Μακάο: η Πύλη της Σελήνης

Μακάο: η Πύλη της Σελήνης

Η ποί­η­ση κά­νει εν­συ­νεί­δη­τα αυ­τό που οι φυ­λές των πρω­τό­γο­νων έκα­ναν ασύ­νει­δα
Έρ­νεστ Φε­νο­λό­ζα, Ο κι­νέ­ζι­κος γρα­πτός χα­ρα­κτή­ρας ως μέ­σον για την ποί­η­ση


Η Θεά των ψα­ρά­δων, η Α – μα, έδω­σε το όνο­μά της στο Μα­κάο. Έδει­ξε ένα πρωί στους έκ­θαμ­βους πι­στούς της την πλα­γιά ενός λό­φου, λέ­γο­ντάς τους ότι εκεί θα ήθε­λε να της χτί­σουν ένα ναό. Εν­νο­εί­ται ότι την υπά­κου­σαν αμέ­σως. Το αφιέ­ρω­μά τους, ένα ισορ­ρο­πη­μέ­νο σύ­μπλεγ­μα τριών κτι­σμά­των, απο­τε­λεί έως σή­με­ρα ένα από τα αξιο­θέ­α­τα της πε­ριο­χής. Άλ­λος θρύ­λος, που μας έρ­χε­ται από τα χρό­νια της δυ­να­στεί­ας των Μινγκ (1368 – 1644) ανα­φέ­ρε­ται σ’ ένα κο­ρί­τσι, που πα­ρά­κου­σε τον πά­μπλου­το, αυ­ταρ­χι­κό πα­τέ­ρα του κι έφυ­γε κρυ­φά με ένα κα­ρυ­δό­τσου­φλο από μια πα­ρά­κτια πό­λη της νο­τιο­α­να­το­λι­κής Κί­νας, το Φου­τζιάν, για να πά­ει στην Κα­ντώ­να. Όλα τα πλοία και πλοιά­ρια που τα­ξί­δευαν σε εκεί­νες τις θά­λασ­σες την ίδια ακρι­βώς πε­ρί­ο­δο βού­λια­ξαν, εκτός από το δι­κό τoυ, που έφτα­σε αι­σί­ως στο Μα­κάο, εκα­τόν σα­ρά­ντα πέ­ντε μί­λια μα­κριά από τον αρ­χι­κό προ­ο­ρι­σμό της. Το κο­ρί­τσι όμως δεν βρέ­θη­κε που­θε­νά. Το έψα­ξαν για και­ρό μά­ταια. Το ξα­να­εί­δαν όμως αρ­γό­τε­ρα να κα­τε­βαί­νει από τον ου­ρα­νό. Ήταν η ίδια η Θεά που τους έδει­χνε την συ­γκε­κρι­μέ­νη το­πο­θε­σία του μελ­λο­ντι­κού της ιε­ρού.
Οι Πορ­το­γά­λοι, όταν πρω­το­έ­φθα­σαν εδώ, άρ­χι­σαν να μι­λούν για τον κόλ­πο της Α – μα, τον γνω­στό ήδη με το κα­ντο­νέ­ζι­κο όνο­μά του Α – μα γκάο. Λί­γες δε­κα­ε­τί­ες με­τά, συ­γκε­κρι­μέ­να το 1586, δο­κί­μα­σαν να εκ­χρι­στια­νί­σουν, στο μέ­τρο του δυ­να­τού, την αποι­κία τους, βα­φτί­ζο­ντάς την επί­ση­μα με την μάλ­λον σχοι­νο­τε­νή πε­ρί­φρα­ση Πό­λη κτι­σμέ­νη στο όνο­μα του Θε­ού στην Κί­να. Ήταν πια πο­λύ αρ­γά. Το το­πω­νύ­μιο Α – μα γκάο ή επί το απλού­στε­ρον Μα­κάο εί­χε επι­βλη­θεί στις συ­νει­δή­σεις των κα­τοί­κων του, αλ­λά και σε όλους εκεί­νους με τους οποί­ους έρ­χο­νταν από χρό­νια σε τα­κτι­κή επα­φή.
Το ανη­φο­ρι­κό μο­νο­πά­τι με τα δα­σύ­φυλ­λα αι­νίγ­μα­τα με οδη­γεί στα εν­δό­τε­ρα του προ­σκυ­νή­μα­τος. Αφή­νω πί­σω μου τις συ­στά­δες των μπα­μπού και των μπά­νιαν. Στα­μα­τώ για λί­γο μπρο­στά στους μι­κρο­σκο­πι­κούς, δο­ρυ­φο­ρι­κούς βω­μούς, στους ιε­ρούς λί­θους που εί­ναι σπαρ­μέ­νοι στο φως μιας υπερ­βα­τι­κής γνώ­σης, στα υπό­λοι­πα μνη­μό­νια της ακλό­νη­της προ­σή­λω­σης των ντό­πιων στη Θεά των νε­ρών: πα­ντού ανε­ξά­λει­πτα ση­μά­δια δι­καιο­λο­γη­μέ­νου φό­βου. Στην άκρη του το­πί­ου η θά­λασ­σα φλέ­γε­ται στο απο­με­σή­με­ρο του Αυ­γού­στου. «Τo κα­θα­ρό φαί­νε­σθαι εί­ναι μια φω­τιά που καί­ει», τα λό­για του Βού­δα γεν­νιού­νται στο βά­θος των πραγ­μά­των που εξα­γνί­ζο­νται.
H επι­βλη­τι­κή αψί­δα λί­γο πιο πά­νω με προ­ε­τοι­μά­ζει για την συ­νά­ντη­σή μου με την προ­στά­τι­δα του Μα­κάο. Δεν πρό­κει­ται για την από­κο­σμη ου­σία των μυ­στι­κι­στών, ού­τε για το απρό­σι­το βί­ω­μα των δι­κών μας αγί­ων. Η Α – μα μνη­μειώ­νει εδώ ένα εί­δος προ­σή­νειας, ένα πλέγ­μα οι­κειό­τη­τας του θεί­ου. Έτσι του­λά­χι­στον με βε­βαιώ­νει η τι­θα­σευ­μέ­νη όψη του πε­ρι­βάλ­λο­ντος. Tο πέ­ρα­σμά μου στην κύ­ρια εστία της λα­τρεί­ας εί­ναι υπό­θε­ση λί­γων λε­πτών. Στο με­τα­ξύ, με τη βο­ή­θεια του ξε­να­γού και της Λι Μανγκ, έχω βαλ­θεί να αντι­γρά­ψω, με­τα­φρά­ζο­ντάς τα πρό­χει­ρα στα αγ­γλι­κά, όλα τα ευ­διά­κρι­τα μη­νύ­μα­τα, που εί­ναι χα­ραγ­μέ­να στις πέ­τρες των προ­σευ­χών.
Στο προ­αύ­λιο του κύ­ριου να­ού μας υπο­δέ­χε­ται αμέ­σως το χα­ρού­με­νο κα­ρα­βά­κι της Θε­άς. Απει­κο­νί­ζε­ται με ζω­η­ρά κί­τρι­να, κα­φε­τιά και γα­λά­ζια χρώ­μα­τα πά­νω σ΄ ένα χορ­τα­ρια­σμέ­νο βρά­χο. Τα τέσ­σε­ρα ιδε­ο­γράμ­μα­τα στη ση­μαία του δη­λώ­νουν κα­τά λέ­ξη, «δια­σχί­ζο­ντας το νε­ρό με ασφά­λεια». Αντι­λαμ­βά­νο­μαι ότι το σκη­νι­κό ομο­λο­γεί μια πε­ρίσ­σεια τά­μα­τος, μια υπερ­βο­λή μυ­στι­κών. Ανα­δει­κνύ­ο­ντας δια­κρι­τι­κά την με­τα­φυ­σι­κή του υπό­στα­ση, ο χώ­ρος μάλ­λον με θέ­λει συ­νερ­γό, ανεν­δοί­α­στο κοι­νω­νό του χρό­νου του.
Στη δρο­σε­ρή σκιά της ανη­φό­ρας, αρ­κε­τά ψη­λό­τε­ρα, ξε­χω­ρί­ζει ένα στρογ­γυ­λό, οβάλ μάλ­λον, κα­τα­κόκ­κι­νο πέ­ρα­σμα. Η κομ­ψό­τη­τα του μπο­ρεί να συ­γκρι­θεί άνε­τα με ένα τε­τρά­στι­χο του Λι Τάι Πο. Πρό­κει­ται για τη λε­γό­με­νη Πύ­λη της Σε­λή­νης. Στο αέ­τω­μά της οι εν­νέα, εμ­φα­νώς προ­στα­τευ­τι­κοί δρά­κοι, επι­μέ­νουν να δια­τη­ρούν ακέ­ραιη την αί­γλη της ου­ρά­νιας κα­τα­γω­γής τους. Η εκ­δο­χή του υπερ­κό­σμιου εγκι­βω­τί­ζε­ται με από­λυ­τη φυ­σι­κό­τη­τα σε μια κα­λο­σχε­δια­σμέ­νη αρ­χι­τε­κτο­νι­κή πα­ρά­στα­ση. Αυ­το­πε­ριο­ρι­ζό­με­νο σκό­πι­μα σ΄ αυ­τή την ομά­δα των κα­λο­κά­γα­θων, εξαι­ρε­τι­κά ευ­κί­νη­των όντων του λαϊ­κού φρο­νή­μα­τος, το με­τα­φυ­σι­κό στοι­χείο με­τα­τρέ­πε­ται βαθ­μιαία σε δο­μι­κό θυ­ρεό πα­ρη­γο­ρί­ας. Η Πύ­λη της Σε­λή­νης υπεν­θυ­μί­ζει δη­λα­δή την γε­νι­κό­τε­ρη, αδιά­λει­πτη πά­ντως, εξάρ­τη­ση ολό­κλη­ρης της υπο­σε­λή­νιας επι­κρά­τειας από το ζω­τι­κό όνει­ρο.
Η κυ­ρί­αρ­χη επι­γρα­φή δί­πλα μου απο­δί­δε­ται στη γλώσ­σα μας ως «το πέ­ρα­σμα στη φώ­τι­ση». Αρ­κε­τά μέ­τρα πιο πά­νω απο­δελ­τιώ­νω ένα ξόρ­κι για την αντι­με­τώ­πι­ση της κα­κής τύ­χης, που ανή­κει στην συ­να­φή, πλού­σια πα­ρα­κα­τα­θή­κη του Ταό. Χα­ραγ­μέ­νο κι αυ­τό στην λεία επι­φά­νεια ενός επι­βλη­τι­κού λι­θα­ριού, αντα­να­κλά την σι­γου­ριά μιας πα­ντο­δύ­να­μης Δό­ξας. Κα­τα­νοώ μά­λι­στα ότι από μια άλ­λη σκο­πιά και τα δύο μη­νύ­μα­τα προ­ση­μαί­νουν εμ­μέ­σως την αει­θα­λή, αέ­ναη συ­νύ­παρ­ξη του Κα­λού και του Κα­κού και σ’ αυ­τή τη μι­κρή γε­ω­γρα­φι­κή πα­ρέν­θε­ση. Μια ακό­μη ανα­γκαία αντι­κει­με­νι­κο­ποί­η­ση της φρό­νη­σης των ψα­ρά­δων.
Έχου­με φτά­σει πια στον τρί­το και τε­λευ­ταίο, ελα­φρώς πα­ρα­με­λη­μέ­νο να­ΐ­σκο του συ­γκρο­τή­μα­τος. «Μέ­σα από ανα­μνή­σεις και πα­ρα­βο­λές εξυ­φαί­νε­ται η ζωή μας »,πα­ρα­τη­ρεί κά­ποια στιγ­μή ο ξε­να­γός. Σα να διερ­μη­νεύ­ει τις ποιό­τη­τες του απο­γεύ­μα­τος που θέ­λει να απο­συρ­θεί κι όχι τις προ­ο­πτι­κές της χω­ρο­τα­ξι­κής εμπέ­δω­σης που απλώ­νε­ται μπρο­στά μας. Στρέ­φω το βλέμ­μα μου προς την αντί­θε­τη κα­τεύ­θυν­ση, επι­στρέ­φο­ντας νο­ε­ρά στην αρ­χή της πα­ρά­στα­σης. H θά­λασ­σα, κα­θώς προ­βάλ­λει μέ­σα από την Πύ­λη της Σε­λή­νης, με­τα­μορ­φώ­νε­ται γρή­γο­ρα σε μια απέ­ρα­ντη επι­φά­νεια πα­νά­κρι­βης πορ­σε­λά­νης. Αδυ­να­τώ να προσ­διο­ρί­σω με ακρί­βεια τους χρω­μα­τι­σμούς, να βρω αντι­στοι­χί­ες κι αντα­πο­κρί­σεις. Θα τους αδι­κού­σα, εί­μαι σί­γου­ρος, με τα λε­κτι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα που μας δα­νεί­ζουν οι ευ­ρω­παϊ­κές γλώσ­σες σε ανά­λο­γες πε­ρι­στά­σεις. Προ­αι­σθά­νο­μαι όμως ότι σε λί­γο, προ­τού δύ­σει ο ήλιος, θα την ρυ­τι­δώ­σουν τα πρώ­τα καλ­λι­γρα­φή­μα­τα. Όλες εκεί­νες οι ανταύ­γειες και οι πορ­φυ­ρές κη­λί­δες μιας θαυ­μά­σια επι­νοη­μέ­νης Πρό­νοιας.
Όσο για το μουρ­μου­ρη­τό των φυλ­λω­μά­των δί­πλα μας, που όσο περ­νά­ει η ώρα γί­νε­ται εντο­νό­τε­ρο, εί­ναι ασφα­λώς η φω­νή της ίδιας της Α – μα, που απο­μνη­μο­νεύ­ει ονό­μα­τα και πρό­σω­πα των επι­σκε­πτών. Μια αδια­φι­λο­νί­κη­τη πα­ρου­σία. Μια φω­νή που σου λέ­ει, που βιά­ζε­ται να σε πεί­σει, θα μπο­ρού­σε να ισχυ­ρι­στεί κα­νείς, ότι η δύ­να­μη της προ­σευ­χής θα ακυ­ρώ­νει πά­ντα τα κύ­μα­τα λί­γο προ­τού πνί­ξουν στ΄ ανοι­κτά τους ναυ­τι­κούς.

Η μέ­ρα φαί­νε­ται να υπο­χω­ρεί. Όλα υπαι­νίσ­σο­νται από την αρ­χή νέ­ες εφαρ­μο­γές, νέ­ες χρή­σεις των πα­λαιών συμ­βό­λων. Η προ­φά­νεια εί­ναι κα­λο­δε­χού­με­νη: η πε­ριου­σία αυ­τής της το­πο­θε­σί­ας, η απώ­τε­ρη ωραιό­τη­τα της εμπρο­σθο­φυ­λα­κής του Μα­κάο εί­ναι ασφα­λώς οι ψί­θυ­ροί της. Η αί­σθη­ση, το ομί­λη­μα της στιγ­μής. H συ­νάρ­τη­ση του γαιώ­δους με τα ζη­τή­μα­τα της φα­ντα­σί­ας αν και πα­ρα­μέ­νει ανε­ξι­χνί­α­στη, υπο­βάλ­λει αλή­θειες.

Τα πε­ρι­γράμ­μα­τα των αρ­χαί­ων όγκων έχουν αρ­χί­σει να ελευ­θε­ρώ­νουν κι άλ­λα νο­ή­μα­τα. Επι­ση­μαί­νουν τον μύ­θο και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ενός διαρ­κώς ζω­ντα­νού πα­ρελ­θό­ντος με την βε­βαιό­τη­τα και την άνε­ση που έχει ένα που­λί κα­θώς πε­τά­ει για τη φω­λιά του.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: