Το ξενοδοχείο Λισαβόνα

Το ξενοδοχείο Λισαβόνα



Πρά­σι­νη ρό­μπα από την Κί­να θα σου πά­ρω
Με δρά­κους κε­ντη­μέ­νη
Έζ­ρα Πά­ουντ, «Με­ρι­κές ακό­μα οδη­γί­ες», Lustra, μτ­φρ. Τά­κης Μεν­δρά­κος, εκδ. Αι­γό­κε­ρως




Το ξε­νο­δο­χείο Λι­σα­βό­να εί­ναι η πραγ­μα­τι­κή Μη­τρό­πο­λη του Μα­κάο. Εξω­τε­ρι­κά θυ­μί­ζει ένα τυ­πι­κό κι­νέ­ζι­κο κλου­βί. Επι­χρυ­σω­μέ­νο κά­θε βρά­δυ από το φως των χι­λιά­δων λαμ­πτή­ρων του, υπο­στη­ρί­ζει έναν εύ­λη­πτο συμ­βο­λι­σμό. Όσοι το επι­σκέ­πτο­νται για να παί­ξουν στο κα­ζί­νο του με τις πολ­λές πα­ρα­φυά­δες, πα­ρα­μέ­νουν εκεί έως το τέ­λος εγκλω­βι­σμέ­νοι και ανυ­πε­ρά­σπι­στοι, ώσπου να χά­σουν και το τε­λευ­ταίο τους κέρ­μα. Ένα με­γά­λο μέ­ρος του πλού­του, που αλ­λά­ζει χέ­ρια νύ­χτα – μέ­ρα στη Νο­τιο­α­να­το­λι­κή Ασία, περ­νά­ει ανα­γκα­στι­κά από εδώ. Εί­ναι το κέ­ντρο μιας συ­στη­μα­τι­κής, ασφα­λώς νό­μι­μης εκτρο­πής.
Ξε­νο­δο­χείο – πα­γί­δα. Απο­τε­λεί κι αυ­τό δη­μιούρ­γη­μα του προ­νοη­τι­κού Στάν­λεϊ Χο, που διεί­δε εγκαί­ρως τις μο­να­δι­κές δυ­να­τό­τη­τες ανά­πτυ­ξης της οι­κο­νο­μί­ας του Μα­κάο μέ­σα από τις δια­σταυ­ρω­μέ­νες υπη­ρε­σί­ες που θα προ­σέ­φε­ραν οι επι­χει­ρή­σεις του. Ξε­κί­νη­σε να λει­τουρ­γεί το 1970 με τρια­κό­σια δω­μά­τια, αφού πρώ­τα διά­ση­μοι γαιω­μά­ντεις και αρ­κε­τές αυ­θε­ντί­ες του feng shui ενέ­κρι­ναν την κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια του αρ­χι­τε­κτο­νι­κού σχε­δί­ου. Η κα­τα­σκευή του και οι ανά­λο­γες προ­σθή­κες ολο­κλη­ρώ­θη­καν μό­λις το 1993. Ο αριθ­μός των δω­μα­τί­ων ανήλ­θε στα χί­λια, των ει­δι­κών αι­θου­σών πο­λυ­τε­λεί­ας για τους διε­θνείς μαι­κή­νες σε εβδο­μή­ντα τέσ­σε­ρις και των εστια­το­ρί­ων σε δέ­κα τέσ­σε­ρα. Η πρό­σχα­ρη αυ­τή Μη­τέ­ρα όλων των κα­ζί­νων της ευ­ρύ­τε­ρης πε­ριο­χής απο­τε­λεί δι­καιω­μα­τι­κά το ανε­πί­ση­μο, αλ­λά κα­θο­ρι­στι­κό ση­μείο ανα­φο­ράς της ευ­μά­ρειας μιας πο­λύ­φερ­νης Ασί­ας. Της Ασί­ας εκεί­νης, που έρ­χε­ται από τα βά­θη του μύ­θου, γε­μά­τη θη­σαυ­ρούς, κει­μή­λια υπερ­βο­λών, ψευ­δαι­σθή­σεις και σκο­τει­νές αλή­θειες.
