Στο Δέλτα του Ποταμού με τα Μαργαριτάρια

Στο Δέλτα του Ποταμού με τα Μαργαριτάρια
( Τρίτο μέρος )


Φω­το­γρα­φί­ες Ρά­νιας Κα­τα­βού­τα


Σήμε­ρα, με­τά από εξει­δι­κευ­μέ­νες, εξα­ντλη­τι­κές ως επί το πλεί­στον ανα­λύ­σεις, που υπο­γρά­φουν δυ­τι­κοί και μη ερευ­νη­τές, αντι­λαμ­βά­νε­ται κα­νείς ότι για την κα­τα­νό­η­ση των μυ­στη­ρί­ων που μας πε­ρι­βάλ­λουν, η σι­νι­κή γνω­σιο­λο­γι­κή με­θο­δο­λο­γία ορ­γά­νω­σε με σύ­νε­ση τη δι­κή της δια­λε­κτι­κή πα­ρέμ­βα­ση. Οι Κι­νέ­ζοι ανα­με­τρή­θη­καν με τις δυ­σκο­λί­ες που πα­ρου­σί­α­σε στην δια­χρο­νι­κή πρά­ξη μια ανά­λο­γη αρ­ρα­γής σύν­θε­ση. Πί­στε­ψαν ακρά­δα­ντα ότι τα εξό­φθαλ­μα απρο­σμέ­τρη­τα με­γέ­θη κι ο ανυ­πε­ρά­σπι­στος, ο ελάσ­σων κό­σμος που βιώ­νου­με την κά­θε στιγ­μή, εί­ναι πα­ρα­πλη­ρω­μα­τι­κές όψεις του ίδιου ακρι­βώς, βα­σα­νι­στι­κού ή μη το­πί­ου.

Η αμ­φι­θυ­μία μιας ηρω­ί­δας της Βιρ­τζί­νια Γουλφ, όπως εκ­φρά­ζε­ται Στο φά­ρο της, έρ­γο του 1927, αντα­να­κλά άλ­λη μια φο­ρά τον γε­νι­κό­τε­ρο δι­χα­σμό των Ευ­ρω­παί­ων απέ­να­ντι στην απο­στο­μω­τι­κή ποι­κι­λία του σι­νι­κού φαι­νο­μέ­νου. Η εμ­φα­νής δυ­σκο­λία της κ. Ράμ­ζυ να απο­φα­σί­σει αν το πρό­σω­πο της Λί­λυ αδι­κεί­ται ή όχι από τα «μι­κρά κι­νέ­ζι­κα μά­τια της», εί­ναι mutatis mutandis η ίδια η δυ­σκο­λία του Δυ­τι­κού να απο­δε­χθεί ή όχι τη σι­νι­κή ση­μειο­λο­γία στο σύ­νο­λό της. Η απο­νο­μή των ευ­σή­μων του Κάλ­λους στην Αγ­γλί­δα που μοιά­ζει έντο­να με Κι­νέ­ζα θα μπο­ρού­σε να υπο­στη­ρί­ξει κα­νείς ότι ισού­ται με την εξα­φά­νι­ση και του τε­λευ­ταί­ου ίχνους της προ­κα­τά­λη­ψης. Οι δια­δο­χι­κές απο­καρ­διω­τι­κές απορ­ρί­ψεις και οι ψύ­χραι­μες, αλ­λά πα­ρο­δι­κές απο­δο­χές της άλ­λης όψης των πραγ­μά­των εί­ναι η συ­μπε­ρι­φο­ρά ενός δι­σταγ­μού: «Η κ. Ράμ­ζυ χα­μο­γέ­λα­σε. Με τα μι­κρά κι­νέ­ζι­κα μά­τια της και το πρό­σω­πό της όλο ζά­ρες δε θα πα­ντρευό­ταν πο­τέ∙[…]κι ενώ σκε­φτό­ταν πως η γοη­τεία της Λί­λυ βρι­σκό­ταν στα κι­νέ­ζι­κα μά­τια της, λο­ξά πά­νω στο χλω­μό, ζα­ρω­μέ­νο προ­σω­πά­κι της, μό­νο που αυ­τό μο­νά­χα ένας έξυ­πνος άντρας μπο­ρού­σε να το δει […] περ­νά­ει εντε­λώς απα­ρα­τή­ρη­τη, με το γκρί­ζο φο­ρε­μα­τά­κι της, το ζα­ρω­μέ­νο προ­σω­πά­κι της, και τα μι­κρά κι­νέ­ζι­κα μά­τια της. Όλα πά­νω της εί­ναι τό­σο μι­κρά». Το εκ­κρε­μές της κας Ράμ­ζυ θα αιω­ρεί­ται αε­νά­ως πά­νω από τα μυ­στι­κά της ετε­ρο­γέ­νειας.

Η μη σύ­γκλι­ση των πο­λι­τι­σμών εί­ναι υπό­θε­ση αδε­ξιο­τή­των της όρα­σης, θα μας εμπι­στευ­τεί μια μέ­ρα στο αυ­τί η μορ­φω­μέ­νη, πο­λύ­γλωσ­ση Κι­νέ­ζα του μέλ­λο­ντος. Η ορια­κή αγκύ­λω­ση της κας Ράμ­ζυ απο­τε­λεί ένα ευ­κρι­νέ­στα­το σύμ­πτω­μα ανί­α­της μο­να­ξιάς.

Η στε­ρε­ό­τυ­πη, κα­ταρ­χάς πα­ρά­δο­ξη φρά­ση του Χούα Κούο-Φενγκ, που δια­δέ­χθη­κε τον Μάο Τσε Τουνγκ στην ηγε­σία του Κόμ­μα­τος με­τά τον θά­να­τό του, «Υπάρ­χει με­γά­λη ανα­στά­τω­ση και σύγ­χυ­ση κά­τω από τον ου­ρα­νό, άρα οι συν­θή­κες εί­ναι άρι­στες», που ακου­γό­ταν συ­χνά στις ομι­λί­ες του, που έδι­νε στη διάρ­κεια δια­φό­ρων επί­ση­μων γευ­μά­των, αντι­κα­το­πτρί­ζει άρι­στα τον ανε­ξί­τη­λο θε­τι­κι­σμό των Κι­νέ­ζων. Το οξύ­μω­ρον του αξιώ­μα­τος αυ­τού αί­ρε­ται αμέ­σως, αν ανα­λο­γι­στεί κα­νείς την πρό­ο­δο που ση­μειώ­νει η Κί­να σε πλεί­στους το­μείς της εσω­τε­ρι­κής και εξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής, όταν γύ­ρω της επι­κρα­τεί μια γε­νι­κό­τε­ρη κα­τά­στα­ση αντι­πα­ρα­γω­γι­κής ρευ­στό­τη­τας. Η χρό­νια αβε­βαιό­τη­τα, η κα­τά και­ρούς υπο­νό­μευ­ση των δια­δι­κα­σιών απο­κα­τά­στα­σης της ει­ρή­νης σε διά­φο­ρα ση­μεία του πλα­νή­τη και βε­βαί­ως ο μέ­γας εφιάλ­της, το επα­πει­λού­με­νο χά­ος από την ανε­ξέ­λεγ­κτη χρή­ση της πυ­ρη­νι­κής τε­χνο­γνω­σί­ας, δεν εν­νο­ού­νται δη­λα­δή ως πα­ρά­γο­ντες πε­ραι­τέ­ρω απο­στα­θε­ρο­ποί­η­σης του συ­στή­μα­τος που συ­γκρο­τεί και συ­γκρα­τεί τον κό­σμο του δι­καί­ου, αλ­λά αντι­θέ­τως εναύ­σμα­τα π. χ. για την ανα­βάθ­μι­ση των διε­θνών ή ορι­σμέ­νων δι­με­ρών εμπο­ρι­κών σχέ­σε­ων ή την οι­κο­νο­μι­κή – πο­λι­τι­στι­κή διείσ­δυ­ση ενός έθνους εντός ενός άλ­λου. Το ηρα­κλεί­τειο «Πό­λε­μος πά­ντων μεν πα­τήρ εστί, πά­ντων δε βα­σι­λεύς» ακού­γε­ται στο βά­θος των πρά­ξε­ων και των πα­ρα­λεί­ψε­ων της Άπω Ανα­το­λής.

Η πα­ράλ­λη­λη δρά­ση του τα­οϊ­σμού, του κομ­φου­κι­σμού και του ύστε­ρου βου­δι­σμού προσ­διό­ρι­σε με ακρί­βεια τις κύ­ριες δο­μές της απα­ραί­τη­της δια­λε­κτι­κής ωρί­μαν­σης. Όπως ακρι­βώς η κί­νη­ση και η ακι­νη­σία οριο­θε­τούν, αντί­στοι­χα, σε ισό­τι­μη μά­λι­στα βά­ση την ενιαία στά­ση της ζω­ής, όπως την ει­σπράτ­του­με στο σύ­νο­λό της, έτσι και η σι­νι­κή τα­κτι­κή του πρα­κτι­κού λό­γου αφο­μοί­ω­σε το πα­ρά­ται­ρο, το ενα­ντιω­μα­τι­κό, το αλ­λό­τριο, μέ­σα στο προ­φα­νές, ή στο ανα­γκαίο. Μια από τις γνω­στό­τε­ρες φρά­σεις του Μάο Τσε Τουνγκ, από το πε­ρί­φη­μο δο­κί­μιό του Για την Πρά­ξη, ανα­κε­φα­λαιώ­νει δυ­να­μι­κά το δι­ι­στο­ρι­κό αί­τη­μα των συ­μπα­τριω­τών του:«Η δυ­να­τό­τη­τα πρω­το­βου­λί­ας του υπο­κει­μέ­νου δεν εκ­δη­λώ­νε­ται μό­νο με το άλ­μα που πραγ­μα­το­ποιεί­ται από την αι­σθη­τή­ρια γνώ­ση σ’ εκεί­νη της νό­η­σης, αλ­λά πρέ­πει να εκ­δη­λω­θεί και με ένα ακό­μη άλ­μα, από τη νοη­τι­κή γνώ­ση στην επα­να­στα­τι­κή δρά­ση και αυ­τό εί­ναι το σπου­δαιό­τε­ρο ». Εδώ συ­μπυ­κνώ­νε­ται η πά­για θέ­ση των Κι­νέ­ζων για την υπε­ρά­σπι­ση του πρα­κτι­κού μέ­σου, για την αδιά­βλη­τη ισχύ του πρα­κτι­κού όρου, την πρω­το­κα­θε­δρία με άλ­λα λό­για του χει­ρο­πια­στού σε σχέ­ση με τον απο­λύ­τως θε­ω­ρη­τι­κό βίο, ή την κα­τά­δυ­ση του εγώ στα βά­θη του με­τα­φυ­σι­κού, κά­τι στο οποίο επι­δί­δο­νται ακό­μη, ως γνω­στόν, τα εκα­τομ­μύ­ρια των Ιν­δών και όχι μό­νον.
Εξού και ο απρο­κά­λυ­πτος θαυ­μα­σμός του θε­τι­κι­στή Μπέρ­ναρντ Ρά­σελ, που υπο­γράμ­μι­σε όσο λί­γοι Δυ­τι­κοί στην επο­χή του την υπε­ρο­χή του σι­νι­κού τρό­που ελέγ­χου, δια­κρί­βω­σης και νο­μής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Αξί­ζει να πα­ρα­θέ­σω ένα μι­κρό από­σπα­σμα του κά­θε άλ­λο πα­ρά απρό­βλε­πτου, σα­ρω­τι­κού επαί­νου: «Πα­λαιό­τε­ρα πί­στευα ότι η λευ­κή φυ­λή ήταν σπου­δαία. Τώ­ρα πια δε νο­μί­ζω ότι εί­ναι και τό­σο. Αν η Ευ­ρώ­πη και η Αμε­ρι­κή αφα­νι­στούν στους πο­λέ­μους τους, αυ­τό δεν θα ση­μά­νει ανα­γκα­στι­κά ότι έφτα­σε η συ­ντέ­λεια του αν­θρώ­πι­νου εί­δους ή και του ίδιου του πο­λι­τι­σμού. Θα μας έχουν απο­μεί­νει ακό­μη αρ­κε­τοί Κι­νέ­ζοι. Από πολ­λές από­ψεις η Κί­να εί­ναι η με­γα­λύ­τε­ρη χώ­ρα από όσες έχω δει. Δεν εί­ναι μό­νο η με­γα­λύ­τε­ρη από αριθ­μη­τι­κή και πο­λι­τι­σμι­κή άπο­ψη, αλ­λά και από κα­θα­ρά δια­νοη­τι­κή. Δεν έχω γνω­ρί­σει άλ­λον λαό, τον οποίο να χα­ρα­κτη­ρί­ζει τό­ση ευ­ρύ­τη­τα πνεύ­μα­τος, τό­σος ρε­α­λι­σμός, τό­ση θέ­λη­ση να βλέ­πει κα­τά­μα­τα τα γε­γο­νό­τα όπως ακρι­βώς εί­ναι, αντί να προ­σπα­θεί να τα πα­ρα­μορ­φώ­σει μέ­σα σε ένα πε­ριο­ρι­στι­κό πλαί­σιο σκέ­ψης». Αυ­τά προ­έρ­χο­νται με­τά από ένα χρό­νο πα­ρα­μο­νής του στην πα­τρί­δα του Κομ­φού­κιου και κα­τα­τί­θε­νται σε μια συ­νέ­ντευ­ξή του, που πα­ρα­χώ­ρη­σε στον Κό­σμο της Νέ­ας Υόρ­κης, στις 4 Μα­ΐ­ου 1924.

Τσου­χάι, Τζονγκ – σαν, Σού­ντε, Μα­κάο, Σεν – τζεν, Νάν­σα, Ντονγ – ντουάν και φυ­σι­κά το Χονγκ Κονγκ συ­γκα­τα­λέ­γο­νται στις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες πό­λεις, που ακ­μά­ζουν τα τε­λευ­ταία χρό­νια κα­τά μή­κος των εκ­βο­λών του Πο­τα­μού με τα μαρ­γα­ρι­τά­ρια. Η συ­νύ­παρ­ξή τους μέ­σα από τις δο­μές άμιλ­λας, που ανα­πτύσ­σο­νται αυ­θόρ­μη­τα και μη, εί­ναι υπό­θε­ση συ­γκε­κρι­μέ­νης στρα­τη­γι­κής, που απα­σχο­λεί κα­θη­με­ρι­νά τους το­πι­κούς ιθύ­νο­ντες αλ­λά κι εκεί­νους της κε­ντρι­κής πρω­τεύ­ου­σας, του Πε­κί­νου. Εί­ναι σα­φές ότι οι κά­τοι­κοί τους στην σπου­δή τους να ευ­θυ­γραμ­μι­στούν το συ­ντο­μό­τε­ρο δυ­να­τόν με τις συ­γκυ­ρί­ες της ανά­πτυ­ξης, έχουν πει­θα­να­γκά­σει το απρό­βλε­πτο μέλ­λον να υλο­ποι­η­θεί μια ώρα αρ­χύ­τε­ρα μέ­σα σε ένα αναμ­φι­σβή­τη­τα πρό­σφο­ρο πα­ρόν.

H τα­χύ­τη­τα με την οποία απο­δί­δε­ται το προσ­δο­κώ­με­νο κέρ­δος, η άμε­ση με­τα­τρο­πή των αγρο­τών σε εμπό­ρους, οι πα­ρε­πό­με­νες με­γά­λες οι­κο­λο­γι­κές θυ­σί­ες, πι­στο­ποιούν ασφα­λώς ακα­τα­μά­χη­τη δύ­να­μη, αλ­λά και μια έντο­νη τά­ση για προ­με­λε­τη­μέ­νη δια­κύ­βευ­ση. Όσοι περ­νούν από δω, επι­στρέ­φο­ντας στις πα­τρί­δες τους, μαρ­τυ­ρούν για και­ρό τον καλ­πα­σμό της σα­ρω­τι­κής αυ­τής εξέ­λι­ξης. Μέ­σα από τα συμ­φρα­ζό­με­νά τους ξε­δι­πλώ­νο­νται οι δι­θύ­ραμ­βοι για τα τε­ρά­στια οι­κο­δο­μι­κά συ­γκρο­τή­μα­τα και τις ευ­ερ­γε­τι­κές απο­δό­σεις των μη­χα­νών του χρή­μα­τος. Οι εμπράγ­μα­τες επι­τυ­χί­ες της ρι­ζι­κής ανόρ­θω­σης έδω­σαν το προ­σω­νύ­μιο της μι­κρής τί­γρης στις πε­ρισ­σό­τε­ρες από τις πό­λεις σ΄ αυ­τό το Δέλ­τα. Θα ισχύ­σει όμως κι εδώ ο κα­νό­νας του Μάρ­τιν Χάι­ντε­γκερ, που απο­σα­φη­νί­ζε­ται στην απλή συ­νε­πα­γω­γή του «Αυ­τοί που σκέ­φτο­νται τα με­γά­λα ζη­τή­μα­τα, οφεί­λουν να κά­νουν και τα με­γά­λα λά­θη»;

Δια­περ­νώ φά­σμα­τα θριάμ­βου.

Αρ­γό­τε­ρα αι­σθά­νο­μαι την ανά­γκη της πρό­σκαι­ρης έστω απε­μπλο­κής από το θέ­α­μα της τσι­με­ντέ­νιας ανόρ­θω­σης. Εν­νοώ την απε­ξάρ­τη­σή μου από την προ­ο­πτι­κή του πα­ρα­τε­τα­μέ­νου θαύ­μα­τος. Ζη­τώ την ανα­νε­ω­τι­κή απο­μό­νω­ση. Πού αλ­λού πα­ρά στους στί­χους του Λι Μπάι θα αφου­γκρα­στώ ξα­νά την πα­λαιό­τε­ρη γε­ω­γρα­φία. Επι­στρέ­φω λοι­πόν στο οι­κείο δω­μά­τιο των κει­μέ­νων. Κά­ποια από τα το­πία που δεν γνώ­ρι­σαν την κα­ται­γί­δα της μα­ταιο­δο­ξί­ας με πε­ρι­μέ­νουν ασά­λευ­τα εκεί.
Προ­σπερ­νώ­ντας τους πει­ρα­σμούς της ξέ­φρε­νης αυ­τής οι­κο­νο­μι­κής εκ­στρα­τεί­ας και σύμ­φω­να με τις οδη­γί­ες ενός πα­λαί­μα­χου των ορι­ζό­ντων και των τα­ξι­διών, του Ελί­ας Κα­νέ­τι, θα πρέ­πει να κα­τα­στα­λά­ξω: τώ­ρα σι­γή. Η συ­ντα­γή έχει άλ­λω­στε δο­κι­μα­στεί με επι­τυ­χία στο πα­ρελ­θόν των με­τα­κι­νή­σε­ων μου από ήπει­ρο σε ήπει­ρο: «Για να εξοι­κειω­θεί κα­νείς σε μια αλ­λό­κο­τη πό­λη, χρειά­ζε­ται έναν απο­κλει­σμέ­νο χώ­ρο, στον οποίο να έχει κά­ποιο δι­καί­ω­μα – και όπου να μπο­ρεί να μέ­νει μό­νος, όταν η σύγ­χυ­ση των νέ­ων, ακα­τά­λη­πτων φω­νών, πα­ρα­γί­νει με­γά­λη. Αυ­τός ο χώ­ρος πρέ­πει να εί­ναι ήσυ­χος, κα­νείς δεν πρέ­πει να σε βλέ­πει, όταν κα­τα­φεύ­γεις εκεί, κα­νείς, όταν πά­λι τον εγκα­τα­λεί­πεις. Το κα­λύ­τε­ρο εί­ναι να χά­νε­σαι μέ­σα σ΄ ένα αδιέ­ξο­δο, να στέ­κε­σαι μπρο­στά σε μια πύ­λη, της οποί­ας το κλει­δί έχεις στην τσέ­πη και να ξε­κλει­δώ­νεις χω­ρίς να σε ακού­ει ψυ­χή». Το αί­τη­μα της στιγ­μής, η πε­ρι­συλ­λο­γή μέ­σα στο πλή­θoς.



ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ
Βιρ­τζί­νια Γουλφ, Στο φά­ρο, μτ­φρ. Άρης Μπερ­λής, Ύψι­λον / βι­βλία, 1994
Ελί­ας Κα­νέ­τι, Οι φω­νές του Μα­ρα­κές, εντυ­πώ­σεις ύστε­ρα από ένα τα­ξί­δι, μτ­φρ. Νί­κος Δή­μου, Libro 2005

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: