Φωτ. Αριστέα Κουκουνούρη

____________
Επιμέλεια: Νικήτας Σινιόσογλου, Κώστας Τσιαμπάος
______________

Η Αθήνα είναι τόπος μεταιχμιακός γεμάτος ορατά και αόρατα κατώφλια. Τα κείμενα που ακολουθούν μας μεταφέρουν δώδεκα διαφορετικές οριακές εμπειρίες στη μεταπανδημική Αθήνα της Ανθρωπόκαινου εποχής συνδυάζοντας τη ματιά του αρχιτέκτονα με τον δοκιμιακό και λογοτεχνικό πειραματισμό. Προέκυψαν στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού μαθήματος Μεταιχμιακές χωρικές εμπειρίες: οριακότητες της πόλης και της αρχιτεκτονικής, το οποίο διδάξαμε για πρώτη φορά κατά το εαρινό εξάμηνο του 2023 στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου ως μέρος του Διατομεακού Μεταπτυχιακού Προγράμματος Έρευνα στην Αρχιτεκτονική ― Σχεδιασμός, Χώρος, Πολιτισμός.



Παράδρομοι της οδού Ορφέως Ι, 2017 (φωτ. Κ. Τσιαμπάος)



Εξαρχής το μάθημα είχε χαρακτήρα πειραματικό διερευνώντας την έννοια της μεταιχμιακότητας μέσα από έναν συνδυασμό της Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής με τη Φιλοσοφία. Μας ενδιέφερε η οριακότητα ως εννοιολογικό εργαλείο αλλά και ως σχέση διανυσματική μεταξύ συνέχειας και ασυνέχειας, ενσωμάτωσης και αποκλεισμού, απαντοχής και αποσάθρωσης της ύλης. Καθ' οδόν προέκυψε μάλλον αναπάντεχα η εξής επιπλέον παράμετρος ― αυτή της λογοτεχνικής αποτύπωσης της μεταιχμιακής χωρικής εμπειρίας, ένα κατώφλι που αφορούσε τον υβριδισμό της έκφρασης όσο και τα ίδια τα όρια του αρχιτεκτονικού και στοχαστικού λόγου, καθώς οι αναζητήσεις μας απομακρύνονταν από τις τυπικές ακαδημαϊκές οριοθετήσεις και με τρόπο φυσικό προσέγγιζαν περισσότερο τη δημιουργική γραφή, το ελεύθερο δοκίμιο, την ονειροπόληση, τον συνειρμό.



Παράδρομοι της οδού Ορφέως ΙΙ, 2017 (φωτ. Κ. Τσιαμπάος)


Η μεταιχμιακότητα είναι μια δυναμική χωρική εμπειρία του μεταβατικού και του ενδιάμεσου, του οικείου και του ξένου, του ημιτελούς και του εφήμερου, του υβριδικού και του αβέβαιου, εντέλει εκείνου που αφομοιώνεται κι εκείνου που παραμένει σε καθεστώς εκκρεμότητας. Στα Λατινικά, limen (πληθ. limina) είναι το κατώφλι. Αυτή τη στιγμή η έννοια της οριακότητας ή μεταιχμιακότητας (liminality) απασχολεί ειδικούς σε πολλά και διαφορετικά επιστημονικά πεδία, από τη βιολογία έως τη θεωρία της λογοτεχνίας, την ανθρωπολογία και την ψυχιατρική. Ιδίως η αντίληψη του οριακού ή μεταιχμιακού χώρου (liminal space) και της οριακής ή μεταιχμιακής εμπειρίας (liminal experience) αναδεικνύουν την οργανική αλληλεξάρτηση υποκειμένου και χώρου, είτε πρόκειται για τη μεγάλη κλίμακα της πόλης είτε για τη μικρή κλίμακα του αρχιτεκτονημένου χώρου. Oι μεταιχμιακοί χώροι είναι οικείοι, αλλά φανερώνονται ανοίκειοι· μοιάζουν ασφαλείς, όμως προκαλούν μια ανησυχία, έτσι όπως φανερώνονται ανάμεσα σε ακόμη άγνωστες εκδοχές του χώρου και σε κρυσταλλωμένες μορφές του τόπου. Συγκροτούν την επικράτεια του μεταξύ, όπως το έθεσε στα 1959 ο Aldo van Eyck ανακαλώντας το «das Reich des Zwischen» του Martin Buber φιλτραρισμένο από τις θεωρίες των Alison και Peter Smithson. Αυτή η επικράτεια του μεταξύ αφορά το μεταίχμιο φύσης και κατασκευής, αλλά και το όριο ιδιωτικού και δημόσιου χώρου, όσο και εκείνο μεταξύ παρουσίας και απουσίας…

Αναζητώντας Βορειοδυτικό Πέρασμα από τον Ελαιώνα προς την Ακαδημία Πλάτωνος, 1.Χ.2023 (Φωτ. Ν. Σινιόσογλου)





Από την άποψη της ιστορίας των ιδεών, η έννοια της μεταιχμιακότητας εισάγεται με τρόπο συστηματικό από τον πρωτοπόρο ανθρωπολόγο Arnold van Gennep (1873-1957) στο έργο του Rites de passages (1909), έναν άνθρωπο που ―τόσο ταιριαστά με το έργο του― συνεχώς «έπεφτε» ο ίδιος μεταξύ χωρών, γλωσσών, πανεπιστημιακών σχολών και επιστημονικών αντικειμένων. Αρχικά η έννοια αφορούσε το ενδιάμεσο στάδιο στις διαβατήριες τελετές τελετές μετάβασης) μιας φυλής, όπως ονομάζονται οι τελετές που αφορούν τον θάνατο και τη γέννηση, τον γάμο, την ενηλικίωση, την καλλιέργεια της γης κ.ά. Η σύγχρονη χρήση του όρου διατηρεί από τις ανθρωπολογικές καταβολές της το ενδιαφέρον για τη μετάβαση, την εφημερία και τη ρευστότητα των ορίων και των ταυτοτήτων, για την πρόσκαιρη εξαίρεση από τη νόρμα και για την αμφισημία, όσο και για την αίσθηση μιας δοκιμασίας που συχνά οδηγεί στη φανέρωση ενός ίχνους ή αποτυπώματος που δεν θα γινόταν αλλιώς αντιληπτό... Η μεταιχμιακότητα συνιστά «μια πολύπλοκη σειρά επεισοδίων, η οποία ενδέχεται να περιλαμβάνει ανατρεπτικά και παιγνιώδη συμβάντα: νέα σύμβολα, μοντέλα και παραδείγματα», όπως το έθεσε ο Victor Turner στα 1974.



Μεταξύ χρήσης και αχρηστίας. Παιχνίδι τύπου Air hockey με κερματοδέκτη, Παλαιό Φάληρο, 3.ΙΧ. 2023. (Φωτ. Ν. Σινιόσογλου)



Τα δώδεκα κείμενα που συγκροτούν την πρωτότυπη αυτή ανθολογία μεταιχμιακών διαδρομών στην Αθήνα αφορούν εμπειρίες τέτοιας λογής και χαρακτηρίζονται από μια απολύτως σύγχρονη ματιά ― σε όριο και κατώφλι μετατρέπεται ένα σχεδόν παροπλισμένο εμπορικό κέντρο στο Παγκράτι, το οποίο βρίσκεται σε τροχιά αποσύνθεσης· αλλά και το παραδοσιακό καφενείο με τους κώδικες που ατονούν· ή το ρέμα της Πικροδάφνης, ένα από τα τελευταία εναπομείναντα ρέματα της Αθήνας μεταξύ μπάζων και βιότοπου· μεταιχμιακή μπορεί να είναι η επαφή του πλάνητα με τον ξένο στην Πλατεία Θεάτρου αλλά και η παρουσία του ζώου στον αστικό ιστό· κατώφλι συγκροτεί και η εκκρεμότητα ενός γιαπιού, η οποία για κάποιον ακατανόητο λόγο χαράσσεται στη μνήμη του παρατηρητή και τον ωθεί να γράψει γι’ αυτήν· οριακή μπορεί να καθίσταται η σχέση δημόσιου χώρου και σεξουαλικότητας στο Πεδίο του Άρεως· η κίνηση των επιβατών στον ντόκο του λιμανιού καθώς ένα πλοίο ετοιμάζεται να σαλπάρει· ή αντιθέτως η ακινησία που χαρακτηρίζει τα παρατημένα θραύσματα στο Άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος· η εμπειρία της αστικής αποξένωσης σε μια τυπική συνοικιακή πλατεία της Αθήνας· αλλά και το πάθος μιας αλλόκοτης online κοινότητας για περιηγήσεις σε κλειστά και έρημα δωμάτια· μεταιχμιακό κατεξοχήν είναι το αρχέτυπο των Διδύμων, το οποίο λανθάνει πίσω από τη μοίρα των δίδυμων ξενοδοχείων της Ομόνοιας, του Μπάγκειου και του Μεγάλου Αλέξανδρου· και η Οδός Ερμού, ένας τόσο κεντρικός και «φανερός» δρόμος, κρύβει στην πραγματικότητα τις δικές της ενδιάμεσες ζώνες, καθώς πλανόδιοι μουσικοί και επιτελεστές συμπλέκονται με το λεγόμενο αγοραστικό κοινό και το εμπόριο γειτνιάζει με την τέχνη του δρόμου...

Οι οριακές εμπειρίες της Αθήνας που ακολουθούν δείχνουν πως κατώφλια προκύπτουν κυριολεκτικά παντού· και πως μερικές φορές χρειάζεται μόνον να αφουγκραστείς και να περιπλανηθείς για να τα βρεις και να σε βρουν. Απ’ την άποψη αυτή μοιάζει για μια στιγμή πως είχε άδικο ο Walter Benjamin, ένας ακόμη μεταιχμιακός στοχαστής, όταν έγραφε στο Εργοτάξιο Στοών (Passagenwerk) σχολιάζοντας τη δουλειά του Van Gennep, πως την εποχή της νεωτερικότητας Φτωχύναμε πολύ σε διαβατήριες εμπειρίες και πως το να πέφτουμε για ύπνο είναι, ίσως, η μόνη τέτοια εμπειρία που μας απομένει. Αλλά μαζί της και η αφύπνιση, αμέσως προσθέτει εντός παρενθέσεως…



Λεωφόρος Λαυρίου, 2018 (φωτ. Κ. Τσιαμπάος)