Η ζωική ορμή του

Ο Θ.Β. με τον Ανδρέα Κορδοπάτη
Ο Θ.Β. με τον Ανδρέα Κορδοπάτη




Ο χρόνος, το μέγα Κριτήριον, έχει αρχίσει τις πρώτες του μεταθανάτιες συνεδρίες και για τον Θανάση Βαλτινό, τον εγκρατέστερο πεζογράφο του ελληνικού μεταπολέμου. Οιονεί μάρτυρες κι εμείς, προσερχόμαστε ενώπιον του αοράτου αυτού Κριτηρίου για να καταθέσουμε όσα είδαμε, όσα ακούσαμε, όσα ζήσαμε στο πέρασμά του, την εποχή που ζητούσαμε το πρόσωπό μας αλλά κυρίως το πρόσωπο του Τόπου μας, μέσα από τον Τρόπο που εκείνος τον αντίκρισε, τον περιέγραψε, τον ανάπλασε.
Ενενήντα τρία χρόνια ζωής και εξήντα χρόνια έργου [αν θέσουμε ως όρια το «Κατακαλόκαιρο» (Ταχυδρόμος, 1958) και το Ημερολόγιο της Αλοννήσου (Εστία 2017)], διαγράφουν, νομίζω επαρκώς, το πανόραμα μιας συνεχούς ανόδου κάποιου που θαρρείς ότι διαρκώς ξεμάκραινε από τα τυπικά όρια της γλώσσας και από αυτό που είχαμε μάθει ως πεζογραφία. Η άνοδος τούτη, που αρχίζει με μια κάθοδο (των εννέα), δεν ήταν απόδειξη απλώς μιας μοναδικής συγγραφικής ιδιοσυγκρασίας, αλλά μιας γενικότερης στάσης ζωής μπροστά στο πανάρχαιο φαινόμενο της γραφής. Ο Βαλτινός έκοψε πολύ γρήγορα το νήμα που ήθελε τη λογοτεχνία υποκατάστατο ζωής και πήρε τον δρόμο που θα την έκανε φανέρωση ανόθευτης ζωικής ορμής, πέρα από συνήθεις στοχαστικές παρεκβάσεις ή εύκολες συναισθηματικές εκβιάσεις. Σαφώς δεν ήταν ο πρώτος που έκανε αυτή την εκλογή. Αυτό όμως που, πιστεύω, πρέπει να εξετάσουμε και στο οποίο, αν είναι μπορετό, να θητεύσουμε, είναι πώς με την άκρα του λιτότητα, ποτέ δεν κύλησε στον άχαρο ρεαλισμό και πώς η αυστηρή αποφυγή της ωραιολογίας δεν στραγγάλισε την ενδιάθετη συγκίνηση που καταστάλαζε πάντα από τον λόγο του.
Θεωρώ ως βασικό κλειδί για να μπούμε στο σύμπαν του Βαλτινού το Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη, όπου ακούστηκε αφτιασίδωτη και αληθινή η ελληνική λαϊκή προσωπικότητα του εικοστού αιώνα, πέρα από ιδεολογίες που καμώνονται τις «λαϊκές» ενώ έχουν ήδη αποκοπεί από κάθε φυσικό ρίζωμα. Υπ’ αυτό το ανδρείο προσωπείο ο Βαλτινός, δεν ξεκινά απλώς την πορεία που θα τον καταξιώσει ως τον πρώτο μιας νέας Μορφής, αλλά και ως τον τελευταίο μιας μακράς Παράδοσης, κοιτάσματα της οποίας αντλούσε διαρκώς, από ένα εκ βαθέων ψυχικό μεταλλείο. Μεταλλείο το οποίο γεωφυσικές αλλά και ανθρωπολογικές διεργασίες αιώνων σχημάτισαν στην αρκαδική γη, όπου γεννήθηκε την εποχή μιας ιλιγγιώδους ιστορικής μεταλλαγής. Και μόνο αν σκεφτεί κανείς τις παραστάσεις της γης αυτής όταν γεννήθηκε ο Θανάσης Σπανός και την εικόνα της όταν πέθανε, αρκεί για να υποψιαστεί αυτό που συνέβη και που δεν θα ξανασυμβεί.
Αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο να θεωρηθούν τα λόγια μου ρητορική κενολογία, αλλά έχω την πεποίθηση πως ο Βαλτινός μιλάει για την Ιστορία του Τόπου βαθύτερα απ’ ότι πολλοί ιστορικοί επιστήμονες. Όχι διότι κατάλαβε ότι ο καθένας μονάχος του πορεύεται, με τη δική του αλήθεια και τα δικά του πάθη, μέσα στην Ιστορία, αλλά κυρίως επειδή συνειδητοποίησε πόσο προσχηματικές είναι τελικά οι ιδέες και πόσο οι χαρακτήρες είναι το στοιχείο που σφραγίζει, όσο τίποτε άλλο, το ιστορικό γεγονός. Βλέποντας από παιδί πώς μαρτυρούν στον ίσκιο των ηρώων, άνθρωποι αθώοι, ανακαλύπτοντας τον έρωτα και τον θάνατο πλάι στα πτώματα των νεκρών του εμφυλίου πολέμου και έχοντας δει την εξέλιξη να χλευάζει νικητές αλλά και ηττημένους, είχε αποφασίσει να μην επιλέξει στρατόπεδο, να μην επιτρέψει σε κανένα δημοκόπο (της πολιτικής ή της λογοτεχνίας) να τον ξεγελάσει. Συγχρόνως, έχοντας κατανοήσει τι έχει κατακτηθεί (αλλά και εξαντληθεί) από τους μυθιστοριογράφους του νεοελληνικού κανόνα, είχε λάβει την απόφαση να απλώσει τη ματιά του σε όλες τις δυνατότητες που προσφέρει ο λόγος ώστε να ανασυστήσει τον μύθο, το μέγα ζητούμενο της τέχνης. Ο ελάχιστος χώρος στα «μεγάλα» και ο μεγάλος χώρος στα «ελάχιστα», προβάλλει έτσι στο έργο του όχι ως ιδιοτυπία τεχνική ή ως μέθοδος υπαρκτικής αποκάλυψης, αλλά ως οδός αποκατάστασης του μύθου.
Με τη μόνιμη θλίψη του ανθρώπου που αναζητώντας απεγνωσμένα έναν δρόμο λυτρωτικό, περπατά συνεχώς σε έναν δρόμο που δεν οδηγεί πουθενά (μοτίβο διαρκές ήδη από την Κάθοδο των εννιά), με παρατεταμένη αγωνία για λίγο νερό, μια ελάχιστη ελπίδα σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο εχθρικός, όλο και πιο κλειστός, αρνείται την καταφυγή σε ιδέες ή έστω στα λυρικά αισθήματα της ήττας και του οίκτου και με γενναιότητα αντικρίζει κατάματα το υπαρκτικό αδιέξοδο του ανθρώπου, με ένα ειρωνικό χαμόγελο που όσοι το γνωρίσαμε δεν το ξεχνούμε. Ο Βαλτινός δεν στεκόταν στις αιτίες του δράματος (που μπορεί να είναι απολύτως τυχαίες) αλλά στην τραγική μοίρα, στην οποία άλλωστε ήθελε να εμβαθύνει μεταφράζοντας αρχαίους τραγικούς. Όλη η Ιστορία είναι εν τέλει η σκηνογραφία της τραγωδίας, είτε στη μάχη εμπλέκεται κανείς (Βαλκανικοί, Μικρά Ασία, Αντίσταση), είτε τη φυγή επιλέγει (Μετανάστευση, Έρωτας, Γλέντι). Υπ’ αυτή την έννοια ο λαϊκός τύπος του Αντρέα Κορδοπάτη είναι πιο γνήσιος και πιο βαθύς Έλληνας από τον κατασκευασμένο Αλέξη Ζορμπά.
Η γοργή στον βηματισμό της αδρή εξιστόρηση μιας άπαυτης επιθυμίας, πυρήνας της πεζογραφικής πορείας του Βαλτινού, μοιάζει ασπρόμαυρη φωτογραφία που αιχμαλωτίζει τον θεατή/αναγνώστη πολύ ισχυρότερα απ’ ό,τι ένας πίνακας με εξαίσια χρώματα. Με βλέμμα διαβρωτικό και πνεύμα άπληστο ο Θανάσης Βαλτινός ξεχώρισε στη μεταπολεμική πεζογραφία όχι απλώς χάρη στο φυσικό του ταλέντο, αλλά με δουλειά επίμονη, ώστε να συμπλέκει τα υλικά της ζωής και της φαντασίας, όχι με την κατασκευαστική νοοτροπία ενός τεχνικού της γραφής, αλλά με το λαξευτικό μεράκι του λαϊκού μάστορα άλλων εποχών. Θαυμάζει έτσι κανείς πώς μπορεί να πάρει υλικά κι αφορμές απολύτως αταίριαστες (π.χ. στα Τρία ελληνικά μονόπρακτα), και να συνθέσει απ’ αυτά ένα απροσδόκητο μυθιστόρημα (ενότης εν τριάδι!) που δίνει μια σπάνιας ευκρίνειας εικόνα της μετεμφυλιακής Ελλάδας ή πώς με τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 συλλαμβάνει εν θερμώ μια καίρια στιγμή της λογοτεχνικής αλλά και πολιτικής ιστορίας (1989), αναδεικνυόμενος σε πρωτοπόρο μιας τομής. Πώς το τυχαίο, το εφήμερο και το ετερόκλιτο, υπηρετώντας την ιδιωτική υποκειμενικότητα, ανασυγκροτούν εν ταυτώ τον κοινό μύθο.
Δημιουργία σημαίνει πριν απ’ όλα τόλμη. Αυτή την τόλμη ο Βαλτινός την αποδεικνύει συνεχώς, από βιβλίο σε βιβλίο, με τα πρόσωπά του που, ανόμοια αλλά συγγενή, ζουν διαρκώς σε μια λυσσαλέα μάχη με το ανέφικτο. Πρόσωπα που δεν είναι απλές δημιουργικές εμπνεύσεις μιας πλαστικής φαντασίας αλλά διέξοδος σε βασανιστικές υποκρούσεις παθών. Ο Βαλτινός νιώθει πως η γλώσσα είναι σκλαβιά, πως δεν σε λυτρώνει. Σε τυραννά, ό,τι κι αν λένε. Κι όσο περισσότερες λέξεις, τόσο μεγαλύτερη η τυραννία. Χτυπιέται και αποκάμνει κι ύστερα εμείς νομίζουμε ότι αυτό είναι γαλήνη ενώ είναι η πιο σκληρή απελπισία. Γιατί, εν τέλει, «η μνήμη δεν παραμερίζεται. Η μνήμη είναι». Κι αυτή η αγέραστη μνήμη υπήρξε πάντα η πρώτη ορμή που κατηύθυνε το συγγραφικό του σχέδιο: «Παρ’ όλα αυτά υπάρχει μέσα μου μια μνήμη και θα ήθελα να την πω» (Ημερολόγιο 1836-2011). Το γεγονός πως την είπε με τρόπο που ξανάδωσε στη γλώσσα ευεξία, είναι νομίζω ένα επίτευγμα που ο χρόνος θα του αναγνωρίζει εσαεί.

Θα ήταν δυνατόν να βρει μιμητές το έργο του; Όχι, κανείς μας δεν γεννήθηκε το 1931 στον Καράτουλα και δεν πέθανε στην Αθήνα το 2024. Αυτό που σίγουρα μας κληροδοτεί ωστόσο είναι ένα υπόδειγμα ανταρσίας, η οποία μένει πιστή στα πιο γερά στοιχεία της ζωής και ανανεώνει το λογοτεχνικό κτίσμα, συνθέτοντας τις μνήμες του Τόπου με τις ρήξεις του Τρόπου. Δεν είναι μια εύκολη διαδρομή. Η αφαίρεση του περιττού ενέχει τον πόνο της απόρριψης πραγμάτων που αγαπάμε. Πρέπει όμως να θυμόμαστε πως όχι μόνο πάθος διαρκές και κάματος αλλά και θυσίες κρύβονται πίσω από τη στίλβη της τελικής μορφής. Μόνο έτσι επιτυγχάνεται η πυρακτωμένη επαφή με την αλήθεια της γλώσσας. Αφαιρώντας από τη σκληρή πρώτη ύλη της το επιπλέον, ο Βαλτινός διέκρινε το καίριο και το απέριττο και συνέλαβε το ουσιώδες που ορίζει και το νόημα της γραφής. Μυστηριώδης επιρροή χθόνιων δυνάμεων ή πνευματικό σφρίγος; Ο Θανάσης Βαλτινός τα διέθετε αμφότερα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: