Ναυάγια σκυροδέματος

Garry Winogrand, Nέα Υόρκη, περ. 1963. Φωτ. 9 x 13 εκ.
Garry Winogrand, Nέα Υόρκη, περ. 1963. Φωτ. 9 x 13 εκ.

Ο Garry ήταν ήρεμος και υπομονετικός, σπάνια γκρίνιαζε. Η συγκατοίκηση δεν επεφύλασσε εκπλήξεις. Για καιρό έμεναν μαζί, οι δυο τους. Η λέξη συγκατοίκηση αφορούσε περισσότερο το περίγραμμα των τοίχων που έκλειναν μέσα την κοινή ζωή τους, όποτε εκείνος βρισκόταν σπίτι. Η λέξη παράταση ίσως περιέγραφε καλύτερα τη σχέση τους, ένα είδος υπερβολής, που αν και κρατούσε ήδη πολύ, δεν περνούσε ποτέ στη σφαίρα της συνήθειας.
Η καθημερινότητα ήταν απλή, επαναλαμβανόμενη, δίχως παραμορφώσεις από την παρουσία τρίτων, ανεπηρέαστη και από την εναλλαγή των εποχών με τη συνδρομή του κλιματιστικού. Η ζωή ακολουθούσε το ίδιο πρωινό δρομολόγιο και τις ίδιες, τάχα νέες σειρές του Νetflix. Ο Garry γέμιζε σχεδόν όλο το διαμέρισμά τους, ένα κουτί με λίγα δωμάτια, συρταρωμένο στον σκελετό της πολυκατοικίας πλάι και κάτω από άλλα όμοια κουτιά. Εδώ μέσα ο Garry περνούσε όλη του τη ζωή, εκτός από τις Κυριακές που έκανε την ίδια βόλτα, ολοένα και με λιγότερο κέφι.
Εκείνος δούλευε ατελείωτες ώρες και τ’ απογεύματα, όταν γύριζε σπίτι, αδυνατούσε να αισθανθεί τη δροσερή πνοή του ελεύθερου χρόνου, αυτήν που λένε πως αναδύεται με τη λήξη κάθε είδους βάρδιας. Πριν μπει στο διαμέρισμα έσπρωχνε πάντα την πόρτα με δύναμη μέχρι να νιώσει ο Garry κάποια ενόχληση και να σηκωθεί, αργά, απελευθερώνοντας την είσοδο. Το μικρό τετράγωνο χολ τον χωρούσε σαν καλάθι που ‘χε φτιαχτεί ειδικά γι’ αυτόν. Εκεί κουλουριαζόταν τις ατέλειωτες ώρες που έμενε κλεισμένος στο διαμέρισμα, κολλούσε το μεγάλο του αυτί στην εξώπορτα κρυφακούγοντας τον ρυθμικό χτύπο των βημάτων στα σκαλιά.
Έτσι κι αυτή την Κυριακή, όπως κάθε άλλη, εκείνος ξύπνησε αργά, έφαγε αργά, ντύθηκε αργά κι εν τω μεταξύ ο Garry, που ήξερε πολύ καλά τι μέρα ήταν, έστεκε ακίνητος στη μέση του σαλονιού και κοίταζε το χολ. Εκείνος κατευθύνθηκε προς την πόρτα, έβαλε τα παπούτσια, το παλτό, γέμισε τις τσέπες και μόνον όταν όλα ήταν έτοιμα για την αναχώρηση της κυριακάτικης βόλτας, τότε μόνο έστρεψε το βλέμμα του προς το σαλόνι. Κοίταξε τον Garry με τη δυσαρέσκεια μιας αδικαιολόγητης αναμονής, λες και τον περίμενε ήδη ώρες. Ο Garry θα σηκωνόταν με μεγαλύτερη προθυμία, αν δεν φοβόταν τόσο την κυκλική σκάλα. Όμως εκείνην την Κυριακή, μέσα στην πηχτή ησυχία, όσο κοιταζόντουσαν κατάματα, μια μόνο κοφτή επίκληση του ονόματός του έκανε τον Garry να τιναχτεί μεμιάς γουρλώνοντας τα μάτια όλο πανικό και να πάρει τον δρόμο για την εξώπορτα.
Οι σκάλες ήταν μια μαρτυρική διαδικασία για τον Garry. Τοποθετούσε αργά τα πόδια του ένα ένα σε κάθε σκαλί, κάνοντας με το μυαλό ασύλληπτους υπολογισμούς, όσο προσπαθούσε να ελέγξει κάθε σημείο του σώματος και την κατανομή του βάρους του. Σε κάθε βήμα, μόλις είχε εφαρμόσει όλο το πέλμα στο κρύο μάρμαρο, το οποίο γινόταν ολισθηρό σαν παγοδρόμιο, συνδυασμένο με τον ιδρώτα της αγωνίας του, έριχνε μια κλεφτή ματιά μπροστά καθώς κείνος πάντα προπορευόταν νομίζοντας πως έτσι βοηθούσε τον Garry, πως του έδινε ρυθμό και τον ενθάρρυνε. Για τον Garry, όμως, όλο αυτό συνιστούσε μια δυσκολία παραπάνω. Η σκέψη πως ένα στραβοπάτημα θα ‘ταν αρκετό για να τον καταπλακώσει και πως θα κουτρουβαλούσαν μαζί στη μαρμάρινη κυκλική σκάλα, έκανε την κατάβαση ακόμα πιο εφιαλτική. Όλες οι εκφράσεις στοργής, σαν κι αυτήν, είχαν γίνει ανυπόφορες, καθώς είχαν από καιρό θαφτεί κάτω από την συνήθεια.
Διέσχισαν το πεζοδρόμιο και βγήκαν στον δρόμο. Τα στενά πεζοδρόμια δεν τους χωρούσαν. Προορισμός τους ήταν η πλατεία Τ. Μολονότι το να φτάσουν εκεί ήταν και για τους δυο ασύμμετρα κοπιαστικό, η πλατεία δεν απείχε στην πραγματικότητα παρά μερικά τετράγωνα από το σπίτι, κάνοντας τη βόλτα τους να μοιάζει περισσότερο με προαυλισμό παρά με κυριακάτικη έξοδο. Εδώ και πολύ καιρό η πλατεία Τ. ήταν η μόνη βόλτα που έκαναν και ίσως αυτό το εξηγούσε η εγγύτητα του χώρου, ίσως όμως το εξηγούσε και η πλατεία η ίδια.
Ανέβηκαν τα δύο σκαλιά που χωρίζουν την πλατεία από το πεζοδρόμιο και έκαναν λίγα βήματα προς το κέντρο. Στην πλατεία Τ. ένιωθαν κι οι δυο πιο ανάλαφροι. Εδώ απολάμβαναν την ανωνυμία τους. Στην πραγματικότητα απολάμβαναν την αδιαφορία των άλλων. Η αδιαφορία των άλλων ήταν στη ζωή και των δύο ένα πράγμα από την ίδια ράτσα με ό,τι αποκαλούν σε άλλες ζωές: μια πολυτέλεια.
Για τον χώρο αυτόν η λέξη πλατεία μάλλον συνιστούσε περισσότερο έναν νομικό χαρακτηρισμό. Αν ήμασταν πιο ακριβείς θα λέγαμε υπόλειμμα. Η πλατεία Τ. ήταν ένα υπόλειμμα, στην πραγματικότητα, ήταν η οροφή του υπόγειου πάρκινγκ που εκτείνονταν από κάτω. Η πλατεία Τ. ήταν ένα τέρας, ένας οργανισμός ξένος που είχε αναπτυχθεί πάνω στο μισο-θαμμένο κουφάρι του πάρκινγκ. Η πλατεία Τ. ήταν το υπόλειμμα χλωρίδας του ωκεανού που φυτρώνει στις λαμαρίνες ενός ναυαγίου και το υπόγειο πάρκινγκ ήταν προφανώς ένα ναυάγιο.
Το τσιμεντένιο κουφάρι, πάνω στο οποίο η πλατεία θα ‘λεγες πως είχε φυτρώσει, απέκλειε το πράσινο. Τα δέντρα ήταν λιγοστά και στριμωγμένα ανάμεσα σε ψηλούς τοίχους, γεωμετρικά τέλειους και τυφλούς. Βρίσκονταν όλα σε άθλια κατάσταση εκτός από δυο χαρουπιές. Αυτές διατηρούσαν ένα φύλλωμα μιας κάποιας πυκνότητας και κορμούς σφριγηλούς και υγιείς που συστρέφονταν απρόβλεπτα καθώς ορθώνονταν αψηφώντας για λίγο τη βαρύτητα και προσδίδοντας μια χαρωπή όψη στα ακίνητα δέντρα. Και τι δεν θα έδινε ο Garry για να ξυστεί πάνω τους αν μπορούσε να υπερπηδήσει το περιμετρικό πεζούλι, το οποίο έζωνε την πλατεία και χώριζε το χώμα από το τσιμέντο.
Τα πάντα γύρω ήταν φωνές και μπορούσες να διαβάσεις δεκάδες φράσεις, όλες μισές καθώς ήταν μισο-σβησμένες, μισο-σκισμένες ή μετέωρες, εξαρχής φτιαγμένες για να μην βγάζουν νόημα. Σαν κοπάδια εδώ κι εκεί τα μικρά αυτοκόλλητα, είτε ολόκληρα είτε μισο-ξεκολλημένα, απλώνονταν παντού, όλη η πλατεία έμοιαζε κατάστικτη. Τα τσιμεντένια πεζούλια, λεία και γυαλισμένα από τη χρήση, κουβαλούσαν πάνω τους τα σημάδια άλλων εποχών σαν δέρμα γερασμένο, μπορούσες να τα διακρίνεις κάτω από την πιο πρόσφατη στρώση μπογιάς. Όλα αυτά τα σημάδια που αν τα συνδύαζες αφηγούνταν μια ιστορία καθαρής μονοτονίας. Το ανάγλυφο από την παλιά μπογιά που είχε ξεφτίσει, τα ξεθωριασμένα αυτοκόλλητα των κλειδαράδων, οι τσίχλες που έχασαν τη γεύση τους, ακόμα και οι τρίχες του πινέλου, όλα βρίσκονταν εκεί πετρωμένα δημιουργώντας ένα ασήμαντο απολίθωμα, κάτω από την τελευταία στρώση χρώματος, ένα όμορφο, κατά τ’ άλλα, καραβίσιο γκρι-μπλε.
Εκείνος έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα κι έχωσε το χέρι στη δεξιά τσέπη για να βρει τον αναπτήρα. Σηκώνοντας απότομα το κεφάλι, το βλέμμα του έπεσε σε μια λέξη γραμμένη άτσαλα με χοντρή γραμμή στη μεσοτοιχία: Φόλα. Κάτω ακριβώς από τη λέξη ξεκινούσαν τα κάγκελα που όριζαν την παιδική χαρά, η οποία βρίσκονταν λίγο ψηλότερα από την υπόλοιπη πλατεία. Οι κανονισμοί που επιβάλλουν τις μέγιστες αποστάσεις μεταξύ των κατακόρυφων ράβδων, για λόγους ασφάλειας των παιδιών, είχαν κάνει τον χώρο να μοιάζει με κλουβί. Στην παιδική χαρά οδηγούσε μια καμπύλη ράμπα, η οποία υπογράμμιζε τον συμπεριληπτικό χαρακτήρα της πλατείας και μαζί με τα κάγκελα έμοιαζε να οδηγεί με απόκοσμη επισημότητα στο κλουβί κάποιου μεγάλου ιερού ζώου. Το κάτω μέρος της ράμπας, απρόσβατο για τους οδοκαθαριστές, είχε μαζέψει από τον αέρα τα πλέον ετερόκλητα σκουπίδια και τα κρατούσε προστατευμένα.
Ένιωσε πως κουράζεται, έτριψε με το δάχτυλο το μέτωπο, λες κι είχε μόλις τελειώσει μια δουλειά κοπιαστική. «Τι χάλι!», μουρμούρισε, σαν να τα ‘βλεπε όλα για πρώτη φορά και παραδόξως χαμογέλασε σαν να ‘χε ξεκλειδώσει κάποιο μυστικό χωρίς έγνοια πια για το χάος που τον περιέβαλε όλη του τη ζωή. Ένιωσε άνετα, ένιωσε να καταλαβαίνει με ακρίβεια πού βρισκόταν μετά από τόσα χρόνια. Είχε συντελεστεί, απρόσμενα, μια μικρή αποκάλυψη, της οποίας τη σημασία δεν καταλάβαινε, αλλά του δημιουργούσε ένα αίσθημα ασφάλειας.
Η ώρα περνούσε χωρίς τίποτα να διακόπτει την προσεκτική παρατήρηση του αφόρητα γνώριμου χώρου που τους περιέβαλλε. Ο Garry μύριζε λαίμαργα τη χαρουπιά σαν να την ψηλαφούσε με την όσφρηση. Εκείνος στεκόταν όρθιος μπρος στο πεζούλι αλλά δεν ήθελε να καθίσει ή είχε ξεχάσει να καθίσει. Με τον Garry απασχολημένο με το δέντρο, έμεινε να απολαμβάνει το τσιγάρο του και βυθίστηκε ευχάριστα στην ακινησία του.
«Μπορείτε λίγο;». Δίχως ίχνος ευγένειας μια ηλικιωμένη κυρία τους απευθύνθηκε απότομα σαν προϊσταμένη τους. Ήταν μια φιγούρα επαρχιώτικη. Είχε κι αυτή ενσωματώσει ένα είδος εφαρμοσμένης αδιαφορίας για τον χώρο που την περιέβαλε, διατηρώντας τις συνήθειες κάποιου ορεινού, πιθανώς, μέρους και ανακατεύοντάς τες με νεωτερισμούς της ηλικίας. Κάθισε ενοχλητικά κοντά τους περιμένοντας πως έτσι θα αναγκαστούν να ξεμακρύνουν. Εκείνος πείσμωσε και δεν κούνησε ρούπι. Τώρα, μαζί με την κυρία που κοιτούσε βλοσυρά την ανοιχτή πλατεία σαν τυφλή πίσω από τα μαύρα γυαλιά της, έμοιαζαν οι τρεις τους σαν μια παρέα, σαν ένα τυπικό δείγμα στατιστικής.
Ο ήλιος έγειρε πίσω από τη μεσοτοιχία στα δεξιά, αφήνοντας στη θέση του έναν υπερβολικά επίσημο ορίζοντα με διαβαθμίσεις μοβ, χρυσού και κόκκινου, που φαινόταν μάλλον γελοίος δίπλα στη μαύρη μούχλα που εξαπλωνόταν στους άλλοτε λευκούς σοβάδες. Η πλατεία στέναζε από τα δεκάδες παιδιά που έτρεχαν παντού φωνάζοντας. Ο χώρος έμοιαζε πλέον με το πεδίο μιας κινηματογραφικής μάχης. Στα μακρόστενα τσιμεντένια πεζούλια οι κηδεμόνες κάθε λογής συζητούσαν επιβλέποντας τους μικρότερους. Ορεξάτοι αντάλλαζαν κοινότοπες κουβέντες, οι οποίες είχαν την ίδια αρχή και κανένα τέλος.
Όλα έμοιαζαν τέλεια συγχρονισμένα κάτω από μια αόρατη μπαγκέτα. Η μελωδία ήταν κρυμμένη στο βάθος πνιγμένων λέξεων που έβγαιναν από τα αναψοκοκκινισμένα παιδιά. Τα παπούτσια κρατούσαν τον ρυθμό και τα λεωφορεία έδιναν το απαραίτητο βάθος. Μέσα σε αυτόν τον παχύρρευστο χυλό από ντουβάρια και ανθρώπους, νόμισε πως διέκρινε ένα απειροελάχιστο χαμόγελο του Garry. Μεμιάς η εικόνα της πλατείας γλύκανε στα μάτια του. Το θέαμα ανέδυε τώρα την αίσθηση μιας ευτυχίας τελείως κοινότοπης, σχεδόν αποκρουστικής.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: