Υπάρχουν συγγραφείς που υψώνουν τη φωνή τους, κι άλλοι που ψιθυρίζουν. Ο Θανάσης Βαλτινός ανήκει σ’ εκείνους τους λίγους που, χωρίς να φωνάξουν ποτέ, κατάφεραν να ακουστούν μέχρι το βάθος της ψυχής μας. Γεννημένος το 1932, σε μια Ελλάδα που δεν είχε ακόμα τελειώσει κανέναν από τους πολέμους της, στάθηκε πάντα με τη σεμνότητα ενός ανθρώπου που άκουσε πολλά, είδε περισσότερα και κράτησε μονάχα εκείνα που δεν αντέχουν να ειπωθούν.
Η γραφή του είναι σαν παλιό φως που πέφτει σε ξεχασμένα δωμάτια. Οι λέξεις, λιγοστές, σχεδόν φθαρμένες από τη σιωπή, κουβαλούν μέσα τους το βάρος μιας ιστορίας που δεν σώζεται ποτέ ολόκληρη, μονάχα σε θραύσματα: ένα βλέμμα, μια φωτογραφία με κομμένο πρόσωπο, μια επιστολή χωρίς αποστολέα.
Ο Βαλτινός δεν έγραψε για να περιγράψει· έγραψε για να σώσει. Σαν να ήξερε πως αυτός ο τόπος, με τους πετρώδεις δρόμους και τα άγριά του πεύκα, δεν θα μείνει αν δεν τον φυλάξεις μέσα στις φωνές εκείνων που χάθηκαν. Η Κάθοδος των Εννιά, το Συναξάρι Aνδρέα Κορδοπάτη, η Ορθοκωστά δεν είναι μυθιστορήματα, είναι μνημόσυνα. Και στο κέντρο τους δεν στέκει ένας ήρωας, αλλά η απουσία.
Τα πρόσωπα του δεν έχουν βεβαιότητα, μόνο πληγή. Μιλούν σαν να κρατούν ακόμα τη σκόνη από τα βουνά του Εμφυλίου, σαν να πέρασαν τη ζωή τους κοιτώντας μια θάλασσα που ποτέ δεν τους έφερε πίσω ό,τι πήρε. Και όμως, μέσα σ’ αυτή τη σπαρακτική απλότητα, υπάρχει μια σχεδόν ερωτική αφοσίωση στο ανθρώπινο. Ο Βαλτινός δεν κρίνει, δεν υψώνει σημαίες, δεν επιλέγει πλευρές. Γράφει σαν εκείνος που αγάπησε βαθιά τους ανθρώπους και τους άφησε να μιλήσουν με τα δικά τους ραγίσματα.
Υπάρχει μελαγχολία στο έργο του, αλλά είναι η γλυκιά μελαγχολία του απογεύματος που πέφτει πάνω σ’ ένα χωριό όπου δεν ζει πια κανείς. Η μνήμη δεν είναι εδώ σκληρή — είναι τρυφερή, αλλά αμείλικτη. Ο χρόνος περνά, οι λέξεις λιγοστεύουν, κι όμως κάτι μένει. Ίσως το βλέμμα, ίσως η χειρονομία, ίσως η ίδια η σιωπή. Μια σιωπή που ηχεί πιο δυνατά από κάθε ρητορεία.
Ο Θανάσης Βαλτινός είναι ένας ποιητής της απώλειας, ένας αφηγητής της ερημιάς. Μα πάνω απ’ όλα, είναι ένας λογοτέχνης της καρτερίας. Στα έργα του, δεν υπάρχει λύτρωση, μόνο η άγρυπνη επιμονή της μνήμης. Και κάπως έτσι, με τρόπο αθόρυβο και τρυφερό, μας χάρισε όχι μονάχα τη λογοτεχνία του, αλλά και μια πατρίδα πιο ανθρώπινη.
Ο λυγμός της σιωπής
