Ο Τζιμ Μόρρισον και το σαλιγκάρι

Παρίσι, 2004
Παρίσι, 2004 / φωτ. Άρις Γεωργίου

Μπορώ να κάνω όποτε θέλω το Παρίσι να χιονίζει. Πηγαίνω από δωμάτιο σε δωμάτιο, γραφείο-διάδρομος-κουζίνα-καθιστικό-υπνοδωμάτιο-μπαλκόνι-γραφείο, θα ανοίξω μια πόρτα και θα προσποιηθώ πως είσαι μέσα ή πως πάντα βρίσκεσαι σε διπλανό δωμάτιο ή πως κατορθώνεις να ξεγλιστράς αθόρυβα κάθε φορά που μπαίνω. Κι αν ήταν δωμάτιο, ποιο δωμάτιο θα ήταν; Το γέλιο σου δεν με περιμένει στη γωνία. Έχω αποδεχτεί πως για να δρασκελίσω την εξώπορτα, θα πρέπει να γράψω χειρόγραφη επιστολή στον εαυτό μου ή να στείλω sms σ’ ένα μηχάνημα και το αίτημα εγκρίνεται σε δευτερόλεπτα. Τεχνολογικοί εντυπωσιασμοί. Ζούμε σε πόλεις παγίδες. Μας αγκάλιασαν με μητρική ασφυκτική αγάπη. Αλλά τα παιδιά άπειρα και η αγάπη μοιρασμένη και λειψή. Βαδίζουμε χειρονομώντας και λέμε φράσεις ακατανόητες: Κάνε μου μια αναπάντητη. Κυλιόμενες σκάλες μάς ρουφάνε σε υπόγειους σταθμούς και μάς ξερνάνε σ’ άλλες γειτονιές. Πλέον μας στερούν και τον δρόμο. Δυσανασχετώ. Στην πτώση του / κατάλαβε / πως ήταν πιο βαρύς απ’ το όνειρό του / κι από τότε / αγάπησε το βάρος / που τον έκανε / να πέφτει. Πιερ Ρεβερντύ έναν αιώνα πριν. Πόσο ζυγίζει το δικό μου όνειρο; Μπορώ να το ανταλλάξω με κάποιου άλλου; Ανοίγω το στόμα αλλά ήχος δεν βγαίνει. Δοκιμάζω τα όρια της στοματικής μου κοιλότητας. Τεντώνω τα χείλη μέχρι εκεί που αρχίζουν μικρά εσωτερικά σπασίματα στ’ αυτιά. Προφέρω τις λέξεις «πτώση» και «όνειρο». Τις προσφέρω σε άδειους χώρους. Ξανά και ξανά. Τις σπάω, τις κάνω κομμάτια. Πτώ-ση. Ό-νει-ρο. ΠΤΩ-ΣΗ. Ο-ΝΕΙ-ΡΟ. Στο τέλος καταλήγουν η μια να σημαίνει την άλλη και οι δύο το κενό. Συνεχίζω να τις φωνάζω ωσότου οι χώροι χάσουν τη σημασία τους. Περιπλανιέμαι σαν επισκέπτης στο ίδιο μου το σπίτι. Έξω κυριαρχεί η άνοιξη και η μπουκαμβίλια δείχνει σε οίστρο. Ξέρει την απάντηση πριν καν τεθεί η ερώτηση. Κι αν ήταν λουλούδι, ποιο λουλούδι θα ήταν; Κοιτάζω τα μπιμπελό στο σαλόνι πάνω στο σκρίνιο. Ένα πορσελάνινο αγγελάκι με σπασμένο φτερό και μια κρυστάλλινη χελώνα. Ξαναπαίρνω το Παρίσι στα χέρια μου. Το γυάλινο ημισφαίριο, μινιατούρα made in China με τον Πύργο του Άιφελ να δεσπόζει στο κέντρο. Το αναποδογυρίζω κι αρχίζει να χιονίζει ή να δίνει την ψευδαίσθηση πως χιονίζει μέχρι να καθίσουν κι οι τελευταίες απομιμήσεις νιφάδων. Το γυρίζω και πάλι. Ξανά. Χιόνι σε slow motion.