Ένας στο­λί­σκος ελι­κο­πτέ­ρων εξυ­πη­ρε­τεί σε ει­κο­σι­τε­τρά­ω­ρη βά­ση τους ανυ­πό­μο­νους, δια­κε­κρι­μέ­νους πε­λά­τες του, που εί­ναι εγκα­τε­στη­μέ­νοι στις απέ­να­ντι ακτές. Μια αλυ­σί­δα κα­τα­στη­μά­των, οπω­ρο­πω­λεί­ων, θερ­μών λου­τρών, ει­δών λαϊ­κής τέ­χνης, κα­φε­τε­ριών, χρυ­σο­χο­εί­ων, ντι­σκο­τέκ, αλ­λά και κα­τα­στη­μά­των με εί­δη της πα­ρα­δο­σια­κής κι­νε­ζι­κής φαρ­μα­κο­ποι­ί­ας, απλώ­νε­ται στο υπό­γειο, στο ισό­γειο και στον πρώ­το όρο­φο. Αμέ­τρη­τα κο­ρί­τσια από διά­φο­ρες ευ­ρα­σια­τι­κές χώ­ρες πε­ρι­φέ­ρο­νται διαρ­κώς από διά­δρο­μο σε διά­δρο­μο, έτοι­μα να τα­ξι­δέ­ψουν στον εθνι­κό τους ερω­τι­σμό άτυ­χους και τυ­χε­ρούς παί­κτες. Οι τι­μές ποι­κίλ­λουν, ενώ οι ηδο­νές αν και μοιά­ζουν λί­γο πο­λύ, εκεί στις μι­κρές τους πα­ραλ­λα­γές πα­ρά­γουν, ως γνω­στόν, την πο­λύ­τι­μη δια­φο­ρά. Ο, τι απο­τε­λεί δη­λα­δή την πο­λι­τι­σμι­κή έκ­πλη­ξη της ερω­τι­κής στιγ­μής. Το αέ­ναο αυ­τό ερω­το­γρά­φη­μα εκ­πέ­μπει τα αρ­χε­τυ­πι­κά του μη­νύ­μα­τα με τη χρή­ση ελά­χι­στων σω­μα­τι­κών συλ­λα­βών. Ένας ολο­ζώ­ντα­νος κι­νη­μα­το­γρά­φος - δεί­κτης της σε­ξουα­λι­κής δα­ψί­λειας. Ανή­κει ασφα­λώς στα αδια­φι­λο­νί­κη­τα απο­κτή­μα­τα της Λι­σα­βό­νας.
Ορ­γα­νώ­θη­κε με τα χρό­νια λοι­πόν ένα δεύ­τε­ρο Μα­κάο. Αυ­τό που κυ­ριο­λε­κτι­κά ζει αυ­το­τε­λώς μέ­σα στο υπερ­μέ­γε­θες ομοί­ω­μα του δε­σμω­τη­ρί­ου των που­λιών - παι­κτών. Μια πο­λι­τεια­κή οντό­τη­τα, που της εί­ναι αδιά­φο­ρη η κα­τά­πτω­ση που προ­κα­λεί την αι­δώ, που δεί­χνει με κά­θε τρό­πο ότι αντι­λαμ­βά­νε­ται δια­φο­ρε­τι­κά τον κό­σμο, ότι υπε­ρα­σπί­ζε­ται με συ­νέ­πεια τις δι­κές της αξί­ες, τις ατο­μι­κές της προ­ο­πτι­κές, δια­κη­ρύσ­σο­ντας στην χαρ­το­παι­κτι­κή πρά­ξη, στο γύ­ρι­σμα της ρου­λέ­τας, στις άτεγ­κτες εντο­λές του κρου­πιέ­ρη, την φι­λο­σο­φία του κυ­νι­σμού, την μό­νη άλ­λω­στε που ασπά­ζε­ται.
Η κε­ντρι­κή εί­σο­δος ανα­πα­ρι­στά ένα τε­ρά­στιο, ορ­θά­νοι­κτο στό­μα τί­γρης. Συμ­βο­λι­σμός, που από μια άπο­ψη ακυ­ρώ­νει τον άλ­λο, εκεί­νον του κλου­βιού, διό­τι η πι­θα­νό­τη­τα από­δρα­σης στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση θα πρέ­πει μάλ­λον να απο­κλει­στεί.
Με κα­τα­πί­νει κι εμέ­να το στό­μα της τί­γρης. Φυ­σιο­λο­γι­κή διείσ­δυ­ση σ΄ ένα εξευ­γε­νι­σμέ­νο το­τέμ. Προ­φα­νώς μια αυ­θόρ­μη­τη πρά­ξη ανο­χής. Προ­χω­ρώ­ντας στην χο­ά­νη του κόκ­κι­νου βε­λού­δου, προ­ε­τοι­μά­ζο­μαι για τα χει­ρό­τε­ρα. Σύμ­πτω­μα κι αυ­τό της κε­κτη­μέ­νης ατα­ρα­ξί­ας.

(Τώ­ρα που δια­βά­ζω αυ­τές τις γραμ­μές, διορ­θώ­νο­ντας τα τυ­πο­γρα­φι­κά δο­κί­μια, χι­λιά­δες χι­λιό­με­τρα πια μα­κριά από την Κί­να, μού φαί­νε­ται ότι το πέ­ρα­σμά μου μέ­σα από το στό­μα της πυ­λαί­ας εκεί­νης τί­γρης ήταν ένα αδό­κη­το βά­φτι­σμα στο κιτς. Μια πρά­ξη αθώ­ας εμπλο­κής μου στην πα­ρα­φο­ρά. Αν μου δι­νό­ταν θε­ω­ρη­τι­κά η ευ­και­ρία να ζή­σω από την αρ­χή αυ­τή τη μέ­ρα, εκεί στην καρ­διά του Μα­κάο, να εί­χα και πά­λι το δι­καί­ω­μα της πρώ­της επι­λο­γής, δη­λα­δή να εν­δώ­σω ή όχι στην τί­γρη, θα διά­λε­γα και πά­λι την κα­τά­πο­ση. Άλ­λω­στε, εί­τε απο­δέ­χε­ται κα­νείς την στρα­τη­γι­κή του amor fati, την ανυ­πό­κρι­τη αγά­πη, τον άνευ όρων προ­σε­ται­ρι­σμό του πε­πρω­μέ­νου του, εί­τε όχι. Επι­στρέ­φω στον βο­λι­κό ιστο­ρι­κό ενε­στώ­τα εκεί­νης της Λι­σα­βό­νας του Μα­κάο:)

Με φω­το­γρα­φι­κή λε­πτό­τη­τα: Στις τα­πε­τσα­ρί­ες, στα πρό­σω­πα, σε κά­θε επι­φά­νεια, ζω­ντα­νή ή όχι αυ­τού του πε­ρί­κλει­στου, απο­πνι­κτι­κού χώ­ρου προ­βάλ­λε­ται στα­θε­ρά η αιω­νιό­τη­τα του ισο­πε­δω­τι­κού πά­θους. Εί­ναι η κυ­ρί­αρ­χη αί­σθη­ση, που με κα­θη­λώ­νει μό­λις φτά­νω στο κε­ντρι­κό, κα­τά­με­στο σα­λό­νι με την γνω­στή βα­ριά μυ­ρω­διά, που συ­νε­πά­γε­ται η πα­ρα­τε­τα­μέ­νη πο­λυ­κο­σμία σε κλει­στό χώ­ρο. H τυ­φλή ρο­πή προς τη με­ριά του αβέ­βαιου, δη­λα­δή κα­τα­λυ­τι­κού Πό­ρου, η προσ­δο­κία του ευ­και­ρια­κού πλου­τι­σμού, που δεν εμπε­ριέ­χει κα­νέ­ναν απο­λύ­τως ερ­γα­σια­κό χρό­νο, συ­νι­στούν τις μό­νες όψεις της ζω­ής. Εί­ναι η αλή­θεια αυ­το­προ­σώ­πως .

Γνω­ρί­ζου­με ότι η αυ­το­σπί­λω­ση απο­τε­λεί την κατ΄ εξο­χήν ρή­τρα των παι­χνι­διών αυ­τού του εί­δους. Μό­νο που εδώ τα πράγ­μα­τα επι­μέ­νουν σε ωμό­τε­ρες εκ­δο­χές, σα­φώς μα­ζι­κό­τε­ρες. Όλο αυ­τό το θέ­α­μα των εκα­το­ντά­δων ευά­λω­των αν­θρώ­πων, που αν και εί­ναι έτοι­μοι να κα­ταρ­ρεύ­σουν από τη μια στιγ­μή στην άλ­λη, επι­δει­κνύ­ουν παρ΄ όλα αυ­τά έναν απί­στευ­το εθι­σμό στο πα­ρά­λο­γο, έναν απρο­κά­λυ­πτο ηρω­ι­σμό, πι­στεύ­ο­ντας ακρά­δα­ντα ότι η υπε­ρο­ψία της μοί­ρας προς τους θνη­τούς δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά η έσχα­τη ευ­τέ­λεια, όλη αυ­τή η πα­ρά­στα­ση της βα­θύ­τα­της, και γι΄ αυ­τό το λό­γο δυ­σε­ξι­χνί­α­στης ανά­γκης για εκού­σια, σκλη­ρή τι­μω­ρία, θα έλε­γα ότι σ΄ ένα βαθ­μό ανα­κα­λεί την σφο­δρή τά­ση αυ­το­μα­στί­γω­σης, που διέ­κρι­νε ανέ­κα­θεν ορι­σμέ­νους επι­φα­νείς και μη θρη­σκο­μα­νείς σε διά­φο­ρα ση­μεία του πλα­νή­τη.
Απο­ζη­μιώ­νο­μαι έτσι με τρό­πο ανα­πά­ντε­χα εντυ­πω­σια­κό για την πρώ­τη μου αυ­τή επί­σκε­ψη. Απε­δεί­χθη λί­γο αρ­γό­τε­ρα ότι δεν στά­θη­κε και η μό­νη. Η συ­νά­φειά μου με τις αρ­νη­τι­κές μας πτυ­χές, ο ανα­γκαί­ος συγ­χρω­τι­σμός μου με το αρ­νη­τι­κό θαύ­μα, που συ­νι­στά ένα με­γά­λο κα­τά κα­νό­να τμή­μα της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης, ίσως να εί­ναι εν τέ­λει υπό­θε­ση αι­σθη­τι­κών απο­τι­μή­σε­ων. Απο­τυ­πώ­νω πε­ρι­γράμ­μα­τα, όψεις, εμ­μο­νές της νύ­χτας, έμπρα­κτες δο­μές των ερώ­των της τρά­που­λας. Το ξέ­φτι­σμα του εί­ναι. Η ζο­φε­ρή τοι­χο­γρα­φία των σπα­σμω­δι­κών εκ­πτώ­σε­ων της ύπαρ­ξης εί­ναι ανε­ξά­ντλη­τη. Το ξε­νο­δο­χείο Λι­σα­βό­να, ιστο­ρι­κός πλέ­ον πό­λος εκτό­νω­σης των χαρ­το­παι­κτι­κών και άλ­λων αι­ρέ­σε­ων, συ­νι­στά, με­τα­ξύ άλ­λων, ένα κέ­ντρο μύ­η­σης, πλά­γιας και μά­λι­στα ομοιο­πα­θη­τι­κής, στον πο­λι­τι­σμό της απο­στρο­φής.



Το ξενοδοχείο Λισαβόνα
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: