Για έναν χάρτη του Γκαμελάν

Για έναν χάρτη του Γκαμελάν

Η μου­σι­κή εί­ναι η λύ­πη για την ου­ρά­νια κα­τοι­κία που ο άν­θρω­πος έχει απο­λέ­σει
————Ιμπν Αλ- Φα­ρίντ

                                                                          Στον Μα­νό­λη Γα­λιά­τσο

                                       

         

Μπρο­στά μου τα μεμ­βρα­νό­φω­να κρου­στά, τα γκονγκ, τα φλά­ου­τα, τα με­ταλ­λό­φω­να, τα ξυ­λό­φω­να... εκεί­νος ξε­χω­ρί­ζει αμέ­σως. Τρί­τος από αρι­στε­ρά στη δεύ­τε­ρη σει­ρά. Λί­γα μό­λις μέ­τρα μα­κριά μου. Πα­ρά τα ρού­χα του, τα αυ­θε­ντι­κά μπα­λι­νέ­ζι­κα, πα­ρά τις με­τρη­μέ­νες κι­νή­σεις του, κα­θώς παί­ζει φα­νε­ρά συ­νε­παρ­μέ­νος το ξυ­λό­φω­νο, εμ­φα­νώς εξοι­κειω­μέ­νος με την όλη μου­σι­κή ρη­το­ρεία του κυ­ρί­ου θέ­μα­τος και των πα­ραλ­λα­γών του, πα­ρα­μέ­νο­ντας συ­ντο­νι­σμέ­νος με τα υπό­λοι­πα μέ­λη της λαϊ­κής ορ­χή­στρας, δια­φέ­ρει αι­σθη­τά. Τον προ­δί­δουν τα μα­κριά, ξαν­θά μαλ­λιά του. Δεν μι­μεί­ται κά­τι. Δεν χρειά­ζε­ται άλ­λω­στε. 'Υ­πάρ­χει, αντι­λαμ­βά­νε­ται κι ενερ­γεί σαν ένα αυ­τό­μα­το της γε­νι­κής συ­γκί­νη­σης. Κι­νεί­ται ελα­φρώς, μό­νο απο τη μέ­ση και πά­νω, κα­θι­σμέ­νος κα­τά­χα­μα, όπως όλοι ανε­ξαι­ρέ­τως οι μου­σι­κοί, γύ­ρω στους εί­κο­σι πε­ρί­που. Κα­τά­χα­μα, για να μην υπάρ­χει δια­φο­ρά ή προ­νό­μιο. Ίσως πριν από και­ρό, όταν μά­θαι­νε σχο­λα­στι­κά αυ­τό το εί­δος της μου­σι­κής, να περ­νού­σε ανα­γκα­στι­κά από κά­ποια στά­δια μί­μη­σης. Τώ­ρα όμως δεν μι­μεί­ται ού­τε υπο­κρί­νε­ται. Απλώς, εκτε­λώ­ντας το συ­γκε­κρι­μέ­νο κομ­μά­τι, συμ­με­τέ­χει με όλο του το εί­ναι σ΄ αυ­τή την τό­σο δυ­να­μι­κή κοι­νό­τη­τα των ήχων. Μα­ζί με τους ντό­πιους, αυ­το­δί­δα­κτους μεν, ικα­νό­τα­τους όμως μου­σι­κούς, θέ­λει να δεί­χνει μη – άτο­μο. Και πράγ­μα­τι παί­ζει σα να ήταν από πά­ντα ένας απα­ράλ­λα­χτος συν – κά­τοι­κος. Δη­λα­δή ο ανώ­νυ­μος γη­γε­νής. Ο πρω­το­γε­νής φο­ρέ­ας του ιδιώ­μα­τος γκα­με­λάν. Κι εί­ναι φτυ­στός ο Νικ Νόλ­τε. Σε νε­α­ρή ηλι­κία. Λες και βγή­κε από την οθό­νη του κι­νη­μα­το­γρά­φου κι έφτα­σε ως εδώ, στην αυ­λή του αρ­χαί­ου να­ού που φι­λο­ξε­νεί συ­νή­θως δυο τρεις ημέ­ρες την εβδο­μά­δα τις πα­ρα­στά­σεις του γκα­με­λάν.
Μα­θαί­νω ότι ζει κι ερ­γά­ζε­ται χρό­νια στο νη­σί. Για ν΄ απο­φύ­γει μά­λι­στα το πή­γαι­νε έλα στο εξω­τε­ρι­κό, προ­κει­μέ­νου να ανα­νε­ώ­νει μια φο­ρά το μή­να τις προ­βλε­πό­με­νες θε­ω­ρή­σεις ει­σό­δων και εξό­δων στο δια­βα­τή­ριό του, όπως οφεί­λει, για να μην έχει μπλε­ξί­μα­τα με το το­πι­κό Γρα­φείο Με­τα­νά­στευ­σης, έχει φρο­ντί­σει να εφο­δια­σθεί με την προ­βλε­πό­με­νη σε ορι­σμέ­νες δια­κρι­τές πε­ρι­πτώ­σεις βί­ζα μα­κράς διαρ­κεί­ας. Προ­φα­νώς κα­τα­βάλ­λει το πο­σόν των χι­λί­ων ευ­ρώ ετη­σί­ως. Ή και πα­ρα­πά­νω. Τί­πο­τα δεν εί­ναι κρυ­φό σ΄ αυ­τή τη γει­το­νιά του νο­τιο­α­να­το­λι­κού Μπά­λι. Δεν θ΄ αρ­γή­σω να μά­θω ότι εί­ναι Ολ­λαν­δός. Βέ­βαια, το εί­χα ήδη προ πολ­λού μα­ντέ­ψει.
Το με­γά­λο, το ασή­κω­το, το κυ­ρί­αρ­χο γκονγκ λά­μπει στο φως του απο­γεύ­μα­τος. Υπαι­νίσ­σε­ται την ασφά­λεια που πα­ρέ­χει η τέ­λεια, η πολ­λα­πλώς επε­ξερ­γα­σμέ­νη πε­ρι­φέ­ρειά του. Ου­σιώ­νει το κλέ­ος του κύ­κλου. Και μα­ζί με αυ­τό υπο­δη­λώ­νε­ται ασφα­λώς η ιδέα της κυ­κλι­κής επα­να­λει­τουρ­γί­ας της Φύ­σης με­τά απο μια πα­ρο­δι­κή παύ­ση. Το γκονγκ συ­ναρ­τά­ται με το βα­ρύ­τι­μο νό­η­μα του μύ­θου. Απο­τε­λεί ταυ­το­χρό­νως την κα­θο­ρι­στι­κή αρ­χή των μου­σι­κών φθόγ­γων. Εί­ναι η απα­ραί­τη­τη επι­φά­νεια, η πη­γή του πρώ­του ήχου. Το πρό­σταγ­μα της αφή­γη­σης χω­ρίς τέ­λος. Γκονγκ, φτιαγ­μέ­νο από το μέ­ταλ­λο των ευ­γε­νών συν­δυα­σμών. Προ­ϊ­όν επι­μει­ξί­ας του κό­σμου που ξέ­ρου­με ή νο­μί­ζου­με πως ξέ­ρου­με, και του άλ­λου, εκεί­νου των αο­ρά­των. Τε­χνί­τες, φι­λό­μου­σοι δαί­μο­νες και πνεύ­μα­τα συ­νερ­γά­στη­καν για χρό­νια πολ­λά για να μας χα­ρί­σουν τον πρί­γκι­πα των με­τάλ­λων του Ιν­δουι­σμού. Τον μπρούν­τζο. Αυ­τό ισχυ­ρί­ζε­ται το με­γά­λο, το βα­θύ­η­χο γκονγκ και τα άλ­λα μπρούν­τζι­να, μι­κρό­τε­ρα αδέλ­φια του στην αυ­το­σχέ­δια σκη­νή, την πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νη από στι­βα­ρά, πα­νύ­ψη­λα μπα­μπού. Εδώ η πα­ρα­δο­σια­κή, εγ­χώ­ρια ορ­χή­στρα γκα­με­λάν μας κα­λεί, εκα­τό πε­ρί­που άτο­μα, να τα­ξι­δέ­ψου­με άλ­λη μια φο­ρά στο απώ­τε­ρο πα­ρελ­θόν των μου­σι­κών προ­τά­σε­ων του Αρ­χι­πε­λά­γους της Ιν­δο­νη­σί­ας των δέ­κα επτά χι­λιά­δων νη­σιών.
Τα με­ταλ­λό­φω­να, τα γκονγκ όλων των δια­στά­σε­ων, τα ξυ­λό­φω­να, τα φλά­ου­τα, τα μεμ­βρα­νό­φω­να κρου­στά, το ρε­μπάμπ, με δύο χορ­δές κουρ­δι­σμέ­νες σε διά­στη­μα πέμ­πτης πε­ρί­που, συ­να­πο­τε­λούν τα εχέγ­γυα της υπο­δειγ­μα­τι­κής προ­βο­λής μιας κα­θό­λα δη­μιουρ­γι­κής, με­τα­φυ­σι­κής διά­στα­σης. Ό, τι δη­λα­δή συ­νέ­χει ακό­μη αυ­τό το νη­σί, από τη μια ως την άλ­λη του άκρη. Θα εμ­φα­νι­στούν μά­λι­στα στην ώρα τους και οι βα­γιάν, οι μα­ριο­νέ­τες του θε­ά­τρου σκιών. Έρ­χο­νται από το όνει­ρο του θε­ού Σί­βα για να με­τα­φέ­ρουν στο σα­νι­δέ­νιο βά­θρο, όσο πιο κα­λά μπο­ρούν, δη­μο­φι­λή ή και άγνω­στα για τους πολ­λούς επει­σό­δια από την Μα­χα­μπ­χα­ρά­τα και τη Ρα­μα­γιά­να. Ο κύ­κλος της ακ­μής του όντος, της πε­πρω­μέ­νης πα­ρακ­μής του και της ανα­με­νό­με­νης, πο­θη­τής επα­νεμ­φά­νι­σής του συ­νι­στά την κύ­ρια δια­κή­ρυ­ξη του γκα­με­λάν και των συμ­φρα­ζο­μέ­νων του.
Οι λέ­ξεις, άλ­λες τρα­χιές, άλ­λες γου­λιές από φοι­νι­κό­κρα­σο, λέ­ξεις από τα βά­θη των αιώ­νων, που θα έγδερ­ναν τους ου­ρα­νί­σκους των μα­θη­τευό­με­νων στο χώ­ρο, προ­φέ­ρο­νται από τις σο­φές, ευ­ρη­μα­τι­κές εκ γε­νε­τής μα­ριο­νέ­τες με τη χά­ρη, αλ­λά και την εξό­φθαλ­μη αυ­το­πε­ποί­θη­ση με την οποία μι­λά­ει ένα έξυ­πνο παι­δί. Ελά­χι­στοι ή μάλ­λον κα­νέ­νας δεν αντι­λαμ­βά­νε­ται όμως το ακρι­βές ή έστω το αμυ­δρό νό­η­μά τους. Εί­ναι απο­λι­θώ­μα­τα λό­γου. Ζω­τι­κά, αει­θα­λή, μυ­στι­κά του στό­μα­τος και του μυα­λού. Ανή­κουν στην αχα­νή αρ­χαιο­λο­γία των ιν­δουι­στι­κών ση­μαι­νο­μέ­νων. Δεν έχει όμως σή­με­ρα κα­μιά απο­λύ­τως ση­μα­σία η πι­στή ή μη με­τά­φρα­σή τους στην ευ­έ­λι­κτη κι επι­λε­κτι­κή μπα­χά­σα ιντο­νί­σια, δη­λα­δή στην επί­ση­μη γλώσ­σα. Αρ­κεί αυ­τή η αί­σθη­ση της πρω­το­γε­νούς μέ­θε­ξης που κα­τα­κλύ­ζει τους θε­α­τές - ακρο­α­τές. Μυ­η­μέ­νους και μη. Η μου­σι­κή και οι άγνω­στες εν τέ­λει λέ­ξεις προ­σφέ­ρουν την ηδο­νή της κα­τα­νό­η­σης πέ­ρα από τις συμ­βά­σεις της τυ­πι­κής ανταλ­λα­γής μη­νυ­μά­των. Το φα­ντα­σια­κό υπει­σέρ­χε­ται στα ηχη­τι­κά κύ­μα­τα με την άνε­ση που πε­τά­ει ο νε­α­ρός αε­τός. Κα­νέ­νας όρος αρ­χε­τυ­πι­κής επι­κοι­νω­νια­κής ορ­θό­τη­τας δεν επι­βάλ­λε­ται εξ ορι­σμού στη σκη­νή των δρώ­με­νων. Η αρ­μο­νία θα φα­νεί βέ­βαια για μια στιγ­μή ακυ­ρω­μέ­νη. Για μια στιγ­μή μό­νο. Η ευ­φο­ρία θα γε­νι­κευ­τεί, κα­θώς οι επα­ΐ­ο­ντες των μου­σι­κών συ­ζεύ­ξε­ων θα στή­σουν και πά­λι γέ­φυ­ρες εν­συ­ναί­σθη­σης. Το πα­ρα­μύ­θι της διά­λυ­σης του κό­σμου, αλ­λά και της επα­να­φο­ράς του στην προη­γού­με­νη κα­τά­στα­ση ξε­δι­πλώ­νε­ται.

Δια­κρί­νω έναν ακό­μη αλ­λο­δα­πό. Όχι ανά­με­σα στους μου­σι­κούς αυ­τή τη φο­ρά, αλ­λά στην άκρη της δι­κής μου σει­ράς. Λί­γα μό­λις κα­θί­σμα­τα πιο πέ­ρα, στα δε­ξιά μου. Πώς και δεν τον εί­χα προ­σέ­ξει τό­σην ώρα; Τα κο­ντά, κα­τά­μαυ­ρα μαλ­λιά στε­φα­νώ­νουν το μέ­τω­πο, η γνω­στή φράν­τζα, το βλέμ­μα που δια­περ­νά τα πράγ­μα­τα ή που θέ­λει να τα δια­πε­ρά­σει, το στή­σι­μο του σώ­μα­τος που πρό­κει­ται να πρω­τα­γω­νι­στή­σει σε μια μοι­ραία πο­δη­λα­το­δρο­μία. Η απο­φα­σι­στι­κή μύ­τη. Αβρό­τη­τα και στι­βα­ρό­τη­τα μα­ζί. Μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη προ­σω­πο­γρα­φία. Η σο­βα­ρό­τη­τα, η γα­λή­νη, η νη­φα­λιό­τη­τα. Κι ένα πά­θος που βρά­ζει μέ­σα του και δεν λέ­ει να ησυ­χά­σει, πα­ρά τα χρό­νια που πέ­ρα­σαν. Πα­ρά τη μου­σι­κή που έγρα­ψε και αι­σθάν­θη­κε ως τα μύ­χια του υπέ­ρο­χου νου του. Σαν να τον έχω δει να βγαί­νει ολο­ζώ­ντα­νος από έναν πί­να­κα ζω­γρα­φι­κής.
Άφη­σα για λί­γο τις μα­ριο­νέ­τες του θε­ά­τρου σκιών για να δω κα­λύ­τε­ρα το πρό­σω­πο του του­ρί­στα. Άρ­χι­ζε κιό­λας να μου θυ­μί­ζει όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο εκεί­νον. Τον δεί­χνω στη φί­λη μου. Τό­τε ακρι­βώς, προ­τού εκεί­νη προ­λά­βει να πει κά­τι, βρή­κα το όνο­μα. Βέ­βαια, του έμοια­ζε και μά­λι­στα πο­λύ. Ο Ντε­μπι­σί. Ναι, όντως ολόι­διος ο συν­θέ­της. Ο οποί­ος, όπως θυ­μή­θη­κα αμέ­σως σχε­δόν, δεν έπα­ψε πο­τέ να μνη­μο­νεύ­ει, με τον ίδιο πά­ντα εν­θου­σια­σμό, τις μου­σι­κές αξί­ες που κο­μί­ζει το συ­γκρό­τη­μα γκα­με­λάν. Το εί­χε δει από κο­ντά και το εί­χε ακού­σει να παί­ζει σε δη­μό­σια πα­ρά­στα­ση στο Πα­ρί­σι. Εί­χε φτά­σει εκεί, πρώ­τη φο­ρά από την Ιά­βα της Ιν­δο­νη­σί­ας, για να συμ­με­τά­σχει στο πλαί­σιο των εκ­δη­λώ­σε­ων της Διε­θνούς Έκ­θε­σης του 1889.
Τα επί­μο­να με­ταλ­λό­φω­να, τα εμ­φα­τι­κά γκονγκ, τα απο­τρε­λα­μέ­να ξυ­λό­φω­να, τα υπο­βλη­τι­κά φλά­ου­τα, τα μεμ­βρα­νό­φω­να κρου­στά, το οξύ­νου ρε­μπάμπ πά­λι και πά­λι, συ­στη­μα­τι­κά χω­ρίς σο­λίστ ή μα­έ­στρο, αχρεί­α­στοι να εί­ναι, όρ­γα­να μιας σφυ­ρη­λα­τη­μέ­νης συλ­λο­γι­κό­τη­τας, όρ­γα­να της αλ­λη­λεγ­γύ­ης των ρυθ­μών, μας έχουν πά­ει στο με­τα­ξύ εκεί που θέ­λη­σαν από την πρώ­τη στιγ­μή. Εί­μα­στε η επα­λή­θευ­ση των δυ­να­το­τή­των τους, η από­λυ­τη απο­δο­χή και η εν­δυ­νά­μω­ση της το­νι­κό­τη­τάς τους. Μπαί­νου­με χω­ρίς κα­νέ­να δι­σταγ­μό στο πο­τά­μι των αρ­χι­κά αλ­λο­πρό­σαλ­λων ήχων. Αυ­θά­δεις, νο­σταλ­γι­κοί, ακα­τά­λη­πτοι, ενί­ο­τε εκ­κω­φα­ντι­κοί, με­γα­λο­πρε­πείς αίφ­νης, έμπει­ροι της ιδιό­μορ­φης φού­γκας, ήχοι – σαλ­πί­σμα­τα – κρωγ­μοί – άριες που ξε­χύ­νο­νται, τα­ξι­δεύ­ουν μέ­σα από όλους τους πό­ρους μας και ξα­να­μα­ζεύ­ο­νται εκεί από όπου άρ­χι­σαν. Για να μας θυ­μί­σουν με το γκονγκ πά­λι επι­κε­φα­λής, ελά­χι­στα δευ­τε­ρό­λε­πτα με­τά, ότι τί­πο­τε δεν εί­ναι ορι­στι­κό και πα­γιω­μέ­νο εσα­εί στο σύ­μπαν. Ήχοι αγκα­θω­τοί και λεί­οι, ακα­τα­νό­η­τοι και φί­λιοι, που θέ­λουν να γε­μί­σουν αυ­τό το κεί­με­νο, να το πλημ­μυ­ρί­σουν με ανυ­πό­τα­χτες, πο­λύ­ση­μες νό­τες, ώσπου όλα να γί­νουν ένα δι­καί­ω­μα ευ­τυ­χούς ανα­χρο­νι­σμού.


Βιβλιογραφία παραθέματος
Ιμπν Αλ–Φα­ρίντ, ήτοι Umar Ibn Al–Farid, Sufi Verse, Saintly Life (Classics of Western Spirituality), ει­σαγ. - μτ­φρ.: Th. Emil Homerin, Paulist Press, Nιού Τζέσ­ρι, 2001

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: