πάρτι με λίγους και καλούς σε κάποιο άγνωστο ξωκλήσι στις Κυκλάδες. Και μετά από πολλά χρόνια, αφού θα είχανε τρία παιδιά και τέσσερα-πέντε εγγόνια, κι αφού θα είχανε αγοράσει το μίνι βαν των ονείρων τους και θα διέσχιζαν τη Βόρεια Ιταλία, θα αναπολούσαν τις συναντήσεις τους στο ασανσέρ όπου από την πρώτη στιγμή η Μαρία είχε προσέξει το τικ του Κωστή να πιάνει τον αυχένα του αλλά κι ο Κωστής τη συνήθεια της Μαρίας να δαγκώνει τα χείλη της. Ύστερα, η Μαρία θα του εξομολογούνταν ότι πριν σε δω στην πολυκατοικία στο Παγκράτι ήμουν κλειστοφοβική και ποτέ ξανά δεν είχα μπει σε ασανσέρ. Τότε ο Κωστής θα θυμόταν την πρώτη τους φορά, όταν της άνοιξε την πόρτα και της έκανε νόημα να περάσει κι η Μαρία τότε κοντοστεκόταν για ώρα αλλά αυτό δεν του είχε φανεί καθόλου περίεργο, όπως καθόλου περίεργη δεν του είχε φανεί κι η αντίδραση της, όταν τότε είχα πατήσει το στοπ σε μία ύστατη προσπάθεια να νικήσω την ατολμία μου και να σε γνωρίσω, αφού αντί να τρομάξεις, έβαλες τα γέλια με κάτι που είπα – τώρα πια δεν θυμάμαι τι.

Όλα αυτά θα μπορούσαν πράγματι να συμβούν αν δεν μιλούσαμε για απογόνους του Ανθρώπου. Ο Εκείνος, πάνω στον πανικό του είπε, πατάω το στοπ, και πάτησε το στοπ. Έτσι απλά. Η Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Δάγκωσε τα χείλη της. Ο Εκείνος την κοιτούσε σαστισμένος λες και δεν ήταν αυτός που πάτησε το στοπ αλλά κάποιος άλλος. Τώρα ήταν η Εκείνη που είχε αρχίσει να ιδρώνει, να αγχώνεται και να ανεβάζει παλμούς αφού οι κλειστοί χώροι δεν ήταν το φόρτε της. Ο χρόνος κυλούσε, η σιωπή είχε πλημμυρίσει τη στενή καμπίνα του ασανσέρ και την Εκείνη πλέον την είχε κυριεύσει ο πανικός. Ο Εκείνος, σαν να είχε μαλώσει με τις λέξεις, αποφάσισε μόνο να της χαμογελάσει, γλυκά, σαν να της έλεγε όλα καλά είναι, απλώς δεν το ‘χω και πολύ με τα λόγια, αλλά η Εκείνη στη θέα αυτού του χαμόγελου, έπεσε στα γόνατά της και άρχισε να κλαίει. Και έκλαιγε γιατί οι στενοί χώροι ήταν κάτι που φοβόταν από μικρή, από τότε που εκείνος ο θείος της μαμάς της την είχε στριμώξει μέσα στην καμπίνα ενός ιστιοπλοϊκού και μετά – και μετά δεν θυμάται τι είχε γίνει, μόνο ότι φοβόταν τους κλειστούς χώρους και τους ανθρώπους που χαμογελούσαν μέσα στους κλειστούς χώρους. Ο Εκείνος, που δεν είχε ιδέα ότι η πράξη του την είχε τρομοκρατήσει και σοκαρισμένος από το θέαμα, πάτησε το πέντε, δεν ήξερε τι να την κάνει, συγγνώμη, εγώ δεν ήθελα να, συγγνώμη εγώ δεν ήθελα να, επαναλάμβανε χωρίς να την κοιτάζει και μετά από αυτό το συμβάν δεν θα το προσπαθούσε ξανά γιατί έτσι κάνουν οι άνθρωποι, δεν το προσπαθούν περισσότερο σε αυτές τις περιπτώσεις.

Αυτό είναι που στ’ αλήθεια και στην πραγματικότητα και στην κανονική τους ζωή θα συνέβαινε αν ο Εκείνος πατούσε το στοπ. Αλλά ούτε καν αυτό δεν έγινε. Ο Εκείνος δεν πάτησε ποτέ το στοπ και η Εκείνη δεν χρειάστηκε ποτέ να θυμηθεί κάποιο καλά φυλαγμένο τραύμα της. Η Μαρία κι ο Κωστής παρέμειναν η Εκείνη με τα τάπερ κι ο Εκείνος με το τρίχρονο σε ένα ασανσέρ κάπου στο Παγκράτι.

Ο τοίχος / Στο ασανσέρ

Ο τοίχος


Εκείνη τη νύχτα, όσο κι αν προσπαθούσε, η αναπνοή της δεν βάθαινε. Είχε καιρό να την πιάσει αυτό το πράγμα. Παραμέρισε το πάπλωμα και με μία δρασκελιά, πήρε να γυροφέρνει από δωμάτιο σε δωμάτιο με τις φλέβες της, πύρινες λάβες, έτοιμες να εκραγούν. Μόνο όταν βούλιαξε στην κουνιστή πολυθρόνα -όπου βύζαξε το πρώτο της γάλα-, η ανάσα της μπόρεσε να σκάψει αρκετά, ώστε να γίνει και πάλι κανονική. Άναψε την τηλεόραση στη σίγαση. «Και οι τοίχοι έχουνε αυτιά», έλεγε η μάνα της και η φράση αυτή είχε γίνει η δική της αγία γραφή. Η οθόνη γέμισε πρόβατα, τα περισσότερα μωρά, που κάποιοι αποδερμάτιζαν. Όσο έβλεπε τις κραυγές τους, στην κουνιστή πολυθρόνα άρχισαν να φυτρώνουν λουλούδια και κάθε λογής χόρτα που, χωρίς να το σκεφτεί, άρχισε να καταπίνει αμάσητα. Λίγο πριν παραδοθούν τα βλέφαρα της εντελώς, άκουγε στα αυτιά της χιλιάδες γδαρμένα πρόβατα να βελάζουν σπαρακτικά. Εκείνη, λέει, βρισκόταν ανάμεσα τους χωρίς να βγάζει φωνή κι ας είχε σοκαριστεί από τις κόκκινες πέτσες που έβλεπε να κρέμονται παντού. Οι λέξεις μέσα της, όμως, αποφασιστικές, είχανε συσπειρωθεί: αφού θα ξεμπλέκονταν από τα σπλάχνα της, θα παρατάσσονταν σε συλλαβές κι έπειτα όλες μαζί θα ξεκινούσαν μία μεγάλη πορεία λέξεων που θα κατέληγε σε κάμποσες στοιχισμένες προτάσεις στην άκρη της γλώσσας της. Η πορεία ξεκίνησε ήρεμα, γρήγορα όμως εκτροχιάστηκε: διαδηλωτές στα όρια της ανορεξίας μετατράπηκαν σε ένα βουλιμικό πλήθος και μία πρωτοφανής λεξεγερσία ξεσπούσε τώρα παντού μέσα της. Καθώς η θορυβώδης πορεία κορυφωνόταν εκείνη άρχισε να χάνει την ανάσα της και να βήχει λέξεις ανακατωμένες με αίμα, πύον και χολή μέχρι που ανείπωτες προτάσεις έφραξαν την αναπνευστική της οδό. Η τηλεόραση -ακόμα ανοιχτή και ακόμα στη σίγαση- έδειχνε το εσωτερικό ενός σφαγείου, όπου δεκάδες σφαγείς ξεδιάλεγαν τα κρέατα γάλακτος και τα τεμάχιζαν σαν σε κυριακάτικο τραπέζι.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: