Ο Θανάσης Βαλτινός υπήρξε ο πιο σθεναρός, βαθύς, παιγνιώδης και τολμηρός συγγραφέας της γενιάς του. Εμπνεύσθηκε από τα μεγάλα, μοιραία θέματα που όρισαν την πορεία της χώρας: πόλεμος, εμφύλιος, μετανάστευση, αλλά και η κατοπινή κυριαρχία του καταναλωτισμού και της παράνοιας στον χώρο του ιδιωτικού. Βασικό στοιχείο της αφηγηματικής κράσης του είναι η λιτότητα, η γυμνότητα, η ευθυβολία αλλά και η διαρκής, συνεχής, αναζήτηση ύφους-εκφοράς. Δεν αναπαύθηκε στα κεκτημένα, έψαχνε διαρκώς για νέες φόρμες που βέβαια κι αυτό είναι μια εμμονική μορφή ύφους μέσα από το μη-ύφος. Η όρασή του πολλαπλή: αίσθηση του δραματικού, αλλά και ειρωνική ματιά, θάλπος αλλά και ωμότητα, βαθιά αντίληψη της υλικότητας, απέχθεια προς τις ιδέες και τον αφορολόγητο ουμανισμό. Έριχνε τον προβολέα, ή το φακό τσέπης του στα πιο επώδυνα σημεία. Και φώτιζε επίμονα, εγκαυστικά.
Είχε βαθιά αντίληψη του σημαντικού ή το πώς το κάθε τι μπορεί να γίνει σημαντικό, ανάλογα με το άνοιγμα του κλείστρου. Με σπαρτιατική οικονομία λέξεων, λιμό λόγου μέσα στον Λόγο. Κυτταρική πύκνωση. Με δίψα και στέρηση. Οι δικές του στερήσεις περνούν μέσα στους ήρωες και στις ίδιες τις λέξεις. Τα απωθημένα μιας νεότητας, που αναδύονται αενάως μέσα στην αφήγηση, μολύνοντας τα πρόσωπα – γιατί ήξερε, ο Βαλτινός, μέσα του, έβλεπε την ωμή κτηνωδία που κρύβεται εντός μας και αναδύεται αίφνης ανεξαρτήτως συνθηκών, την έλλειψη σεβασμού, το καθ’ ορμόνην συλλογάσθαι, την απληστία, τις σκοτεινές, ακατανόητες πληγές που μας ορίζουν στις πιο άσχετες, ή τις πιο ιστορικές στιγμές.
Έβλεπε την αγωνία της πάση θυσία επιβίωσης. Τον θρίαμβο της υλικότητας, πέρα από τις ιδέες και τα ιδεολογήματα. Τα δέντρα, την άνοιξη, το φως, τα νιάτα, την αναμονή, το θήλυ, την ζοφερή επιθυμία της σάρκας πέρα από την επίφαση ή την ερμηνεία της κάθε θεωρίας. Έβλεπε την ιερότητα του χρόνου που μας δόθηκε. Την ζωική αναπνοή χωρίς σημαίες – ωμά κι εν ψυχρώ. Την ανελέητη φύση, την αστάθεια του μυαλού, όλα εκείνα που μαζί με τις ερμηνείες τους σιωπούν μπροστά στο θαύμα και την οδύνη της απλής ύπαρξης. Κι έβλεπε ειρωνικά την επιπολαιότητα, την παχύνοια, τον φανατισμό, τα καμώματα της εποχής, το ταλάνισμα των σχέσεων, την ασημαντότητα ενός βίου χωρίς υψηλές αναφορές, την απώλεια της ισορροπίας, την αστικοποίηση χωρίς πνευματικό αντίβαρο, τα διαφυγόντα κέρδη, την μη-ουσία μιας καθημερινότητας κοντινών διαδρομών.
Η λέξη του ακριβή. Η φράση χιλιοζυγισμένη. Κείμενο-μοιρογνωμόνιο. Ο διασκελισμός μετρημένος με χρονόμετρο. Το κυρίαρχο στοιχείο στην ποικίλη υφαντική της πεζογραφίας του είναι αυτή η βεβαιότητα πως από πίσω δεν υπάρχουν ιδέες, βιβλία, ουμανισμοί και να ’χαμε να λέγαμε, αλλά ωμό κρέας ύπαρξης και οδύνης, ηδονής και ερέβους, μεγαλείου και χθαμαλότητας. Ο ήρωας κάνει το παν για να ζήσει σε μιαν αβάσταχτη βιοτή. Υπάρχει μια ορμή, ένα πάθος επιβίωσης μέσα στην αντίξοη τυφλότητα. Ο έρωτας, ευγενής ή ζωώδης, εκρήγνυται ερήμην των περιστάσεων. Κάποτε βέβηλος, μη καταλαβαίνοντας την παρασημαντική των συσχετισμών, αναβρύζει καθεαυτός κι αναπάντεχα εκτός συμβάσεων και λογικής. Η υπαρξιακή όραση εκείθεν των ιδεολογημάτων και το γυμνό ένστικτο είναι οι απροσμάχητες προτεραιότητες που κυριαρχούν επί της προσχηματολογίας και της συμβατικής συμπεριφοράς.
Ο Θανάσης Βαλτινός νιώθει το «αξιαφηγητότερον» κάθε φορά και σε κάθε εποχή, το επιλέγει μέσα απ’ τον συρφετό και φτάνει με νέους τρόπους σε διαφορετικές ταπητουργίες περιφρονώντας την ασφάλεια του προηγούμενου βηματισμού. Τρέπεται στην αναζήτηση νέου ύφους, υπονοώντας βαθύτερα πως η γραφή δεν περιέχει μόνο την τραγωδία, αλλά αποτελεί παίγνιο και η ίδια, καθεαυτή. Η πολλαπλή, ειρωνική όραση τον απαλλάσσει απ’ τις βεβαιότητες μιας κάποιας μοναδικής αλήθειας, και η επινόηση, πλάι στο ρεπορταζιακά υπάρχον αυτονομεί το νόημα σε σχέση με οτιδήποτε πραγματικό και το εγκαθιστά μέσα στον ίδιο του τον εαυτό. Σαν τον σάλιαγκα. Φερέοικες λέξεις που μετακομίζουν διαρκώς όντας εν στάσει, ή χελιδόνια που φώλιασαν σε κινούμενο τροχόσπιτο. Είναι αυτό που είναι ανάλογα ποιος τις διαβάζει. Παρότι ξεκάθαρου νοήματος και προφανούς, κρατούν το μυστικό μιας ομολογημένης, λιτής αλήθειας που νιώθεις πως υπάρχει μετακομίζοντας διαρκώς. Όσοι τον διαβάζουν ιδεολογικά, φοβικά, προπαγανδιστικά, δεν καταλαβαίνουνε τα βασικά – και υπέφερε ο συγγραφέας απ’ αυτούς. (Υπέφερε: τρόπος του λέγειν – μην το δραματοποιούμε).
Ο Βαλτινός είναι μια κραυγή απ’ τα έγκατα. Ακόμα και στα πιο ελαφρά, παιγνιώδη του κείμενα, (Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60) διακρίνεις πίσω από το μειδίαμα την απόγνωση. Νιώθεις την απόγνωση ανεστραμμένη. Αλλά συνολικά τα κείμενά του είναι και ένα σχόλιο πάνω στην λογοτεχνία εν εαυτή, ως κάτι που υπάρχει και δεν υπάρχει με την έννοια του έξοχου διαφεύγοντος που μιλάει ευθέως και αινιγματικά, ως ξεκάθαρος, σκοτεινός χρησμός.