Όταν ρώτησαν τον κ. Μ. τι είναι ο πολιτισμός εκείνος αποκρίθηκε:

Φανταστείτε ένα σπίτι, που κάμποσα χρόνια πριν, κάποιοι άνθρωποι αναπαλαίωσαν εξωτερικά, μα όχι εσωτερικά. Δούλεψαν σκληρά, μόνοι τους, κρεμασμένοι από σκοινιά, κινδυνεύοντας να πέσουν και να τσακιστούν, άλλαξαν τη στέγη, ενίσχυσαν τους τοίχους, έβαψαν την πρόσοψη με ευχάριστα χρώματα, και τοποθέτησαν σε όλα τα παράθυρα τζάμια ζωγραφισμένα με ωραίες εικόνες, που δεν άφηναν τίποτα να φανεί από το εσωτερικό του. Ο κόσμος στην αρχή τους κορόιδευε, τώρα όμως όλοι περνούσαν από εκεί για να το θαυμάσουν, πολλοί ερχόντουσαν από μακρινά μέρη, έλεγαν πως έτσι θα έπρεπε να είναι και στα μέρη τους τα σπίτια. Έβγαζαν φωτογραφίες και τις έστελναν στους δικούς τους, σε κάθε γωνιά της γης, ενώ αγόραζαν καραμέλες από τους πλανόδιους πωλητές που αφθονούσαν εκεί τριγύρω. Δεν έλειπαν βέβαια και ορισμένοι που, πότε-πότε, μουτζούρωναν τους τοίχους, έσπαγαν κάποιο τζαμάκι, όλα αυτά όμως διορθωνόντουσαν αμέσως.
Πέρασαν χρόνια, ώσπου μια μέρα – μέρα μεσημέρι – εμφανίστηκε ένας νταής με δυό-τρεις φίλους του, οι οποίοι κοιτάζοντας με περιφρόνηση όσους βρισκόντουσαν γύρω τους και κραυγάζοντας κάτι πομπώδεις, μερικώς ακατάληπτες, αλλά πάντως γεμάτες μεγάλες ιδέες λέξεις και φράσεις, έριξαν πέτρες και θρυμμάτισαν τη μεγάλη τζαμαρία του κτηρίου, μπροστά στα μάτια όλων που τους κοιτούσαν με έκπληξη, μην πιστεύοντας ότι όλο αυτό συνέβαινε στ’αλήθεια.
Την ίδια στιγμή, μέσα από το εσωτερικό του σπιτιού, έναν σκοτεινό, σαπισμένο χώρο απ’ όπου αναδυόταν μια φρικτή δυσοσμία, είδαν οι πανικόβλητοι πλέον θεατές να ξεπηδούν ουρλιάζοντας τα πανάρχαια φρικαλέα τέρατα που το ξαφνικό φως είχε ξυπνήσει από τον πρόσκαιρο ύπνο τους.