Πριν από χρόνια βρίσκομαι εκεί αλλά δεν χιονίζει. Αναζητώ απεγνωσμένα σπίτι κατά προτίμηση στο κέντρο. Οι γειτονιές λέγονται διαμερίσματα και ορίζουν τους ταχυδρομικούς κώδικες με μια αρίθμηση σαν τον κοχλία – το γνωστό σαλιγκάρι. Το πιο κεντρικό είναι το πρώτο, και από δεύτερο έως όγδοο εφάπτονται σ’ αυτό. Σε μια εξωτερική στοιβάδα αναπαύονται το ένατο έως το δέκατο έκτο κι ακόμη πιο μακριά, χαμένα, το δέκατο έβδομο μέχρι το εικοστό. Η μεθυστική σπείρα σε οδηγεί στο κέντρο ή σε διώχνει με ύπουλο τρόπο. Όχι τοπογραφικό αλλά ταξικό. Οι Γάλλοι τρελαίνονται για escargots à la bourguignonne. Τα σαλιγκάρια σερβίρονται στο κέλυφος με μια πράσινη σάλτσα σκόρδου να κλείνει την πόρτα. Στην τηλεόραση είδα πως τα σαλιγκάρια τα έκαναν εισαγωγή από την Κρήτη. Τα έβγαζαν, τα έπλεναν, τα τοποθετούσαν σε καλογυαλισμένα γαλλικά κελύφη, τα σέρβιραν. Αισθάνθηκα να στριφογυρνάω σαν ένα από αυτά. Ένας Κρητικός κατά το ήμισυ που ψάχνει σ’ ένα γαλλικό σπίτι πού την κεφαλή κλίναι και ίσως ένα σκόρδο στην πόρτα για το καλή τύχη. Κι αν ήταν σπίτι, τι σπίτι θα ήταν; Άρχισα να ξεφυλλίζω εφημερίδες και να κλείνω ραντεβού.

Το πρώτο σπίτι ήταν στο Μαραί, σ’ έναν ήσυχο δρόμο. Η αγγελία έγραφε για αρκετά τετραγωνικά –παραπάνω από αυτά που ήθελα κι είχα ανάγκη–, με μόνο μειονέκτημα ότι βρισκόταν σε ισόγειο. Εμφανίστηκε ένας στρογγυλοπρόσωπος κύριος, φορώντας σμόκιν και ένα παπιγιόν που του έσφιγγε τον χοντρό λαιμό του. Αφού ζήτησε συγγνώμη για την αργοπορία, μου έτεινε το χέρι του και με οδήγησε στον πίσω χώρο της πολυκατοικίας. Δύο ευρύχωρα δωμάτια τυφλά χωρίς δυνατότητα φυσικού φωτισμού, μέγιστο ελάττωμα για κάποιον με καταγωγή από τη Μεσόγειο. «Ο προηγούμενος ενοικιαστής ήταν φωτογράφος και χρησιμοποιούσε το ένα δωμάτιο για σκοτεινό θάλαμο», μου λέει. «Καταλαβαίνω», του λέω. «Είναι όμως ήσυχη γειτονιά», μου λέει. «Δεν είναι κάπως ακριβό;», ρωτάω. «Το ξέρετε ότι δύο πολυκατοικίες πιο κάτω βρέθηκε νεκρός ο Τζιμ Μόρρισον;», εξανίσταται. Τον κοιτάζω. «Δεν το γνώριζα», του λέω απολογητικά. «Θλιβερό», απαντάει. «Για όλους», λέω. Χρόνια μετά θα επισκεφθώ τον τάφο του. Βρέχει ασταμάτητα. Δίπλα στο μνήμα μια μαύρη αστυνόμος σε υπηρεσία – ζωντανός-νεκρός όλοι επιθυμούσαν ένα κομμάτι του. Μπροστά, ένα ερωτευμένο ζευγάρι εφήβων –το αγόρι, μακριά μαλλιά και μια κιθάρα περασμένη χιαστί στην πλάτη–, κλαίνε βουβά. Τους παρατηρώ. Είμαι ο μόνος που κρατάει ομπρέλα. Στην επιτύμβια στήλη διαβάζω στα ελληνικά «Κατά τον δαίμονα εαυτού», μην αφήνοντας καμία απορία για τις ακραίες επιλογές του.

Το επόμενο διαμέρισμα βρίσκεται στην ίδια γειτονιά. Πίνω έναν καφέ και περιμένω. Στο Παρίσι μπορείς να εξαντλήσεις μέρες ή και μια ζωή ολόκληρη πηγαίνοντας από καφέ σε καφέ. Τρίτος όροφος σημείωνε η αγγελία – ησύχασα, δεν διακινδύνευα αντίστοιχες καταστάσεις. Χτυπάω το κουδούνι. Το σπίτι καθαρό και φωτεινό. Η ιδιοκτήτρια με ξεναγεί στο σαλόνι, στην κουζίνα, στο υπνοδωμάτιο. Αναφέρει πως σε περίπτωση που θέλω να κάνω ντους, μπορώ σ’ ένα σημείο της κουζίνας να τραβήξω κυκλικά μια κουρτίνα και μου δείχνει το σιφόνι για τα νερά. Όλα μοιάζουν μελετημένα. Είμαι έτοιμος να υπογράψω. Σαν αναλαμπή διαπιστώνω μια –πώς να τη χαρακτηρίσω– έλλειψη. «Είναι πολύ όμορφο και φωτεινό το σπίτι σας», της λέω. «Το γνωρίζω», μου λέει. «Αλλά λείπει κάτι», της λέω. «Τι εννοείτε;» με ρωτάει. «Τουαλέτα;…» λέω σαν να απορώ με κάτι το τόσο προφανές που καταλήγει χαζό. «Κοιτάξτε, είναι στον πρώτο όροφο και θα έχετε το δικό σας κλειδί, αλλά ελάτε», μου λέει. «Και συγγνώμη, δηλαδή αυτό που λέτε είναι ότι μες στα άγρια μεσάνυχτα… ή πρωί πρωί…», αναρωτιέμαι φωναχτά. «Ακολουθήστε με! Ελάτε». Με οδηγεί στο υπνοδωμάτιο. Δεν καταλαβαίνω. Απέναντι από την πόρτα μια εντοιχισμένη ντουλάπα καλύπτει ολόκληρο τον τοίχο. Αυτή στέκεται μπροστά μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα. Της χαμογελώ κι εγώ χωρίς λόγο. Με μια κίνηση ανοίγει το συρόμενο φύλλο της ντουλάπας και ως διά μαγείας εμφανίζεται μια λεκάνη τουαλέτας. Σκέφτομαι να χειροκροτήσω αλλά αισθάνομαι πως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. «Εντυπωσιακό», της λέω. «Έτσι δεν θα χρειάζεται να κατεβαίνετε δύο ορόφους», μου λέει. «Κι αν έχω κάποιον καλεσμένο, μπορώ να τον κλείσω στην ντουλάπα αν επείγεται», της λέω. «Βολεύει», μου λέει. «Θα το σκεφτώ», της λέω. Μαραί, τέλος.

Κι αν ήταν τουαλέτα, τι τουαλέτα θα ήταν; Θυμάμαι τον Τάκη τον Α., που μας έκανε μοντάζ στη σχολή. Είχε βρεθεί τριάντα χρόνια πριν στους ίδιους δρόμους. Λόγω ανέχειας κι έπειτα από διάφορες φιλοξενίες που είναι γνωστές για τη σχέση τους με το ψάρι την τρίτη μέρα, αποφάσισε να μείνει στο φτηνότερο ενοίκιο που βρήκε και ήταν μια… τουαλέτα. Κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά. Κάποιος του νοίκιασε ένα μπάνιο σε μια σοφίτα, δηλαδή μια μπανιέρα και μια λεκάνη τουαλέτας. Φρόντισε μάλιστα να τραβήξει και μια γραμμή τηλεφώνου, αξεσουάρ απόλυτα απαραίτητο σε εποχή που τα κινητά τηλέφωνα απουσίαζαν σαν σκέψη και οι έρωτες ή οι φιλίες χτίζονταν περισσότερο στην απουσία και την προσμονή. Με μια τάβλα που την έβαζε πάνω στην μπανιέρα τη μετέτρεπε σε γραφείο και με κάποιες κουβέρτες, αφού τη στέγνωνε πρώτα, την έκανε κρεβάτι. Πάντως τον βοήθησε –κατά τα λεγόμενα του– να κερδίζει πολλά στοιχήματα από συμφοιτητές και μη. Βάζεις στοίχημα πως μένω στο κέντρο, πληρώνω μόνο αυτό το γελοίο ποσό, κι έχω και μπανιέρα όχι ντουσιέρα αλλά ολόκληρη μπανιέρα και τηλέφωνο! Κέρδιζε καφέδες, σάντουιτς και μπίρες πληρωμένες παρατείνοντας την μποέμικη παραμονή του. Θυμήθηκα την παραπάνω ιστορία με ανακούφιση. Περίεργη έως ύποπτη η γαλήνη να ξέρεις πως κάποιος έζησε παρόμοιες καταστάσεις με σένα, αλλά σε χειρότερο βαθμό. Βέβαια, ο Τάκης μάς έλεγε την ιστορία με χαμόγελο, αφού είχε επιχρωματιστεί από την ψευδαισθητική πατίνα του χρόνου. Κι αν ήταν τραγούδι, ποιο τραγούδι θα ήταν;

Την επομένη βρέθηκα στην πλατεία των Αθώων. Μια πλατεία μ’ ένα σιντριβάνι στο κέντρο της, κατασκευασμένο το 1549 για να τιμήσει την είσοδο του Ερρίκου Β’. Προσωρινή κατασκευή αλλά ουδέν μονιμότερον… και ο Πύργος του Άιφελ σαν είσοδος για μια εμπορική έκθεση σχεδιάστηκε. Επειδή συνόρευε με το νεκροταφείο των Αγίων Αθώων κράτησε το όνομα. Ο αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας κατά την εκκλησία αλλά δεν παύω να αμφισβητώ αυτή την γλυκιά ουδετερότητα και λείανση. Οι αθώοι καλύτερα να κέρδιζαν τον τίτλο τους εν ζωή. Το σπίτι βρισκόταν στον πέμπτο όροφο και ο μεσίτης με είχε προετοιμάσει πως είναι πολύ φωτεινό μ’ ένα υπέροχο καθιστικό, αν και το υπνοδωμάτιο ήταν λίγο μικρό. «Α, και χωρίς ασανσέρ», όπως έσπευσε να προσθέσει. Λίγο το κακό, σκέφτηκα. Μπαίνοντας και πριν γοητευτώ από το όντως εντυπωσιακό καθιστικό, ζήτησα να δω την κρεβατοκάμαρα. Με οδήγησε σ’ ένα δωμάτιο-κρεβάτι. Ούτε παντόφλες δεν χωρούσαν να διαβούν το κατώφλι. Το κρεβάτι έκλεινε σχεδόν τη μισή πόρτα και για να ξαπλώσεις, έπρεπε να βουτήξεις σαν τερματοφύλακας με πλονζόν προς πάπλωμα και σεντόνια. Πάντως το κρεβάτι ήταν μεγάλο και άνετο. Είπα να μην πτοηθώ απ’ αυτή την ιδιαιτερότητα. Το μεγάλο εξαγωνικό καθιστικό με παράθυρα σε όλους τους τοίχους λουζόταν στο φως. Η γοητεία από τις μυθικές παρισινές στέγες στο χρώμα του άνθρακα με τον ήχο του νερού πάνω τους, είχε αρχίσει να επιδρά. Το λευκό κυριαρχούσε, αλλά σε κάθε τοίχο απλώνονταν καναπέδες με πολύχρωμες μαξιλάρες – τα μόνα στοιχεία με χρώμα. Στο κέντρο δέσποζε ένα πεντάγωνο παραβάν, επίσης λευκό. Είχα ενθουσιαστεί. «Η τουαλέτα;» ρωτάω με τη στερνή μου γνώση. «Εδώ», μου λέει και ανοίγει το παραβάν. Μια υπερσύγχρονη τουαλέτα και μια μικρή μπανιέρα με πόδια. Όλα έλαμπαν ώσπου κοίταξα ψηλά. Το παραβάν, με ύψος γύρω στα δυόμισι μέτρα, ήταν τελείως ανοιχτό από επάνω. Όλες οι μυρωδιές και οι ήχοι θα έπρεπε να μοιραστούν με όποιον βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο σαλόνι. «Δεν έχει οροφή» του λέω. «Ναι», μου λέει. «Αλλά είναι φωτεινό». «Ευχαριστώ», του λέω.

Έτρεξα να πάω σ’ ένα άλλο ραντεβού δύο στενά πιο πέρα. Ευτυχώς ανέβηκα σκαλιά μόνο μέχρι τον δεύτερο. Πριν καλά καλά πούμε γεια, ζήτησα να δω την τουαλέτα. Με βλέμμα απορίας με οδήγησε σ’ ένα μικρό αλλά καθαρό WC με μια ντουσιέρα. «Ωραία», αναφώνησα. «Ας προχωρήσουμε και στα υπόλοιπα δωμάτια». Με οδήγησε στο καθιστικό, έναν μικρό αλλά συμπαθητικό χώρο με ρουστίκ έπιπλα. «Jusqu'ici tout va bien», του λέω σαν άλλος πρωταγωνιστής στην ταινία Το Μίσος του Ματιέ Κασσοβίτς, όπου ένας φίλος του ήρωα αναφέρει την ιστορία για κάποιον που πηδάει από την ταράτσα ενός ουρανοξύστη πενήντα ορόφων και σε κάθε όροφο επαναλαμβάνει Μέχρι εδώ, όλα καλά. Όμως δεν είναι η πτώση που μετράει αλλά η προσγείωση. «Την έχετε δει την ταινία;» του λέω. «Ποια ταινία;» μου λέει. «Το La haine de Mathieu Kassovitz», του λέω. «Όχι», μου λέει. «Είναι γαλλική», του λέω. «Ναι», μου λέει. «Ναι;» τον ρωτάω. «Όχι», μου λέει. Μου δείχνει την κουζίνα που είναι και υπνοδωμάτιο. Εννοώ σε Γ έχει νεροχύτη, φούρνο-μάτια, ντουλάπια κι από την άλλη το κρεβάτι. «Αν διψάσετε το βράδυ, αρκεί μόνο να απλώσετε το χέρι», μου λέει. Κι αν θελήσω να αυτοκτονήσω απλώς ανοίγω το γκάζι, σκέφτομαι αλλά δεν λέω τίποτα. Κατεβαίνω βιαστικά τα σκαλοπάτια.

Τρεις μέρες μετά έχω να δω δυο σπίτια στο Σαιν Μισέλ. Το πρώτο είναι ένα σπίτι με δύο δωμάτια, καθιστικό και υπνοδωμάτιο, με μια συμπαθητική κουζίνα και ένα ξεχωριστό WC. Ξεχωριστά το κάθε δωμάτιο, μια χαρά. Το θέμα είναι πως υπνοδωμάτιο και καθιστικό ενώνονται από έναν στενό διάδρομο είκοσι μέτρων αφού, απ’ ότι φαίνεται, ανήκουν σε διαφορετικές πολυκατοικίες. Ιδανικό σπίτι για μαλωμένα ζευγάρια, να ζουν μαζί και να διακινδυνεύουν να βρεθούν, κατά τύχη, μόνο στην κουζίνα ή στο μπάνιο. «Θα γλιτώσω και τη συνδρομή στο γυμναστήριο», λέω. Δεν γελά. Σκέφτομαι ότι το χιούμορ έχει χώρα προέλευσης και δεν μπαίνω καν στον κόπο να πω κάτι παραπάνω. «Ευχαριστώ», λέω. «Θα το πάρετε;» λέει. «Όχι», λέω. Κι αν ήταν διαζύγιο, τι διαζύγιο θα ήταν;

Σ’ αυτό που τελικά κατέληξα, το όνομα του κάθε δωματίου συμβάδιζε με τη χρήση του, αλλά είναι απολύτως αδιάφορο για να το περιγράψω. «Δεν έχει κανένα πρόβλημα», αναφώνησα σχεδόν συγκινημένος στον αποσβολωμένο ιδιοκτήτη του και υπέγραψα.

Αγαπητέ αναγνώστη, σ’ αυτό το σημείο οφείλω να ομολογήσω κάτι. Δεν ξέρω αν σε εξαπάτησα ή αν υπάρχει ποσοτικό κριτήριο στο ψέμα. Όλες οι περιγραφές σπιτιών και επισκέψεων ανήκουν στην πραγματικότητα και συνέβησαν όπως ακριβώς τις αναφέρω, πλην μιας. Αποφάσισα να αφήσω μια και μόνη περιγραφή της φαντασίας να παρεισφρήσει, έτσι που οι παραπάνω ιστορίες να είναι εν δυνάμει όλες ψεύτικες. Ή όλες αληθινές. Σαν τα άσφαιρα πυρά που φέρει εν αγνοία του ένα από τα μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος. Πλέον ανήκουν στη μνήμη και η μνήμη λειαίνει, στρογγυλεύει αλλά και δημιουργεί, χτίζει. Κι αν ήταν ψέμα, ποιο ψέμα θα ήταν;

Το Παρίσι στο χέρι μου είναι πάλι χιονισμένο. Θυμάμαι το παιχνίδι που παίζαμε έφηβοι, βάζαμε στο μυαλό μας ένα πρόσωπο, το γράφαμε σ’ ένα χαρτί να αποφύγουμε ζαβολιές της τελευταίας στιγμής και η παρέα προσπαθούσε να μαντέψει με ερωτήσεις του τύπου Αν ήταν μουσικό όργανο, ποιο όργανο θα ήταν; Ή Αν ήταν δρόμος, τι δρόμος θα ήταν; Σ’ αυτό το παιχνίδι ο Λευτέρης βγήκε έξω κι εμείς σε δείξαμε. Μπαίνοντας με ρώτησε: «Κι αν ήταν πουλί, τι πουλί θα ήταν;» Εγώ ερωτευμένος και αυθόρμητος απάντησα: «Πιγκουίνος!». Εσύ απόρησες ενώ η Μαρία αναρωτιόταν φωναχτά: «Καλά, είναι πουλί ο πιγκουίνος;». Για να προσθέσω: «Αυτοκρατορικός, το πιο όμορφο πλάσμα της φύσης που είναι πάντα εκεί». Τότε δεν γνώριζα πόσο διαρκεί το πάντα ή πού βρίσκεται το εκεί. Ο Λευτέρης συνέχισε τις ερωτήσεις στους άλλους προσπαθώντας να σε αποκαλύψει. Όταν σε βρήκε, γύρισε στον Νίκο και σχολίασε. «Εντυπωσιακή η γνώμη που έχει ο άλλος για την κοπέλα του». Κι ο άλλος ήμουν εγώ και το σχόλιο ενόχλησε. Καταλάβαινα πως κάτι δεν κολλούσε, δεν μπορούσα όμως να εντοπίσω αν οφειλόταν στο τρίτο πρόσωπο –ήμουν εκεί, μπροστά του– ή σε κάτι άλλο. Το ίδιο βράδυ θα παραδεχόσουν πως είχες πηδηχτεί με τον Λευτέρη πριν από κάποιες μέρες. Κι εγώ επέμενα να μάθω το γιατί, λες και τέτοιες ενέργειες επιδέχονται εξήγηση. Οι άνθρωποι είμαστε σπίτια. Πιστεύουμε πως είμαστε πλήρως εξοπλισμένοι και μας λείπουν κουβέρτες και παπλώματα και καθρέφτες. Έχουμε σε αφθονία, βέβαια, μαχαίρια για να πληγώνουμε και να αυτοτραυματιζόμαστε. Κι-από-τότε-αγάπησε-το-βάρος-που-τον-έκανε-να-πέφτει. Άλλες φορές μάς λείπουν ολόκληρα δωμάτια. Τους αλλάζουμε χρήση, τους δίνουμε ψεύτικα ονόματα, πιστεύουμε πως όλα βρίσκονται στη θέση τους. Και μια τυχαία επίσκεψη, κάποιος περαστικός μάς τρίβει την έλλειψη στα μούτρα. Κι αν ήταν σπίτι, τι σπίτι θα ήταν;

Θα ήσουν ένα σπίτι με πολλά παράθυρα και δωμάτια. Θα είχες το δωμάτιο της μουσικής, της ανάγνωσης και της φιλίας. Κρεβατοκάμαρα και κουζίνα δεν θα υπήρχαν μιας και θα μπορούσες να χρησιμοποιείς κάποιο από τα υπόλοιπα. Θα είχες ένα μεγάλο παράθυρο στο ταβάνι. Δεν θα έκλεινε ποτέ και κάθε φορά που θα χιόνιζε, καθισμένος στη μέση του δωματίου, θα έγλειφα τις σταγόνες των νιφάδων στα χείλη μου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: