Το βραβευμένο το 1990 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος πεζογράφημα του Θανάση Βαλτινού Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 αποτελεί ένα ξεχωριστό κείμενο στο σώμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το κείμενο ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία του, υπονομεύει τις γνωστές συμβάσεις του μυθιστορήματος, όπως συνήθως το φανταζόμαστε με πλοκή και χαρακτήρες, και όχι μόνο πετυχαίνει να μετακινήσει τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη, αλλά γεννά πολλά ενδιαφέροντα ερωτήματα για το αν και πόσο καθορίζουν τα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά συμβάντα μιας εποχής τον μέσο άνθρωπο, τη νοοτροπία του και την καθημερινότητά του.
Για όσους δεν γνωρίζουν το βιβλίο, αποτελείται από ένα κολάζ ντοκουμέντων που μοιάζουν αληθινά (ειδήσεις, διαφημίσεις, επιστολές) που παρουσιάζουν και ζωντανεύουν ποικίλες πτυχές της δεκαετίας του 1960, διαπλέκοντας το ιδιωτικό με το δημόσιο. Απουσιάζει ο/η κεντρικός/ή αφηγητής/τρια, ενώ συναντάμε έναν μεγάλο αριθμό φωνών που διεκδικούν ένα μικρό σε έκταση κάθε φορά τμήμα του έργου.
Καταρχάς, σαφώς η μορφολογία των κειμένων μιλάει για την εποχή τους. Και μόνο η μορφή και τα είδη των κειμένων που παράγονταν τότε διαφέρει από τα είδη κειμένων που παράγονται σήμερα. Στη δεκαετία του 1960 τα χαρακτηριστικά του γραπτού και του προφορικού λόγου ήταν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό διαχωρισμένα, ενώ εσήμερα υπάρχουν γραπτά κείμενα που χαρακτηρίζονται από μεγάλο βαθμό προφορικότητας. Δεν υπήρχαν συνομιλίες σε chat. Δεν υπήρχαν γλωσσικές ιδιαιτερότητες που κυριαρχούν σήμερα, όπως η εναλλαγή greeklish και ελληνικών χαρακτήρων, ή η παρουσία emoticons και συμβόλων, καθώς τότε δεν γινόταν χρήση πληκτρολογίου για τη δημιουργία κειμένων (δεν υπήρχαν υπολογιστές, ούτε κινητά τηλέφωνα). Οι γραφιάδες αλλά και οι απλοί άνθρωποι έδιναν μεγάλη σημασία στη γραφή και δεν βιάζονταν. Δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή της η συνήθεια της προχειρότητας, της γρήγορης πληκτρολόγησης και εξοικονόμησης χρόνου.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου το διατρέχουν επιστολές γραμμένες κυρίως από νέες γυναίκες που ζουν στην ελληνική επαρχία. Οι επιστολές αυτές απευθύνονται στην κα Μίνα, ραδιοφωνική παραγωγό που απαντά σε ερωτικής φύσης προβλήματα. Σχεδόν όλες οι επιστολές έχουνε ψευδώνυμα του τύπου: «Πληγωμένη καρδιά», «Λυπημένη Ακροάτρια», κ.λ.π. Παράλληλα με αυτές τις ως επί το πλείστων γυναικείες επιστολές, διαβάζουμε και άλλες, λιγότερο προσωπικές, που απευθύνονται στη ΔΕΜΕ (Διακυβερνητική Επιτροπή για τη Μετανάστευση στην Ευρώπη), την υπηρεσία μετανάστευσης. Αυτές οι επιστολές είναι συνήθως γραμμένες από άντρες που ζητούν πληροφορίες καθώς επιθυμούν να μεταναστεύσουν για αναζήτηση εργασίας στην Αυστραλία ή στον Καναδά. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζητούνε απάντηση στο ερώτημα: «Τι να κάνω;» Ζητούνε τρόπο να ξεφύγουν από μία αβίωτη ζωή, ή από τα βάσανα τους που είναι οικονομικά, οικογενειακά ή ερωτικά.
Η δεκαετία του ’60 ήταν μία ταραγμένη εποχή με πολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα, όπως η χούντα το ‘67, αλλά και σημαντικά γεγονότα διεθνή, όπως ο Μάης του ’68 στην Γαλλία. Η μορφή της παραδοσιακής οικογένειας άρχισε να αλλάζει και μαζί με αυτήν αλλάζουν ή καταργούνται διάφοροι εθιμοτυπικοί κανόνες. Οι περισσότεροι γάμοι γίνονται πια από έρωτα και όχι από συνοικέσιο. Από την άλλη, τα διαζύγια αυξάνονται. Οι γυναίκες απελευθερώνονται, σπουδάζουν, εργάζονται, κατακτούν θέσεις σε τομείς που θεωρούντο ανδρικοί, λείπουν αρκετές ώρες από το σπίτι. Ακόμη και όσες ζούνε υποταγμένες, αντιλαμβάνονται πως αν βρουν τους τρόπους, αν επαναστατήσουν, ίσως ελευθερωθούν. Η νεολαία, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, είναι πιο δυναμική, πολιτικοποιείται, βγαίνει στο προσκήνιο με τις πολιτικές οργανώσεις και τα συλλαλητήρια. Εκφράζεται έντονα, ντύνεται πιο τολμηρά και διασκεδάζει σε νυχτερινά κέντρα, εκτός σπιτιών. Ο απόηχος αυτού του δυναμισμού που διακρίνεται στους νέους των ελληνικών πόλεων, φτάνει σιγά σιγά και στην επαρχία. Παράλληλα, υπάρχει και μεγάλη εσωτερική μετανάστευση, νέοι άνθρωποι φεύγουν από τα χωριά και πηγαίνουν στις πόλεις. Εκεί, έρχονται σε επαφή με τα νέα ήθη.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ΄60 σηματοδοτούν την αποτίμηση και την καθιέρωση του ελληνικού μοντερνισμού που αρχίζει με τη βράβευση του Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη (1960), την απονομή του βραβείου Νομπέλ στον Γιώργο Σεφέρη (1963), τις Μαρτυρίες (1963 και 1966) και τους μονολόγους της Τέταρτης Διάστασης του Γιάννη Ρίτσου, τη μελοποίηση ποιημάτων από τον Μίκη Θεοδωράκη και τη συνεργασία ποιητών και ζωγράφων (Σεφέρης, Ελύτης, Γιάννης Μόραλης, Αλέκος Φασιανός). Το πρώτο μισό της δεκαετίας του ΄60 είναι επίσης πλούσιο σε αφηγηματικά κείμενα με νεωτερική διάθεση (Στρατής Τσίρκας, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Μέλπω Αξιώτη, Γιώργος Χειμωνάς) και σε αυτόν τον νεωτερικό προβληματισμό συμβάλλουν νέα περιοδικά, όπως η Κριτική (1959-1961), το Πάλι
(1963-1966) και οι Εποχές (1963-1967), περιοδικό με το οποίο η γενιά του ΄30 επανέρχεται στο προσκήνιο. Επίσης, ο Επιτάφιος του Θεοδωράκη ή το Φορτηγό
του Διονύση Σαββόπουλου εισάγουν εκφραστικές καινοτομίες, έχουν μεγάλη απήχηση στην νεολαία της εποχής, κυρίως στις πόλεις. Μια νέα γενιά συνθετών κάνει την εμφάνισή της, όπως οι Μάνος Λοΐζος, Σταύρος Ξαρχάκος, Γιάννης Μαρκόπουλος, Μάνος Χατζιδάκις, ένα καινούριο μουσικό είδος γνωρίζει αναπάντεχη επιτυχία (το Νέο Κύμα). Τα μηνύματα των τραγουδιών ξεσηκώνουν τους νέους. Η δεκαετία ήταν από τις πιο πλουραλιστικές και πολυφωνικές, με το παραδοσιακό να συναγωνίζεται το μοντέρνο. Υπήρξε σταυροδρόμι ιδεών, που δυστυχώς όμως στην Ελλάδα ήταν σύντομη και ανολοκλήρωτη, καθώς έκλεισε με τη δικτατορία του ’67.
Στο βιβλίο του Βαλτινού όλες αυτές οι ζυμώσεις μιας ταραχώδους δεκαετίας απλώς υποβόσκουν. Ο συγγραφέας δεν εστιάζει στις καινοτομίες, ούτε στην αλλαγή νοοτροπίας. Οι απλές γυναίκες της ελληνικής επαρχίας, της αγροτικής ή εργατικής τάξης μοιάζουν εγκλωβισμένες σε παραδοσιακά και συντηρητικά ιδεολογήματα που συντηρεί η εκκλησία και η πατριαρχία. Οι απλοί άντρες της επαρχίας επιζητούν να μεταναστεύσουν, γιατί δεν βρίσκουν δουλειά. Η ζωή στην ελληνική επαρχία όπως παρουσιάζεται μοιάζει κλειστοφοβική και αβίωτη. Και διαβάζοντας όλες αυτές τις σχεδόν μονότονες επιστολές που περιγράφουν με κάθε λεπτομέρεια δράματα της καθημερινότητας, δράματα οικογενειακά, ερωτικά, οικονομικά, η ερώτηση που επανέρχεται είναι: «Τι να κάνω;». Τα εκατοντάδες πρόσωπα που οι φωνές τους ακούγονται στο βιβλίο διακατέχονται όλα από την ίδια αγωνιώδη αναζήτηση μιας διαφορετικής μοίρας που όμως δεν ξέρουν πώς να διεκδικήσουν. Εμείς πλέον γνωρίζουμε πως κάποτε θα διεκδικήσουν αυτή την διαφορετική μοίρα, θα πάρει κάποια χρόνια.
Είχα την χαρά να γνωρίσω προσωπικά τον Θανάση Βαλτινό. Τον συναντούσα μαζί με τον κοινό μας φίλο Βασίλη Παπαγεωργίου, τρώγαμε παρέα και συζητούσαμε. Ο Θανάσης ήταν ευθύς και διορατικός, και τώρα που τον ξανασκέφτομαι γράφοντας για το βιβλίο του, λυπάμαι που δεν το συζήτησα μαζί του, που δεν τον ρώτησα γιατί θέλησε να αποτυπώσει με αυτόν τον παιγνιώδη τρόπο εκείνη την δεκαετία που για την Ελλάδα ήταν τρομερά αντιφατική; Επέλεξε ή επινόησε τα συγκεκριμένα στοιχεία ή τεκμήρια για να φωτίσει τις αθέατες κοινωνικές δυνάμεις που επιδρούσαν στους απλούς ανθρώπους λίγο πριν και λίγο μετά την επιβολή της χούντας. Το φως, όπως και το σκοτάδι του μοντερνισμού, της μόδας, των γραμμάτων, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, δεν είχε φτάσει στις ζωές των ανθρώπων που γράφουν τις επιστολές στο βιβλίο. Δεν είχε φτάσει για να επηρεάσει την στάση τους, τη νοοτροπία τους, για να τους δώσει εφόδια να διεκδικήσουν διέξοδο από την οικογενειακή καταπίεση και τον εγκλωβισμό σε προδιαγεγραμμένα κοινωνικά πλαίσια. Ακόμη και η διέξοδος της μετανάστευσης δεν ταυτίζεται πουθενά με την έννοια της ελευθερίας, της απελευθέρωσης, της καλλιέργειας του εαυτού. Η μετανάστευση προβάλλεται καθαρά ως ανάγκη επιβίωσης. Οι Έλληνες του απόδημου ελληνισμού μοιάζει πως μεταφέρουν στο εξωτερικό τη νοοτροπία της ελληνικής επαρχίας που φέρουν. Γιατί; Πόσο δύσκολη είναι η αλλαγή; Ο Θανάσης Βαλτινός συλλαμβάνει στο βιβλίο του ακριβώς εκείνη την ιστορική στιγμή, την στιγμή που ο κόσμος στην Ευρώπη αλλάζει, αλλά οι απλοί άνθρωποι στην Ελλάδα δεν αλλάζουν μαζί του. Και είναι τότε που έρχεται η χούντα. Μπορούμε να επιχειρήσουμε μία τολμηρή σύνδεση; Η χούντα βρίσκει πρόσφορη την ελληνική κοινωνία; Ο Θανάσης Βαλτινός δεν είναι πολιτικός αναλυτής και δεν δίνει απαντήσεις. Θέτει ερωτήματα.
Πιστεύω πώς ανάλογα ερωτήματα ισχύουν και για την δεκαετία που διανύουμε τώρα, που είναι μια δεκαετία εξίσου ταραγμένη με εκείνη του ’60, αν όχι περισσότερο. Τα ερωτήματα επανέρχονται: «Τί να κάνω;» «Τί να κάνουμε;» «Τι πρέπει να κάνω;» «Τι μπορώ να κάνω;» «Τι κάνουμε;» Όταν οι κοινωνίες αποδυναμώνονται μέσα από οικονομικές κρίσεις, την αύξηση της βίας στην καθημερινότητα, τις κοινωνικές αδικίες και τον φόβο, όταν ο ορίζοντας της ζωής των απλών ανθρώπων στενεύει, τότε βρίσκουν πρόσφορο έδαφος ακροδεξιές τάσεις και κάθε είδους δικτατορίες, από στρατιωτικές έως ολιγαρχίες του χρήματος.