Θραύσμα



27/05/2023

Συχνά ανα­κα­λώ μια ονει­ρο­πό­λη­ση μου. Δια­σχί­ζω έναν δρό­μο οι­κείο, από αυ­τούς που γνω­ρί­ζεις πως εί­ναι αδύ­να­τον να ‘ναι μό­νον φα­ντα­στι­κοί και προ­χω­ρώ προς ένα ση­μείο με έντο­νη βλά­στη­ση, εκεί βρί­σκε­ται ένα πέ­ρα­σμα στε­νό, μι­κρό, σκο­τει­νό που συν­δέ­ει το πά­νω με το κά­τω, δυο κό­σμους δια­φο­ρε­τι­κούς.
Περ­πα­τώ­ντας στον ανοι­χτό χώ­ρο του γυ­μνα­σί­ου βρέ­θη­κα με­μιάς στον ίδιο τό­πο και ήταν όπως στο όνει­ρο μου. Στα δε­ξιά ανα­γνώ­ρι­σα το πέ­ρα­σμα που εί­χα δει σ’ εκεί­νη την ονει­ρο­πό­λη­ση ― πλα­τύ­τε­ρο και ψη­λό­τε­ρο, όμως δια­τη­ρού­σε την αί­σθη­ση του βυ­θί­σμα­τος. Εντός του αντί­κρι­σα ένα στρω­μα­το­γρα­φη­μέ­νο το­πίο, έναν χώ­ρο συ­μπύ­κνω­σης δί­χως χρή­ση ή σκο­πό, που κρα­τού­σε πά­ντως μέ­σα του μια ποιό­τη­τα αθέ­α­τη ακό­μη και δυ­νη­τι­κή, κά­τι εύ­θραυ­στο που θα ‘λε­γες πως από στιγ­μή σε στιγ­μή μπο­ρού­σε να με­τα­βλη­θεί. Εί­δα μορ­φές ριγ­μέ­νες μέ­σα σε αυ­τή τη στρω­μα­το­γρα­φία στε­ρη­μέ­νες τη δο­μή, με σύ­ντα­ξη ασα­φή και όμως υπό­στα­ση, θραύ­σμα­τα του πα­ρελ­θό­ντος που δεν έχουν πια χρή­ση, όμως κά­τι προ­σπα­θούν να αφη­γη­θούν… Θέ­λω να αφου­γκρα­στώ, να αι­σθαν­θώ…
Μας ακούς; Εσύ που κά­θι­σες ανά­με­σά μας; Μας ακούς;
Υπάρ­χει κά­τι πέ­ρα από εσέ­να μα­ζί μας· όσοι μας περ­πά­τη­σαν και μας άγ­γι­ξαν, όσοι μας λά­ξευ­σαν δεν βρί­σκο­νται πια εδώ, εί­ναι μό­νο φα­ντά­σμα­τα του μυα­λού σου, ή κά­τι δι­κό τους εί­ναι απο­θε­μέ­νο εδώ; Βλέ­πεις που πά­νω μας τρε­μο­παί­ζει το φως του ήλιου μέ­σα από τα κλα­διά; Με­τα­βάλ­λο­νται οι σκιές, φευ­γα­λέα η ζωή κι εμείς πα­ρα­μέ­νου­με σιω­πη­λοί μάρ­τυ­ρες των πε­ρα­σμέ­νων, λη­σμο­νη­μέ­νες κά­τω από τις στρώ­σεις του χώ­μα­τος με το οποίο η γη φρο­ντί­ζει να μας κρα­τά σκε­πα­σμέ­νες. Αφε­θή­κα­με, θα πεις· αφή­σα­με στις σχι­σμές να ρι­ζώ­σουν αγριό­χορ­τα, στην πλά­τη να γλι­στρή­σει το μα­λα­κό χώ­μα, τους ανέ­μους και την βρο­χή να μας στρογ­γυ­λεύ­ουν. Εκτός εάν η φύ­ση που μας εξα­σθε­νεί μας προ­στα­τεύ­ει κιό­λας, μας ενι­σχύ­ει με έναν τρό­πο ενώ μας κα­τα­βάλ­λει με άλ­λους.

Φωτ. Ελένη Τσίχλη

Φωτ. Ελένη Τσίχλη

Φωτ. Ελένη Τσίχλη

Αιώ­νες βρι­σκό­μα­στε εδώ και έρ­χε­σαι εσύ σή­με­ρα και μοιά­ζεις να ‘χεις χα­ρεί που με μι­κρά ερ­γα­λεία και λε­πτές κι­νή­σεις μας εμ­φά­νι­σαν εντέ­λει και μας έφε­ραν στην επι­φά­νεια ξη­λώ­νο­ντας το υπό­γειο κα­τα­φύ­γιό μας. Ανα­ζη­τείς τι; Σου θυ­μί­ζου­με εκεί­νην την ονει­ρο­πό­λη­ση, μας λες, αλ­λά τι μέ­σα από αυ­τή;
Μας κοι­τάς, μας ακου­μπάς, μας περ­πα­τάς ξα­νά και ξα­νά, τι εί­μα­στε όμως για σέ­να; Μή­πως ένας χάρ­της; Και αν ναι, ανα­λο­γί­σου τι θες να βρεις ― ως γνω­στόν οι χάρ­τες που φτιά­χνεις στο μυα­λό κι η γη που αυ­τοί σταθ­μί­ζουν εί­ναι ασύμ­πτω­τα με­γέ­θη στο βά­θος τους και ρι­ζι­κά αλ­λιώ­τι­κα κι εί­ναι σφάλ­μα να τα συγ­χέ­εις λες και μπο­ρείς με το μυα­λό να απο­τυ­πώ­σεις ό,τι έχει όντως ση­μα­σία… Λοι­πόν, πού θέ­λεις να φτά­σεις;
Μην ψά­χνεις να βρεις δια­συν­δέ­σεις, η γη εί­ναι ένα ανοι­χτό πε­δίο ερ­μη­νεί­ας. Άτρω­τη σου φαί­νε­ται η επι­φά­νειά μας και στιλ­πνή αλ­λά κοί­τα κα­λύ­τε­ρα, τό­σες αιχ­μές που  ’ναι οι εγ­γρα­φές του χρό­νου. Πε­ρι­μέ­νεις εκεί στη μι­κρή πλα­γιά κά­τι να σου φα­νε­ρώ­σου­με, όμως σκά­ψε κι εσύ μέ­σα σου όπως ανα­σκά­ψα­νε εμάς και ίσως δεις πως μέ­σα σου ενέ­χεις το πριν, το τώ­ρα και το με­τά, όπως άλ­λω­στε κι εμείς ― μην ζη­τάς λοι­πόν να σε με­τα­φέ­ρου­με στο τό­τε, αφού υπάρ­χει ένα τώ­ρα που μας πε­ριέ­χει. Κι εί­ναι στ’ αλή­θεια λι­γό­τε­ρο ση­μα­ντι­κή η ιστο­ρία σου από τη δι­κή μας; Οφεί­λεις να την κά­νεις εξί­σου ση­μα­ντι­κή, ίσως συ­νο­μι­λώ­ντας μα­ζί μας. Άσε μας να σου αφη­γη­θού­με.
Μέ­σα μας χο­ρεύ­ουν πτυ­χω­μέ­να όλα τα στρώ­μα­τα του χρό­νου που νο­σταλ­γείς σαν πέ­πλο το ένα πά­νω στο άλ­λο, κι εί­ναι τό­σο ελά­χι­στο το βά­ρος κα­θε­νός από αυ­τά, ώστε με την πα­ρα­μι­κρή κί­νη­ση επη­ρε­ά­ζει το γει­το­νι­κό του και επη­ρε­ά­ζε­ται το ίδιο. Αυ­τές οι πτυ­χές εντός μας συν­θέ­τουν την ολό­τη­τά μας.
Ένα όλον τό­σο κυ­μαι­νό­με­νο και με­τα­βαλ­λό­με­νο, πώς θα μπο­ρού­σε να γί­νει το σπί­τι σου, πό­σο μάλ­λον το κέ­λυ­φός σου; Στά­σου για λί­γο και φα­ντά­σου! Συρ­ρι­κνώ­νε­ται το σώ­μα σου! Τώ­ρα μό­νον μπο­ρείς να ει­σχω­ρή­σεις ανά­με­σά μας. Ορί­στε! Βλέ­πεις; Υπάρ­χουν μάρ­τυ­ρες για ό,τι σου αφη­γού­μα­στε! Κοί­τα τα ρι­ζώ­μα­τα πώς δια­κλα­δί­ζο­νται μέ­σα στη δο­μή μας σαν να ‘ναι αυ­τά οι χάρ­τες που ανα­ζη­τάς... Δες στην επι­φά­νειά μας τις οπές από τα τό­σα μι­κρά λα­γού­μια που μας αυ­λα­κώ­νουν, ένα σπί­τι της με­τα­βο­λής που μαρ­τυ­ρεί πό­σο εκεί­νοι που μας πρω­το­περ­πά­τη­σαν και εσύ που τώ­ρα μας αγ­γί­ζεις απέ­χε­τε αιώ­νες ενώ εί­στε τα ίδια πρό­σω­πα…
Κα­τα­νο­ού­με για­τί πε­ρι­πλα­νιέ­σαι εδώ ― προ­σπα­θείς να θυ­μη­θείς, προ­σπα­θείς να ανα­κα­λέ­σεις! Κι εμείς την θύ­μη­ση τη φέ­ρου­με σαν δερ­μα­το­στι­ξία πά­νω μας και την ξυ­πνά­με σε όποιον αφε­θεί να συ­νο­μι­λή­σει μα­ζί μας, χώ­ρος και πρό­σω­πα εί­ναι ένα χί­α­σμα και απο­κτούν μορ­φή από κοι­νού. Βλέ­πεις, μας έφτια­ξαν με τρό­πο που μπο­ρού­με να γι­νό­μα­στε ένα με τον χρό­νο, το έδα­φος, τα φυ­τά, τα ζώα και την ιστο­ρία, με τον τό­πο και μα­ζί σου· και αν αυ­τό ζεις τώ­ρα, τό­τε έχεις ήδη κα­τα­λά­βει ― ότι κα­τά βά­θος μνη­μεία και τά­φοι δεν υπήρ­ξα­με πο­τέ. Κά­θε τό­πος, κά­θε στοι­χείο έχει έναν δαί­μο­να μέ­σα του, που συ­ντά­χθη­κε αρ­γά, η μια στρώ­ση με­τά την άλ­λη. Έτσι και ο κό­σμος σου! Σε λί­γο θα φύ­γεις. Άσε τις αντι­θέ­σεις να υπάρ­χουν, ψά­ξε την αλ­λη­λο­ε­πί­δρα­σή τους· άσε τις στοι­βά­δες των φύλ­λων μας να κά­τσουν πά­νω σου, να φω­λιά­σουν στα κε­λύ­φη που εσύ δη­μιουρ­γείς και τό­τε όλα θα γί­νουν ένα δυ­να­μι­κό πε­δίο. Σαν το έδα­φός μου. Που εκα­τομ­μύ­ρια χρό­νια σα­λεύ­ει και έχει εκα­τομ­μύ­ρια φύλ­λα στρω­μέ­να, πλεγ­μέ­να με ένα αιώ­νιο πή­γαι­νε-έλα που σαν σαϊ­τα αρ­γα­λιού τα υφαί­νει. Εμείς θα πα­ρα­μεί­νου­με εδώ, άκαμ­πτοι σιω­πη­λοί μάρ­τυ­ρες, θραύ­σμα­τα της Ακα­δη­μί­ας Πλά­τω­νος.



Υστε­ρό­γρα­φο

28/05/2023

Πήγα ξα­νά. Αυ­τή τη φο­ρά πε­ρι­πλα­νή­θη­κα στις γει­το­νιές. Ρηγ­μα­τω­μέ­να σπί­τια πλάι σε φω­τει­νούς λεί­ους σο­βά­δες· πα­λιές λα­μα­ρί­νες απέ­να­ντι από τα κτί­ρια των πο­λυ­ε­θνι­κών· χα­μό­σπι­τα που γειτ­νιά­ζουν με πο­λυό­ρο­φες πο­λυ­κα­τοι­κί­ες· και σε μία από τις ει­σό­δους του αρ­χαιο­λο­γι­κού άλ­σους, ένας χρι­στια­νι­κός να­ός. Ανα­ρω­τή­θη­κα για­τί το πα­λιό να ‘ρχε­ται σε τό­ση αντί­θε­ση με το νέο; Για­τί να μην αλ­λη­λο­κα­λύ­πτο­νται και να δη­μιουρ­γούν ένα σώ­μα έτοι­μο να εξι­στο­ρή­σει τις ιστο­ρί­ες του και να ζή­σει κι άλ­λο; Γύ­ρω μου ο τό­πος στε­ριώ­νει μό­νον ως σύ­στη­μα αντι­θέ­σε­ων. Προ­σπέ­ρα­σα τα θραύ­σμα­τα του πα­ρελ­θό­ντος που μου ‘χαν μι­λή­σει εχθές, λες κι εί­χα ήδη πε­τύ­χει στην προ­ε­τοι­μα­σία μου, για να τρυ­πώ­σω σ’ ένα σκάμ­μα άλ­λο και ακό­μη άγνω­στο μέ­σα στο ίδιο άλ­σος. Στά­θη­κα στο πέ­ρα­σμα, σκε­πτι­κή. Σε τέ­τοια μέ­ρη δεν ξέ­ρεις αν εί­ναι η ηρε­μία που σε μα­γνη­τί­ζει ή μή­πως η φα­ντα­σί­ω­ση…

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: