Ποιήματα για τους άλλους

Έντουαρντ Χόπερ: «Κυριακή»
Έντουαρντ Χόπερ: «Κυριακή»


I

Δεν είναι απλό πράγμα να κόψεις τους αιματηρούς δεσμούς με τους ανθρώπους χωρίς να χυθεί το κοινό αίμα
Δεν είναι απλό να βγεις από τον αναπνευστήρα με τον οποίο γεννήθηκες
Δεν είναι απλό να κόψεις τα νεύρα που ξεκινούν από σένα και καταλήγουν στους άλλους
ξεκινούν απ´ τους άλλους και καταλήγουν σε σένα

Το πιθανότερο είναι ότι τα ακρωτηριασμένα αγγεία και τα κομμένα νεύρα των άλλων θα επουλωθούν
διότι ενός η απώλεια αντισταθμίζεται
η φύση μάς προστατεύει με τον πλεονασμό
και όποιος χάνεται πλεονάζει
αφού χαθεί

όλα
απ’ τα σαγόνια ως την απόληξη του εντέρου
απ’ τη λευκή ουσία ως τον αισθητήρα
προστατεύονται με τον πλεονασμό του ενός εκάστοτε
άλλου

αλλά αυτός που θα κόψει τα αιμοφόρα αγγεία και τα καλώδια των νεύρων
—αν δε διασωθεί από αγνώστους—
θα χάσει της φύσης τη μηχανική υποστήριξη


Όλα αρχίζουν με τη μηχανική υποστήριξη της αναπνοής
κι όλα τελειώνουν εκεί
Η φύση είναι εντατική
όπως πρέπει να είναι
για να συντηρεί το ανθρώπινο πλέγμα
να επουλώνει το πλέγμα των άλλων


II

Απ’ τον καθρέφτη έχει περάσει μια σκιά
έχει αφήσει ένα ίχνος σαν σκιά
Κι άλλη
Στο σημείο δεν ανακλάται φως
Ό,τι καταλαμβάνεται από ένα ίχνος παύει
να συμμετέχει στο σχηματισμό
εικόνων
Κι άλλη

Στην επιφάνεια μένουν σχισμές απ´ τα περάσματα
που κάνουν σαν θαλασσινά πουλιά με τα ξυράφια τους
στις άκρες των φτερών τους
Ανάμεσά τους
όπως ανάμεσα σε ράβδους υπολείμματα εικόνων
που τελευταία χαρακώνουν οι σκιές
με τα ξυράφια τους
όπως πετούν και χαμηλώνουν
και μόλις αγγίζοντας
μέσα τους εναποθέτουν κάτι σαν σκιά
αλλά είναι ζωή

Η ζωή παίρνει πίσω τη όραση
και τις υπόλοιπες αισθήσεις
όταν συντελείται στο πλήθος το αληθινό
Σκιάζει τον καθρέφτη από τα μάτια μας
Πάλι με τη στοργή που μας χορήγησε εικόνα
και μορφή
η ζωή

παίρνει πίσω τη ζωή με μια απλή χειρονομία
τραβώντας την πλαστική κουρτίνα
και χορηγώντας μορφίνη

Αυτό που συμβαίνει μάς είναι οικείο
—είμαστε εμείς—
αλλά στο πλήθος το αληθινό
είναι τρομερό
στο πλήθος των άλλων

το αληθινό
και το αβίωτο βάθος τους
που θα έβγαζε τα σωθικά μας

Η ζωή έχει στοργή για μας
κρατώντας μας σε απόσταση
με τις σκιές
θαμπώνει τον καθρέφτη
με μικρά χαράγματα όλο και πιο πυκνά
αντί να χύσει τα μάτια μας
πλησιάζοντάς μας στην πυρακτωμένη του επιφάνεια


III

Ήθελα να γράφω γι’ ανθρώπους
που όμως δε γνώρισα
ήταν στα σπίτια τους
—κι εγώ είμαι τώρα στο σπίτι—
και στη δουλειά τους
και στο δρόμο πολύ λίγο τους έβλεπα
(όσο επιτρέπεται στο βλέμμα
ευθύ και λοξό)

Περισσότερο ήθελα
για κείνους που περπατούν σε άλλους δρόμους
που αγνοώ
σε δρόμους χωμάτινους
και θα μπορούσα να γράψω γι’ αυτούς και για κείνους
όπως έγραψα για τους λίγους ανθρώπους
που δέθηκε η ζωή μας
(ή εξαρχής ήταν δεμένη η ζωή μου
είτε έμεινε είτε λύθηκε)

Είναι το μόνο που ξέρω
το λέει η πείρα μου
η εμπειρία των δικών μου
ότι θα μπορούσα να είμαι οικείος των ξένων
και δεν είναι ξένοι για μένα
άγνωστοι είναι

Θα μπορούσα να γράφω για τους ανθρώπους
που δε γνώρισα
αν η οικειότητα με τους άγνωστους
βρίσκονταν στο πεδίο της εμπειρίας

Λίγες ζωές διασταυρώνονται
με λίγες ζωές
στο πεδίο της εμπειρίας
Στην πραγματικότητα
εκατομμύρια ζωές διασταυρώνονται
με εκατομμύρια ζωές

Η εμπειρία είναι ένας ακρωτηριασμός
τόσο βραχύβιος
της πραγματικότητας
και τόσο αναγκαίος
για να συνεχίζει το ακέραιο σώμα της
να εκτείνεται (κατ’ ανάγκη στο άγνωστο)


IV

Δε σε βλέπω

Δε βλέπω τον ιδρώτα που κυλά στο μαύρο σου δέρμα
Δε βλέπω να σε βιάζουν σχεδόν κάθε βράδυ
Δε βλέπω τα παιδιά σου που προστατεύεις και χάνεις
Δε βλέπω το μολυσμένο νερό το φαΐ που μοιράζεται
Είσαι πολύ μακριά κι η γλώσσα σου πολύ μακρινή
και δε γράφεται

Είμαι πολύ μακριά κι η γλώσσα μου πολύ μακρινή
Η γλώσσα μου γράφεται
ακόμα και για σένα
που δε βλέπω και δε μπορεί να νοιάζομαι για σένα
όμως μπορώ να σε βιάζω τόσο ανώδυνα
πατώντας τα πλήκτρα αυτά


V

Μοιράζεις το συσσίτιο
και δεν ξέρεις σε ποιους θα μοιράσεις
Ξέρουν αυτοί
Το ίδιο σε όλους
Έρχονται και το παίρνουν
και πάλι πηγαίνουν στα σπίτια
Παίρνουν μερίδες για όλους στα σπίτια
μένουν πολλοί
περισσότεροι μένουν απ’ όσους είναι γραμμένοι στη λίστα
μοιράζονται με ορισμένους που δεν είναι γραμμένοι
Ορισμένοι δε δικαιούνται
Ορισμένοι είναι διπλογραμμένοι
παίρνουν από δύο σημεία
κι έχουν για μεσημέρι και βράδυ
μοιράζονται με ορισμένους που δεν είναι γραμμένοι
μεσημέρι και βράδυ
Ορισμένοι έχουν έρθει από Συρία
Πακιστανοί Μαροκινοί και Βούλγαροι λίγοι
Ορισμένοι έχουν έρθει από την ενδοχώρα
Ορισμένοι κατοικούν εδώ από πάντα
Πού είναι το εδώ;
Εδώ που μοιράζεις και γύρω
σε απόσταση να πας περπατώντας
και να μην έχει κρυώσει
ή τουλάχιστον ακόμα να τρώγεται
και να μοιραστεί ξανά ζεστό
ή τουλάχιστον ακόμα να τρώγεται


VI

Ζωντανούς και σκοτωμένους άφησα πίσω στην πατρίδα
Έχει νερό για να πλυθούμε λίγο
Έχει νερό για πότισμα
Θέλουνε τα φυτά πολύ νερό

Θέλουνε προσοχή οι φράουλες
πώς να τις κόψεις απαλά
από το μίσχο
Θέλουν μικρό σουγιά οι φράουλες

Έχουμε στρώματα και τσίγκους
το σάκκο σ’ ανοιχτό ντουλάπι
μια πρίζα για τους φορτιστές
συνέχεια ένας φορτίζει
άλλος μετά
κρατούν από το μεροκάματο το ρεύμα

Έχει ζέστη τη μέρα
και τη νύχτα κάτω απ’ τους τσίγκους
Αν σηκωθείς ανάμεσα στα κοιμισμένα σώματα τη νύχτα αν βγεις
έχει δροσιά
και την καλώ αν απαντήσει

Μετά τη συγκομιδή
έρχεται η επικίνδυνη εποχή
που ψάχνουν οι αστυνόμοι

Επαναπατρισμός
Ο μαύρος άγγελος τη νύχτα
εκεί που δρόσισε
με το κυρτό σπαθί του
θερίζει τις φράουλες
τις στάλες του χυμού σκορπίζει
απ’ το κορμί της

Αποκεφαλισμός
Έρχεται η πατρίδα στα χωράφια της Ελλάδας
Έρχονται οι ζωντανοί κι οι σκοτωμένοι
πάνω στην ώρα της επιβίβασης
στο λεωφορείο της ΕΛΑΣ


VII

Εφτά
ήμασταν
εφτά
μας ένωνε μίσος
— το αίμα
αγάπη μας χώριζε
— το αίμα

κι έτσι
ήμασταν
εφτά
και μέναμε
— ψωμί κι αλάτι

Ήρθε ένας ξένος
και μετρηθήκαμε
Ήμασταν
εφτά
Ήρθε ένας άλλος
και μετρηθήκαμε
εφτά

Ήρθε τρίτος
τέταρτος
πέμπτος
και μετρηθήκαμε
εφτά
Ήρθε
έκτος
και μετρηθήκαμε
εφτά

Δεν ήρθε άλλος
δεν ξαναφάνηκε
ξένος
στα λημέρια μας

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: