Μάρτιος στο Τόκιο

Μάρτιος στο Τόκιο

Προ­τι­μώ τη λάμ­ψη του πα­ρα­μι­κρού γε­γο­νό­τος που γί­νε­ται. Εί­μαι όντας, και βλέ­πο­ντάς με∙ βλέ­πο­ντάς με να βλέ­πο­μαι, κι έτσι κα­θε­ξής… Ας σκε­φτού­με από πο­λύ κο­ντά / Παύ­λος Βα­λε­ρί, Η βρα­διά με τον κύ­ριο Τεστ

Τα σι­ντοϊ­στι­κά λα­τρευ­τι­κά κέ­ντρα, ανα­και­νι­σμέ­νοι να­οί και κα­λο­δια­τη­ρη­μέ­να πα­ρεκ­κλή­σια, ξε­χω­ρί­ζουν σχε­δόν εύ­κο­λα, ακό­μη και στις πιο πυ­κνο­κα­τοι­κη­μέ­νες, ασφυ­κτι­κές πε­ριο­χές των άστε­ων. Το πλέ­ον ευ­διά­κρι­το ση­μείο, το απλού­στα­το τόι­ρι, οι δύο δη­λα­δή πα­ράλ­λη­λες ρά­βδοι στην κο­ρυ­φή της πύ­λης, από όπου περ­νά­με στον πε­ρί­βο­λο του να­ού, μαρ­τυ­ρούν αμέ­σως την ύπαρ­ξη ενός ακό­μη τε­μέ­νους αφιε­ρω­μέ­νου απο­κλει­στι­κά στο πο­λύ­ση­μο, παν­θεϊ­στι­κό Σί­ντο, στην γη­γε­νή θρη­σκεία των Ια­πώ­νων.
Χω­ρίς κά­ποιο συ­γκε­κρι­μέ­νο πρό­γραμ­μα στο θε­α­μα­τι­κά ανοι­ξιά­τι­κο Τό­κιο, ένα Σάβ­βα­το για περ­πά­τη­μα μέ­σα στη διάρ­κεια της έκ­πλη­ξη, την οποία μα­θη­μα­τι­κά φρο­ντί­ζει η πό­λη στους επι­σκέ­πτες της. Με­τρώ στιγ­μές λάμ­ψης και δύ­να­μης μιας διά­χυ­της αί­σθη­σης. Πρό­κει­ται για την ανα­νε­ω­τι­κή αύ­ρα που μου δω­ρί­ζε­ται αμέ­σως. Σε μια στρο­φή του δρό­μου ξε­χω­ρί­ζω στο απέ­να­ντι πε­ζο­δρό­μιο, γύ­ρω στα εκα­τό μέ­τρα πιο πέ­ρα από το ση­μείο που βρί­σκο­μαι, το άνοιγ­μα που στε­φα­νώ­νει ένα τόι­ρι. Από σκυ­ρό­δε­μα, βαμ­μέ­νη με κιν­νά­βα­ρι, η ιε­ρα­τι­κή πύ­λη δεν θέ­λει προ­φα­νώς να εντυ­πω­σιά­σει ού­τε να πα­ρα­πέμ­ψει σε μια χλι­δή νοη­μά­των. Η απλό­τη­τα των κά­θε­των και ορι­ζό­ντιων γραμ­μών, ένα συμ­πτω­μα­τι­κό, ελ­λη­νι­κό­τα­το Π κε­φα­λαίο, υπο­νο­εί τις πρω­ταρ­χι­κές πε­ποι­θή­σεις των σι­ντοϊ­στών πι­στών: την ανα­ζή­τη­ση δη­λα­δή των κρυμ­μέ­νων ισορ­ρο­πιών, οι οποί­ες συ­νέ­χουν κα­τα­στα­τι­κά την Φύ­ση, αλ­λά και την ανα­μόρ­φω­ση της ίδιας της ζω­ής μέ­σα από την σα­φή­νεια της αρ­χαιό­τε­ρης ια­πω­νι­κής τε­λε­τουρ­γί­ας. Η εξά­λει­ψη του πε­ριτ­τού: ναι, ο πρώ­τος κα­νό­νας.
Βα­θαί­νω μέ­σα στην έξαρ­ση των αν­θι­σμέ­νων κλώ­νων. Ακου­μπώ κά­ποια δέ­ντρα. Θα μά­θω λί­γο με­τά τα ονό­μα­τά τους. Πα­ντού τώ­ρα κα­θη­συ­χα­στι­κές, πρα­σι­νω­πές ανταύ­γειες. Και πάλ­λευ­κοι ή πορ­το­κα­λό­χρω­μοι τό­νοι μιας ευ­ρύ­χω­ρης πα­λέ­τας. Έχω ήδη χά­σει πά­νω από το κε­φά­λι μου τον ου­ρα­νό. Εδώ κι εκεί, τα κλα­διά, φορ­τω­μέ­να από τους ανα­γεν­νη­σια­κούς χυ­μούς του Μαρ­τί­ου, αλ­λού γέρ­νουν ελα­φρά προς το μέ­ρος μου, αλ­λού σκε­πά­ζουν ό, τι έχει απο­μεί­νει από την όψη του υπό­λοι­που το­πί­ου. Εί­ναι το ισχυ­ρό­τε­ρο θέλ­γη­τρο του σα­ρω­τι­κού αυ­τού μή­να: νο­τι­σμέ­νοι κορ­μοί, πυ­κνά, ομι­λη­τι­κά φυλ­λώ­μα­τα, η ει­λι­κρί­νεια των ακά­θε­κτων λου­λου­διών, οι υπο­σχέ­σεις των καρ­πών, όλα τα στοι­χεία μα­ζί συ­νι­στούν μια ενιαία πρό­σκλη­ση ευ­ρύ­τα­των αλ­λα­γών.

Το προ­αύ­λιο - κή­πος ανοί­γει. Με­γά­λη βε­ντά­λια που ξε­δι­πλώ­νε­ται, σύμ­φω­να με τις οδη­γί­ες ενός πα­λαιού, μυ­στι­κού εγ­χει­ρι­δί­ου χρή­σης. Έχω την αί­σθη­ση ότι συμ­με­τέ­χω σ’ ένα παι­χνί­δι των το­πι­κών θε­ο­τή­των. Των κα­λό­γνω­μων πνευ­μά­των. Εί­ναι οι κε­ρα­σιές δί­πλα μου κι εμπρός μου που απορ­ρο­φούν, που ακυ­ρώ­νουν ολό­κλη­ρο το φορ­τίο του βί­ου, για να νιώ­σω, έστω προ­σω­ρι­νά, τε­λεί­ως απε­ρί­σπα­στος, ελεύ­θε­ρος να ει­σπρά­ξω έγκαι­ρα τις δια­φο­ρε­τι­κές ου­σί­ες. Η ροή των λε­ω­φό­ρων, η κί­νη­ση στα πε­ζο­δρό­μια, οι τρέ­χου­σες ανά­γκες έχουν γί­νει υπό­θε­ση που αφο­ρούν απο­κλει­στι­κά τους άλ­λους.
Βί­ω­μα ει­ρή­νης. Σαν πα­γί­ω­ση φι­λό­τη­τος. Ξαφ­νι­κά έγκλει­στος στο νο­ή­μο­να χρώ­μα­τα. Αλ­λά όχι, δεν θα έλε­γα, όσο κι αν έψα­χνα μέ­σα μου, ότι με κα­τα­πιέ­ζει κά­τι. Απροσ­διό­ρι­στο ή μη. Ένα κου­κού­λι τώ­ρα, που με πε­ριέ­χει δι­καιω­μα­τι­κά. Μέ­νω μέ­σα του με­τέ­ω­ρος, ανα­πο­φά­σι­στος. Για λί­γο. Το βί­ω­μα ενός κε­νού. Απο­τυ­πώ­νω το δευ­τε­ρό­λε­πτο-αν τα κα­τα­φέ­ρω. Ιδού: το πα­ρα­δέ­χο­μαι χω­ρίς πε­ρι­στρο­φές, νιώ­θω απο­κομ­μέ­νος από τον μέ­χρι πρό­σφα­τα δι­κό μου, γνώ­ρι­μο συ­γκά­τοι­κο του σώ­μα­τός μου: εμέ­να.

Απο­φα­σί­ζω να πε­ρά­σω στα εν­δό­τε­ρα του να­ού. Εκεί συ­να­ντώ την εύ­γλωτ­τη τά­ξη, την απο­τύ­πω­ση της προ­σή­νειας των αρ­χαϊ­κών συμ­βό­λων. Ό,τι δη­λα­δή οι απώ­τε­ροι προ­γό­νων των Σα­μου­ράι και των Σο­γκούν έκρι­ναν ως από­λυ­το νό­μο ηθι­κό και τά­ξη του πνεύ­μα­τος. Αφή­νω τα μά­τια μου να εξοι­κειω­θούν με τις συ­ναι­ρέ­σεις των ση­μεί­ων και τα τό­ξα των νοη­μά­των.
Επί­νευ­ση: η αδια­πραγ­μά­τευ­τη απο­δο­χή όλων των όρων μιας συμ­φω­νί­ας υπαι­νιγ­μών και βε­βαιο­τή­των. Η μυ­θο­λο­γία του σι­ντοϊ­σμού εί­ναι η θε­με­λιώ­δης πραγ­μα­το­λο­γία αυ­τού του Σαβ­βά­του και οτι­δή­πο­τε ακο­λου­θή­σει. Ειρ­μός που δεν μπο­ρεί να τον δια­κό­ψει η θύ­ελ­λα του κό­σμου, ιδί­ως εκεί­νη η νέα οι­κο­νο­μι­κή - επι­χει­ρη­μα­τι­κή δρά­ση και στις δύο ακτές του Ει­ρη­νι­κού Ωκε­α­νού.

Συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στα κα­τ’ εξο­χήν τι­μαλ­φή της εν λό­γω λα­τρεί­ας. Φυ­λάσ­σε­ται κα­τά κα­νό­να στα απόρ­ρη­τα ση­μεία του ιε­ρού κτί­σμα­τος, εκεί όπου η ψυ­χή, αν εί­ναι τυ­χε­ρή, μπο­ρεί να συ­να­ντή­σει επι­τέ­λους, κα­τά πρό­σω­πον, το θεί­ον. Σπά­νια οι θρη­σκευ­τι­κοί λει­τουρ­γοί το δεί­χνουν στους επι­σκέ­πτες των να­ών. Σε ορι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις επι­δει­κνύ­ε­ται μια φο­ρά τον χρό­νο, ιδί­ως σε επί­λε­κτους κα­λε­σμέ­νους, στα μέ­λη βε­βαί­ως των οι­κο­γε­νειών όσων υπη­ρε­τούν στον ναό και σε κά­ποιους άλ­λους, στους λι­γο­στούς ευ­νο­ού­με­νους, στους τυ­χε­ρούς της πε­πρω­μέ­νης συ­γκυ­ρί­ας.
Φαί­νε­ται μη­δα­μι­νό και ευ­τε­λές, αλ­λά λο­γί­ζε­ται ότι ανή­κει κυ­ριο­λε­κτι­κά στα σε­πτά και άχρα­ντα αντι­κεί­με­να, στα ων ουκ άνευ αυ­τής της πί­στης. Πρό­κει­ται για έναν απλού­στα­το κα­θρέ­φτη, συ­νή­θως ωοει­δούς ή πα­ραλ­λη­λό­γραμ­μου σχή­μα­τος, χω­ρίς κοι­νό­τυ­πα στο­λί­δια ή πε­ριτ­τά στη­ρίγ­μα­τα. Το­πο­θε­τη­μέ­νος στην υπό­γεια κρύ­πτη του, ή στην αδιό­ρα­τη εσο­χή του τοί­χου, συ­νο­ψί­ζει με υπο­δειγ­μα­τι­κή λε­πτό­τη­τα και ακρί­βεια, τα κύ­ρια δόγ­μα­τα και τις ου­σιώ­δεις προ­αι­ρέ­σεις αιώ­νων μιας πε­ποί­θη­σης που εί­δε όλα εκεί­να, τα οποία αφο­ρούν στην με­τα­φυ­σι­κή ύπαρ­ξη των πραγ­μά­των, ως κα­τ’ εξο­χήν συμ­φρα­ζό­με­να της εξ αντι­κει­μέ­νου ζω­ής, ως ανα­πό­σπα­στα δη­λα­δή κε­φά­λαια του πρω­το­κόλ­λου της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας.
Ο κα­θρέ­φτης εί­ναι το μέ­γα κα­τα­στα­τι­κό της πί­στης. Με την απο­μό­νω­σή του στα από­κρυ­φα μέ­ρη του να­ού, το γυα­λί της αυ­το­γνω­σί­ας δι­δά­σκει ανα­τρο­πές και απε­ξαρ­τή­σεις από τα πα­ρα­πει­στι­κά φαι­νό­με­να του έξω κό­σμου. Επι­βάλ­λο­ντας την ανα­δί­πλω­ση του εαυ­τού στην απο­κλει­στι­κά δι­κή του επι­κρά­τεια, πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρά «σπα­νιό­τα­το» ως εί­δος.

Στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Γιού­κιο Μι­σί­μα, Ο Να­ός του Χρυ­σού Πε­ρι­πτέ­ρου, το οποίο σύμ­φω­να με την γνώ­μη των πε­ρισ­σο­τέ­ρων κρι­τι­κών και βιο­γρά­φων του,συ­νι­στά το αρ­τιό­τε­ρο έρ­γο του, μνη­μο­νεύ­ε­ται η υπε­ρο­χή της αυ­τό­χθο­νης σι­ντοϊ­στι­κής γραμ­μής σε σχέ­ση με την ει­σα­χθεί­σα από την Ιν­δία, μέ­σω Κί­νας, βου­δι­στι­κή «ανταρ­σία». Πα­ρα­θέ­τω: «Ο Πα­τέ­ρας και ο Ηγού­με­νος εξέ­φρα­ζαν την πι­κρία τους για το γε­γο­νός ότι, τό­σο ο Στρα­τός όσο και οι ανώ­τε­ροι αξιω­μα­τού­χοι έδι­ναν ση­μα­σία μό­νο στα σι­ντοϊ­στι­κά πα­ρεκ­κλή­σια, ενώ πε­ρι­φρο­νού­σαν τους Βου­δι­στι­κούς να­ούς – για την ακρί­βεια μά­λι­στα, όχι μό­νον τους πε­ρι­φρο­νού­σαν αλ­λά και τους κα­τα­πί­ε­ζαν. Συ­ζή­τη­σαν τό­τε ποιος θα ήταν ο κα­λύ­τε­ρος χει­ρι­σμός των να­ών από την πλευ­ρά της διοί­κη­σης στο μέλ­λον».
Ο κα­θρέ­φτης πε­ρι­φρου­ρεί­ται έως τις ημέ­ρες μας ως η από­λυ­τη αξία των ιε­ρουρ­γών. Σε βά­ρος άλ­λων κο­σμο­θε­ω­ριών και πα­ρεμ­φε­ρών εσχα­το­λο­γι­κών συλ­λή­ψε­ων, η αρ­χαία σχο­λή του κα­θρέ­φτη επι­βάλ­λει τους δι­κούς της δεί­κτες. Η δε εμ­βά­πτι­ση του αν­θρώ­πι­νου προ­σώ­που στην δή­θεν πε­ριο­ρι­στι­κή επι­φά­νεια του κα­θρέ­πτη δεν κά­νει τί­πο­τε άλ­λο, πα­ρά να επι­μέ­νει να γειώ­νει την ύπαρ­ξη στην έν­δον κα­τά­στα­ση των πραγ­μά­των κα­θαυ­τά, να την φέρ­νει αντι­μέ­τω­πη με τον δαί­μο­να που κου­βα­λά­ει μέ­σα της και στον οποίο εί­ναι, ως γνω­στόν, κα­τα­χρε­ω­μέ­νη.

Στις πο­λυ­δια­βα­σμέ­νες τα­ξι­διω­τι­κές του μαρ­τυ­ρί­ες Ο Λω­τός και το Ρο­μπότ, ο Άρ­θουρ Καί­σλερ επι­χει­ρεί μια συ­γκρι­τι­κή προ­σέγ­γι­ση δύο κε­φα­λαιω­δών ανα­με­τρή­σε­ων στον κα­θρέ­φτη και στην πα­ρε­πό­με­νη ση­μειο­λο­γία του. Εδώ ο δυ­τι­κός, λί­γο πο­λύ επι­πό­λαιος τρό­πος αντι­δια­στέλ­λε­ται ευ­θέ­ως προς την αυ­στη­ρή, θε­σμι­κά προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη σι­ντοϊ­στι­κή ανά­γνω­ση. Η συ­μπε­ρα­σμα­τι­κή κρί­ση εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της ιδιο­συ­γκρα­σί­ας του οξυ­δερ­κούς εκεί­νου πλά­νη­τα: «Ο κα­θρέ­φτης στην αρ­χαία ια­πω­νι­κή πα­ρά­δο­ση ήταν όρ­γα­νο που σή­μαι­νε σχε­δόν το αντί­θε­το από ό,τι ση­μαί­νει για μάς. Δεν ήταν όρ­γα­νο μα­ταιο­δο­ξί­ας, αλ­λά πε­ρι­συλ­λο­γής […] Αυ­τός που κοι­τά­ζε­ται στον κα­θρέ­φτη δεν το κά­νει για να εξε­τά­σει την εμ­φά­νι­σή του, αλ­λά για να δει μέ­σα από την «πόρ­τα της ψυ­χής», από τα μά­τια του κά­το­πτρου, μέ­σα στον εν­δό­τα­το εαυ­τό του. Με αυ­τή την μέ­θο­δο, βρα­χυ­κυ­κλώ­νει τον εν­συ­νεί­δη­το, «πα­ρα­τη­ρη­τή – εαυ­τό του». Αυ­τό που βλέ­πει να κα­θρε­φτί­ζε­ται στα μά­τια του μέ­σα στο κά­το­πτρο εί­ναι η αρ­χι­κή αγνό­τη­τα και γα­λή­νη της πνευ­μα­τι­κής του ύπαρ­ξης. Ο Δυ­τι­κός, από την άλ­λη με­ριά, ή κοι­τά­ζε­ται στον κα­θρέ­φτη, σκε­πτό­με­νος σα Νάρ­κισ­σος – ή ο κα­θρέ­φτης που ξυ­ρί­ζε­ται με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε πορ­τραί­το του Ντό­ριαν Γκρέη».
Στην θέ­ση των πα­ραρ­τη­μά­των και των συ­στα­τι­κών της ημε­τέ­ρας «φι­λο­σό­φου μα­νί­ας τε και βακ­χεί­ας», (βλ. Πλά­τω­νος Συ­μπό­σιον, 218 β), ο σι­ντοϊ­στής πι­στός κρα­τά μό­νον το κα­θρε­φτά­κι της φω­τει­νής γνώ­σης. Δεν του χρειά­ζε­ται τί­πο­τε άλ­λο. Και τον κρα­τά όλες σχε­δόν τις φο­ρές νο­ε­ρά. Η απου­σία του εί­ναι σχε­τι­κή: ο κα­θρέ­φτης εί­ναι ο ου­ρα­νός, η λί­μνη, ο Ωκε­α­νός του νου.

Λέω να κά­τσω λί­γο ακό­μη εδώ. Ίσως ο ιε­ρέ­ας που εφη­με­ρεύ­ει να θε­λή­σει να ελέγ­ξει, αν ο κα­θρέ­φτης εί­ναι ακό­μη στη θέ­ση του. Ή μπο­ρεί ο ίδιος ο κα­θρέ­φτης να θε­λή­σει κά­ποια στιγ­μή να με δει.

ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ ΠΑ­ΡΑ­ΘΕ­ΜΑ­ΤΩΝ
Παύ­λος Βα­λε­ρί, «Η βρα­διά με τον κύ­ριο Τεστ», με­τά­φρα­ση: Γ. Σε­φε­ριά­δης, περ. Νέα Εστία, Ιού­λιος 1928.
Άρ­θουρ Καί­σλερ, Ο Λω­τός και το Ρο­μπότ, μτ­φρ. Γιού­ρι Κο­βα­λέν­κο, εκδ. Χα­τζη­νι­κο­λή 1983.
Γιού­κιο Μι­σί­μα, Ο Να­ός του Χρυ­σού Πε­ρι­πτέ­ρου, μτ­φρ. Λή­δα Παλ­λα­ντί­ου, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη 1999.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: