Φωτ. Édouard Baldus, 1860


Το βρά­δυ της 14ης Απρι­λί­ου τρέ­χο­ντος, τε­λεί­ω­να το γρά­ψι­μο σύ­ντο­μου κει­μέ­νου για το μέλ­λον της ανά­γνω­σης. Όπως ήταν φυ­σι­κό εί­χα προ­τά­ξει τις επ’ αυ­τού σκέ­ψεις του Ου­γκώ, με κε­ντρι­κό στοι­χείο την αι­νιγ­μα­τι­κή φρά­ση του Κλωντ Φρολ­λό, αρ­χι­διά­κο­νου της Notre Dame: «…τού­το θα σκο­τώ­σει εκεί­νο», φρά­ση της οποί­ας η ανά­λυ­ση ήταν πά­ντο­τε ένα από τα προ­σφι­λή μου θέ­μα­τα: το βι­βλίο, πο­λύ δυ­να­τό­τε­ρο πλέ­ον, χά­ρις στην Τυ­πο­γρα­φία, θα σκό­τω­νε την Notre Dame – βε­βαί­ως με­τα­φο­ρι­κά, δη­λα­δή θα εκ­θρό­νι­ζε εκεί­νο που η εκ­κλη­σία υπη­ρε­τού­σε και γε­νι­κό­τε­ρα κά­θε κα­τε­στη­μέ­νο.
Το πρωί της με­θε­πο­μέ­νης, ευ­συ­νεί­δη­τος δη­μο­σιο­γρά­φος μου ζη­τού­σε από το τη­λέ­φω­νο μια σύ­ντο­μη το­πο­θέ­τη­ση απέ­να­ντι στην τρα­γω­δία της 15ης Απρι­λί­ου. «…Εί­μα­στε μπρο­στά σε μια τε­ρά­στια κα­τα­στρο­φή» εί­πα, «επει­δή αυ­τή η εκ­κλη­σία, χω­ρίς να εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο, η πλέ­ον πε­ρί­τε­χνο από τα έρ­γα του γαλ­λι­κού γοτ­θι­κού ρυθ­μού, εί­ναι κά­τι σαν τον Παρ­θε­νώ­να της Γαλ­λί­ας… δυ­στυ­χώς, όμως, δεν εί­ναι σπά­νιο στις μέ­ρες μας η πα­ρου­σία κά­ποιων με­τα­ξύ εκεί­νων που ανέ­λα­βαν να συ­ντη­ρή­σουν ένα μνη­μείο να συ­νι­στά κίν­δυ­νο για την ύπαρ­ξη του… αλ­λά αν ήθε­λε κα­νείς να κα­τα­νο­ή­σει τη σπου­δαιό­τη­τα της Notre Dame θα έπρε­πε να δια­βά­σει πά­λι το ομό­τι­τλο έρ­γο του Ου­γκώ, το οποίο υπήρ­ξε επα­νά­στα­ση στον τρό­πο µε τον οποίο δο­μεί­ται ένα μυ­θι­στό­ρη­μα… ένας μο­να­δι­κός συν­δυα­σμός ιστο­ριο­γρα­φί­ας, κοι­νω­νιο­λο­γί­ας, ψυ­χα­νά­λυ­σης και στο­χα­σμού, που με­τα­ξύ άλ­λων φώ­τι­σε νέ­ες κα­τευ­θύν­σεις κα­τα­νό­η­σης των τε­χνών και έγι­νε το μα­νι­φέ­στο για την επα­νε­κτί­μη­ση της ευ­ρω­παϊ­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής κλη­ρο­νο­μιάς»
Με­τά την πα­ρά­θε­ση αυ­τών των δη­λώ­σε­ων, ο συ­νο­μι­λη­τής μου, χρη­σι­μο­ποί­η­σε ποι­η­τι­κά τη ρή­ση του Φρολ­λό, με­τα­τρέ­πο­ντάς την σε ρη­το­ρι­κό ερώ­τη­μα ανα­φο­ρι­κά με την πυρ­καϊά: «…Τι ήταν αυ­τό όμως, που σκό­τω­σε τη Notre Dame;»
«…Χω­ρίς να απο­κλεί­ο­νται άλ­λοι πα­ρά­γο­ντες, κυ­ριό­τε­ρος φαί­νε­ται να ήταν η απρο­σε­ξία», εί­χα απα­ντή­σει, «όπως π.χ. συ­νέ­βη προ διε­τί­ας με την κα­τα­στρο­φή της βα­ρύ­τι­μης στέ­γης του τε­μέ­νους στο Δι­δυ­μό­τει­χο». Απρο­σε­ξία, στο πλαί­σιο μιας γε­νι­κώς χα­λα­ρής δια­γω­γής, όπου, για πα­ρά­δειγ­μα, «…ο κα­θέ­νας μπο­ρεί να πιά­σει το κι­νη­τό και να ξε­χά­σει ότι εκεί­νη τη στιγ­μή –το λέω με­τα­φο­ρι­κά– έχει το τη­γά­νι στη φω­τιά… Σε πα­λαιό­τε­ρες επο­χές αυ­τό δεν μπο­ρού­σε να συμ­βεί επει­δή η πει­θαρ­χία μέ­σα στα έρ­γα ήταν χα­λύ­βδι­νη».
Αλ­λά κα­θώς η απρο­σε­ξία εί­ναι πά­ντο­τε ένα άμε­σο πα­θη­τι­κό αί­τιο, η ανα­ζή­τη­ση του απώ­τε­ρου ενερ­γη­τι­κού αι­τί­ου ανα­δει­κνύ­ει κί­νη­τρα όπως το «εν­δια­φέ­ρον», η «ανά­γκη φρο­ντί­δας ενός δη­μό­σιου αγα­θού» και η «αγά­πη», κί­νη­τρα που εν τέ­λει δεν αφί­στα­νται από την επι­θυ­μία για δη­μιουρ­γία, δρά­ση, εξου­σία και κέρ­δος. Θυ­μά­μαι ότι όταν και­γό­ταν η εξα­κο­σί­ων ετών στέ­γη στο Δι­δυ­μό­τει­χο, εκεί­νο που δια­κα­τεί­χε ήδη από ετών τη σκέ­ψη μου, λό­γω της πα­ρα­τε­τα­μέ­νης δια­δι­κα­σί­ας και του μα­ξι­μα­λι­στι­κού σχε­δια­σμού των προ­σω­ρι­νών κα­τα­σκευών υπο­στή­ρι­ξης και προ­στα­σί­ας, ήταν η κε­ντρι­κή ιδέα του Ace in the Hole (1951, σκη­νο­θε­σία Billy Wilder) και του Mad City (σκη­νο­θε­σία Κ. Γα­βράς 1997): και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις ο εμ­φα­νι­ζό­με­νος ως υπο­στη­ρι­κτής εί­χε προ­βεί σε χει­ρι­σμούς που εν τέ­λει εί­χαν το αντί­θε­το απο­τέ­λε­σμα, απο­τέ­λε­σμα συ­νο­ψι­σμέ­νο στην τε­λευ­ταία σκη­νή του Mad City με τη γε­μά­τη με­τα­μέ­λεια φρά­ση "We killed him". Σε συ­ζη­τή­σεις για τη στέ­γη, στο Δι­δυ­μό­τει­χο και στην Αθή­να, εί­χα πε­ρί­που προ­φη­τι­κά πα­ρα­βά­λει τις σχε­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες και τε­χνι­κές επεμ­βά­σεις με την υπό­θε­ση των δύο φίλμς.
Με­ρι­κές φο­ρές, όπως και την 14η Απρι­λί­ου τρέ­χο­ντος, αλ­λά και πο­λύ γε­νι­κό­τε­ρα στις ζωή μας, η χω­ρίς ωρι­μό­τη­τα, επα­γρύ­πνη­ση και ανι­διο­τε­λή αγά­πη φρο­ντί­δα σκο­τώ­νει το αντι­κεί­με­νό της.

[Αλ­λά θα επα­νέλ­θου­με λε­πτο­με­ρώς στο επό­με­νο]

(Θεσ­σα­λο­νί­κη 28 Απρ. 2019)