«Ένα γουρούνι λιγότερο»

Λεπτομέρεια έργου της Μπέριλ Κουκ
Λεπτομέρεια έργου της Μπέριλ Κουκ


Το φως χτυπούσε αμείλικτο πάνω στη σιδεριά του φορτηγού. Ήταν ίσα ίσα περασμένο ηλιοβασίλεμα. Η σκόνη που άφηνε πίσω του το τροχοφόρο μαζί με τις κόκκινες ανταύγειες του ορίζοντα συνέθεταν ένα σκηνικό που όλοι —ομολογουμένως— θα ζήλευαν. Όχι όμως εγώ. Μήπως ήμουν αχάριστο; Ήμουν στοιβαγμένο μαζί με άλλα ομοειδή σε μια κινούμενη φυλακή που κανένα μας δεν ήξερε που μας πήγαινε. Κι όμως βρισκόμασταν εκεί, καρφωμένα σε μια καρότσα - τραμπολίνο που μας οδηγούσε προς τον αναπόφευκτο δρόμο του πεπρωμένου. Ακόμη θυμάμαι τη μυρωδιά απ’ τα χνώτα και τον ιδρώτα. Δε μπορούσα να πάρω ανάσα. Τι ειρωνεία, τώρα σχεδόν να μη μπορώ να μυρίσω το οικογενειακό παγωτό καϊμάκι, τον γλυκό και τρυφερό αρακά, την κοκαλωμένη σάλτσα τομάτα και όλα αυτά τα καταψυγμένα καλούδια που με περιστοιχίζουν —με τόσους κρυστάλλους κολλημένους στα ρουθούνια μου και με μια πλαστική, διάφανη σακούλα— περικεφαλαία φορεμένη στο κεφάλι. Τώρα με δέρμα τσιτωμένο απ’ την άγρια πτώση της θερμοκρασίας να νοσταλγώ εκείνον τον καυτό ήλιο του Αυγούστου, τη σκόνη, τη λάσπη, ακόμα και τις ακαθαρσίες που ήταν κολλημένες σ’ αυτή τη φλούδα απ’ τα άλλοτε ζωντανά κύτταρα που με όριζαν. Ίσως εκείνο το ταξίδι να ήταν το «δώρο της ζωής» —όπως χαρακτηριστικά συνηθίζουν να λένε κάποιοι του είδους των ανθρώπων που δεν τους έχει πιάσει ακόμη στα δίχτυα της η μελαγχολία— και μάλλον θα έπρεπε να είμαι και ευγνώμον γι’ αυτό. Εγώ ωστόσο ιδέα δεν είχα γι’ αυτό το ταξίδι κι ούτε διατηρούσα απόψεις σχετικά με το κατά πόσο η ζωή είναι ένα δώρο. Η πορεία διακόπηκε απότομα από τον ήχο του χειρόφρενου και με τη βοήθεια μιας —όχι κι ανεπαίσθητης— κλωτσιάς από τη μπότα του φορτηγατζή βρέθηκα να κυλιέμαι στο λασπερό χώμα ενός καλά περιφραγμένου χωραφιού που θα ήταν από εδώ και πέρα το σπίτι μου. Η κλωτσιά μου άφησε ως παράσημο ένα πόδι σακατεμένο – όμως δεν πρέπει να είμαστε αχάριστοι∙ άλλωστε είχα κι άλλα. Άραγε άξιζα κάτι καλύτερο; Αυτή η σκέψη περνούσε ξανά και ξανά απ’ το μυαλό μου σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου - κυρίως όμως στις δύσκολες στιγμές που δεν κρύβω ότι με έκαναν ακόμη και να διερωτώμαι αν ο θάνατος θα ήταν μια μικρή ανακούφιση - και συνεχίζει και τώρα να περνά απ’ αυτό που απέμεινε απ’ το μυαλό μου – μόνο που τώρα γίνεται κι η σκέψη άκαμπτη και παγωμένη όταν διέρχεται απ’ τον καταψυγμένο νου μου. Εντάξει, το αφεντικό που μου έτυχε ήταν καλό μπορώ να πω∙ κάθε πρωί μου έριχνε στην ταΐστρα σάπιες τομάτες και κολοκυθάκια κι εγώ τα καταβρόχθιζα με λαιμαργία – γιατί απ’ όσο είχα καταλάβει ο σκοπός της ζωής μου ήταν να γίνω όσο πιο παχύ γίνεται για να πιάσει καλά λεφτά το αφεντικό όταν θα ερχόταν η ώρα να με πουλήσει. Δε μου ήταν ξεκάθαρο γιατί έπρεπε να ζυγίζω πολλά κιλά —τι θα με έκαναν μετά την πώληση και έπρεπε να βαραίνω τόσο; — και δε μου δόθηκε ποτέ φωνή για να ρωτήσω, αλλά και σε ποιον ήταν ποτέ ξεκάθαρος ο σκοπός της ύπαρξής του; Ίσως καλύτερα να καταλαβαίνεις λιγότερα… Κοιτώντας πίσω φέρνω στο μυαλό μου και όμορφες στιγμές. Τότε που έσπασαν οι σωλήνες που μετέφεραν το νερό που ξεδιψούσε τη δίψα μου και όλο σχεδόν το χωράφι έγινε λίμνη. Κι άρχισα να κολυμπώ σαν μικρό παιδί και να κάνω λασπο-μπουρμπουλήθρες κι είδα στην πιο ξέγνοιαστη στιγμή της ζωής μου τα σκυθρωπά τους βλέμματα, «Κοίτα το γουρούνι» έλεγαν σαν να έκανα κανένα έγκλημα. Την επομένη, όταν το παιχνίδι ξεφούσκωσε κι έμενα να κοιτώ ανέκφραστο, με πρόσωπο σαν τρύπια σαμπρέλα, το χώμα που στέγνωνε, άκουσα ένα μικρό κορίτσι να εξηγεί στο αφεντικό πως τα γουρούνια αρέσκονται να κυλιούνται στη λάσπη καθώς δε διαθέτουν υδρωτοποιούς αδένες κι αυτός είναι ένας τρόπος να δροσιστούν. Πάντα την αλήθεια τη μάθαινες απ’ τα παιδιά, σκέφτηκα. Θυμάμαι το βλέμμα του κοριτσιού όταν με παίρνανε απ’ το χωράφι για έναν άλλο, άγνωστο και πάλι προορισμό. Δεν ήξερα γιατί τόση συγκίνηση, όμως παρασύρθηκα κι αφέθηκα κι εγώ στη στιγμή και βούρκωσα λιγάκι καθώς τα μικροσκοπικά χεράκια του με χαιρετούσαν ενώ η απόσταση μεγάλωνε και δε με άφηνε πια να διακρίνω τι άφηνα πίσω. Το ολιγόωρο ταξίδι διακόπηκε ξανά από τον γνώριμο ήχο του χειρόφρενου. Αυτή τη φορά όμως με υποδέχτηκαν πιο επίσημα. Ένας κύριος ντυμένος στα λευκά. Με ανεβασμένα μανίκια και με μερικές πιτσιλιές ξεθωριασμένου κόκκινου στην πάλλευκη φόρμα του – σαν να είχε ξεζουμίσει κεράσια. Με υποδέχτηκε μαζί με τα άλλα της συνομοταξίας μου και μας οδήγησε σε ένα τεράστιο κτίριο γεμάτο υγρασία. Έξω έτρεχαν νερά και ένας άλλος κύριος έτριβε με μανία το μπετόν προσπαθώντας να καθαρίσει τους κόκκινους λεκέδες που είχαν ποτίσει το γκρι. Ανατρίχιασα καθώς άκουγα τη συρμάτινη βούτσα να τρίβεται δίχως έλεος στο σκληρό δάπεδο και στάθηκα και παρατήρησα τη μεταξύ τους πάλη, ωστόσο αυτό που με συνεπήρε περισσότερο ήταν το πελώριο κτίριο. Δεν είχα ξαναμπεί ποτέ σε τόσο μεγάλο κτίριο κι ίσως αυτή να ήταν η μεγαλύτερη στιγμή μου! Ναι, κάτι μοναδικό με περίμενε! Στην αρχή ήμασταν όλα μαζί στον προθάλαμο, μετά όμως μας χώρισαν και το καθένα μας πήρε τον δικό του δρόμο. «Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο»,**  εγώ, ένα γουρούνι, να φέρνω στο στόμα μου στίχους ποιητών. Όταν είδα τη λάμα ήταν ήδη αργά. Η πόρτα πίσω μου είχε κλείσει. Στήλωσα τα μπροστινά πόδια κι έβγαλα μια πνιχτή κραυγή – εμένα που φωνή δε μου δόθηκε – σε μια ύστατη προσπάθεια να αποφύγω αυτό που έστεκε αμετάκλητα μπροστά μου. Η ελπίδα έγινε λεπίδα, ήρθαν τα πάνω κάτω και τώρα έτσι όλα ανεστραμμένα μου έδιναν την εντύπωση πως είμαι σε όνειρο. Έφεραν γρήγορα τη σφουγγαρίστρα για να στραγγίξουν το αίμα και σύντομα βρέθηκα σε ένα φορείο με μαχαίρια κι άλλα εργαλεία τεμαχισμού τριγύρω. Λεπτομέρειες από την εγχείρηση δε θυμάμαι. Μόνο τον κυρ Παντελή τον χασάπη, μερικές μέρες αργότερα, να τραγουδάει Κηλαηδόνη, το «Ένα γουρούνι λιγότερο» καθώς σκορπούσε τα μέλη μου από δω κι από κει σε τιμές ευκαιρίας! Έκανε κι αυτός τη δουλίτσα του όπως όλοι οι άνθρωποι που γνώρισα στη σύντομη ζωή μου, κι ίσως επειδή έκανε ο καθένας τη δουλίτσα του να έφτασα στο σημείο να ξεκληριστώ. Αν κάποιος σταματούσε να κάνει τη δουλίτσα του μια μέρα; Μα τι φιλοσοφική διάθεση κι αυτή, ούτε φωνητικές χορδές δεν έχω για να αρθρώσω τις επαναστατικές σοφίες μου! Ιδέα δεν έχω τι απέγιναν κι αυτές αλλά κι εγώ. Το κεφάλι μου βρίσκεται τώρα σε ένα παγωμένο λευκό κουτί θερμοκρασίας -15 βαθμών Κελσίου. Ίσως σε λίγο να με βγάλουν έξω στο φως, ίσως να με αλείψουν λαδορίγανη και να με ράνουν δεντρολίβανο, μπορεί να ροδοκοκκινίσω λίγο στο φούρνο αν με πετύχει η κυρά ή ο κύρης του σπιτιού. Ίσως ευλαβικά να με προσφέρει στον Κυριακάτικο βωμό της συνενοχής. Ίσως τα μαχαίρια και τα πιρούνια των συνδαιτημόνων να πέσουν μανιασμένα πάνω μου μέχρι να μη μείνει ίχνος από αυτό που κάποτε υπήρξα. Κι έρχεται πάλι αυτή η – ομολογουμένως τελευταία - σκέψη: Άραγε άξιζα κάτι καλύτερο;

«Ένα γουρούνι λιγότερο»: Τίτλος τραγουδιού του Λουκιανού Κηλαηδόνη


* Από το ποίημα «Η σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: