Σημειώσεις από το περιβάλλον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]

Αποχαιρετισμός στον Βασίλη Βασιλικό

Παρίσι 1984 (αρχείο εκδ. Τόπος)


Μάχιμος πολίτης ως το τέλος του βίου του, παθιασμένος συγγραφέας και φανατικός αναγνώστης, ο Βασίλης Βασιλικός μας αποχαιρέτησε στις 30 Νοεμβρίου 2023, πλήρης ημερών και έργων, λίγες μέρες αφότου συμπλήρωσε τα 90 χρόνια του.
Γεννημένος στην Καβάλα, γιος του δικηγόρου Νικολάου Βασιλικού, που εξελέγη βουλευτής Καβάλας το 1936, και της Καίτης Βασιλικού, ήταν μαθητής του Αμερικανικού Κολεγίου Ανατόλια το 1949, όταν πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, με τρία ποιήματα που δημοσίευσε στην εφημερίδα Μακεδονία, και έγραψε ένα μυθιστόρημα που έμεινε στο συρτάρι του για 27 ολόκληρα χρόνια: τίτλος Τα σιλό και θέμα η Βουλγαρική Κατοχή στη Μακεδονία μέσα από τα μάτια μιας νέας γυναίκας. Από τότε μέχρι σήμερα σχεδόν δεν σταμάτησε να γράφει: καλλιέργησε το μυθιστόρημα, τη νουβέλα, το διήγημα, την αυτοβιογραφία, το ημερολόγιο, την ποίηση, το θέατρο, το κινηματογραφικό σενάριο, ενώ για αρκετά χρόνια ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. Το 1953, δευτεροετής φοιτητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, έδωσε τη νουβέλα Η διήγηση του Ιάσονα, όπου ακολουθώντας το πρότυπο του Θησέα του André Gide και αντλώντας έμπνευση από τον μύθο του Ιάσονα, ανέπτυξε έναν λυρικό στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη φύση και την περιπέτεια της νεότητας. Το 1956 έδωσε το μυθιστόρημα ενηλικίωσης Θύματα ειρήνης, που παρακολουθεί την ιστορία μιας συντροφιάς επτά νεαρών ανδρών, οι οποίοι ωριμάζουν με τον πλέον επώδυνο τρόπο στη Θεσσαλονίκη των αρχών της δεκαετίας του 1950, μαχόμενοι με τον έρωτα, τον θάνατο, τις ιδεολογίες και τα φαντάσματα μιας τραυματισμένης μετεμφυλιακής Ελλάδας. Το 1961 παρουσίασε την εμβληματική Τριλογία (Το φύλλο. Το πηγάδι. Τ΄αγγέλιασμα), σπαρακτικό πορτραίτο ενός εξεγερμένου νέου των αρχών της δεκαετίας του 1960, χάρη στο οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο των Δώδεκα. Το 1964, με τη Μυθολογία της Αμερικής, ανανέωσε την ταξιδιωτική λογοτεχνία, προτείνοντας μια απομυθοποίηση του αμερικανικού ονείρου και παντρεύοντας την τοπιογραφία με τον πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό. Το συναρπαστικό μυθιστόρημα-ντοκουμέντο Ζ. Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος (1966), με ομολογημένες τις επιδράσεις από το Εν ψυχρώ του Truman Capote, αποτύπωσε με τόλμη και διαύγεια τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς κύκλους τον Μάιο του 1963, και, χάρη και στη διαμεσολάβηση της εξαιρετικής ταινίας του Κώστα Γαβρά, έγινε παγκόσμιο best-seller.
Στα χρόνια της δικτατορίας, όταν αυτοεξορίστηκε στην Ευρώπη, έδωσε μια σημαντική σειρά πεζογραφημάτων ντοκυμαντερίστικης γραφής (Καφενείον “Εμιγκρέκ”, Η δολοκτονία, Σε γνωρίζω από την κόψη..., Μετώκησεν εις άγνωστον διεύθυνσιν, Ο πλανόδιος πλασιέ, Το ψαροτούφεκο, Το μαγνητόφωνο, Το μαγνητόφωνο Δύο, Το λαχείο, 20.20’, Φίφτυ-Φίφτυ, Πορτραίτο ενός αγωνιστή: Νίκος Ζαμπέλης, Πάσχα στους Γαργαλιάνους) και ποιητικών έργων (Μέσα στη νύχτα της ασφάλειας, Λάκα-Σούλι, Ο ληξίαρχος, Bella Ciao, Ήλιε μου, Αρταξέρξη μου και Συνάντηση με τον Ήλιο), που μαρτυρούσαν τη λαχτάρα του πνευματικού ανθρώπου να αντισταθεί στην τυραννία μέσω της γραφής.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση, έδωσε το μυθιστόρημα Γλαύκος Θρασάκης, ένα δαιδαλώδες και πολυεπίπεδο «έργο εν προόδω», που ακόμη και ο ίδιος δυσκολεύτηκε να το κατατάξει ειδολογικά (το χαρακτηρίζει «βιομυθιστόρημα, αυτομυθιστόρημα ή και αντιβιογραφία»). Τα πεζογραφήματα Ο τρομερός μήνας Αύγουστος, Το τελευταίο αντίο και Η φλόγα της αγάπης, γραμμένα στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μετά τον ξαφνικό θάνατο της πρώτης συζύγου του Μιμής, ήταν ελεγείες στον απόλυτο έρωτα και σχόλια πάνω στη διαχείριση της απώλειας. Πεζογραφήματα όπως Το θαυματουργό νερό ή συλλογές διηγημάτων όπως Τα καμάκια και Οι ρεμπέτες αποτέλεσαν καθρέφτες της πολιτικοκοινωνικής κατάστασης της Ελλάδας των πρώτων ετών της Μεταπολίτευσης. Και η υπέροχη αυτοβιογραφία του Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα (1999), όπως και τα μεταγενέστερα ημερολογιακά κείμενα Οι γάτες της Rue D-Hauteville (2010) και Ημερολόγιο Θάσου (2015), ήταν ουσιαστικοί απολογισμοί ζωής ενός ανθρώπου που υπήρξε πάντοτε μάχιμος πολίτης του κόσμου και αδιάψευστες μαρτυρίες ενός συγγραφέα για το πάθος και τον ενθουσιασμό με τον οποίο δινόταν κάθε φορά στην υπόθεση της γραφής.
Οι μεταιχμιακοί χαρακτήρες των έργων του Βασιλικού βρίσκονταν σχεδόν πάντοτε σε αναζήτηση ταυτότητας, ανεξάρτητα από την ηλικία τους και το φύλο τους, και όλη η πεζογραφία του ήταν ένα πεδίο απρόσμενων διακειμενικών συσχετισμών, ένα σημείο συνάντησης του ατομικού με το συλλογικό, ένας ευφυής συνδυασμός ερευνητικής τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας, έναν διαρκής στοχασμός πάνω στη δύναμη της μνήμης και στα όρια της γραφής.
Ο Βασιλικός υπήρξε ο πιο «εφηβικός» συγγραφέας στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο έφηβος των πρώτων σκληρών μεταπολεμικών χρόνων παρέμεινε ένας ανήσυχος και διψασμένος έφηβος ως το τέλος του βίου του, έχοντας διανύσει μια διαδρομή πολλών δεκαετιών και 120 βιβλίων και έχοντας κατακτήσει τον τίτλο του δεύτερου πιο μεταφρασμένου Νεοέλληνα πεζογράφου, μετά τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος το 1954 του εξέφρασε τον θαυμασμό του για τη νουβέλα του Η διήγηση του Ιάσονα.

Δύο ποιήματα για τη Γάζα


Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωστ' ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη Γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

ΚΩΣΤΑΣ  ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Φωτ. Σάββας Λαζαρίδης


Νταρίν Τατούρ:  Δε θα φύγω

Υπέγραψαν εκ μέρους μου
Και με μετέτρεψαν σε
Φάκελο, λησμονημένο
Σαν τα αποτσίγαρα.
Η νοσταλγία της πατρίδας με σμπαράλιασε
Και έγινα μετανάστης στην ίδια μου
Τη χώρα.
Παράτησα εκείνες τις πέννες
Να θρηνούν τις λύπες
Των μελανοδοχείων.
Παράτησαν το σκοπό μου, το όνειρο μου
Στις πύλες του νεκροταφείου
Και αυτός που περιμένει
Κλαίει την τύχη του
Καθώς η ζωή περνά.
Πολιορκείστε με,
Σκοτώστε με, ανατινάξτε με
Δολοφονήστε με, φυλακίστε με.
Όταν πρόκειται για τη χώρα μου,
Δεν υπάρχει υποχώρηση καμιά.

Η Νταρίν Τατούρ είναι Παλαιστίνια ποιήτρια από την Αραβική πόλη Reineh του βόρειου Ισραήλ. Το 2018 φυλακίστηκε για πάνω από δυο χρόνια (πέντε μήνες φυλακή και το υπόλοιπο κατ’ οίκον περιορισμό) για ένα ποίημα της που είχε αναρτήσει με βίντεο στο διαδίκτυο. Το 2019 έλαβε το Βραβείο Oxfam/Novib Για την Ελευθερία της ΄Εκφρασης του διεθνούς οργανισμού συγγραφέων PEN.


Προπολεμική φωτογραφία Παλαιστίνιων της Γάζας (Πηγή: Wikipedia)



Μοσάμπ Αμπού Τόχα: Νεκρολογία (6 Νοεμβρίου 2023)

Για τη σκιά που την είχα αφήσει μόνη της πριν
διασχίσω τα σύνορα, τη σκιά μου που έμεινε
στη μοναξιά της και κρύφτηκε στο σκοτάδι της νύχτας
ξεπαγιασμένη εκεί που ήταν, χωρίς να χρειάζεται βίζα.
Στη σκιά μου που με περιμένει να γυρίσω,
άστεγη, εκτός από τότε που περπατούσα δίπλα της
στο φως του καλοκαιριού.
Στη σκιά μου που θέλει να πάει σχολείο
με τα παιδιά του πρωινού, αλλά δεν χωρούσε
να μπει μέσα απ’ τις πόρτες της αίθουσας.
φτερνίζεται, βήχει, και κανείς δεν είναι εκεί να της πει Γεια σου!
Στη σκιά μου που την έχουν συνθλίψει αυτοκίνητα και βαν, που
το στήθος της το τρυπούν θραύσματα βλημάτων και σφαίρες
που πετάνε χωρίς φτερά,
τη σκιά μου που κανείς δεν την φροντίζει πιά
που αιμορραγεί μαύρο αίμα
μέσα από τη μνήμη της
τώρα, και για πάντα.

Ο Μοσάμπ Αμπού Τόχα (1992) είναι Παλαιστίνιος ποιητής από τη Γάζα. Η πρώτη του συλλογή, Πράγματα που μπορεί να βρεις κρυμμένα στο αυτί μου, ήταν στη βραχεία λίστα του Εθνικού Βραβείου του Κύκλου Βιβλιοκριτικών των ΗΠΑ, και κέρδισε το Αμερικανικό Βραβείο Βιβλίου. Το παρόν ποίημα δημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού The New Yorker.

Επιλογή-Μεταφράσεις:

Νεότερα για την [εγ]κληματική αλλαγή

του Άγγελου Πεφάνη


Έκλεβαν μηχανές και οχήματα για τα εξαρτήματα και οδηγούς για τα όργανά τους, αναφέρουν οι ειδήσεις. Σε γκαράζ και ντουλάπες της σπείρας βρέθηκαν σασί και σκελετοί. Εργαλεία αποσυναρμολόγησης και τεμαχισμού, μπαταρίες, ζάντες, καλώδια, πηνία, νεφρά, άκρα, κομμένα ήπατα διακρίνονται αριθμημένα σε φωτογραφίες των αρχών ασφαλείας. Τηλεπαρουσιάστριες και τηλεπαρουσιαστές αφειδώς γεμίζουν δοχεία δακρύων για τις ανάγκες του ρεπορτάζ.
Σε μασούρια έχουν ανασκαφεί από αρχαιολόγους της αστυνομίας χιλιάδες νομίσματα, σε ανταλλάξιμα ή κίβδηλα κέρματα από διαφορετικές χώρες, με ανάγλυφους ανά επικράτεια ημεδαπούς αστέρες της διεθνούς λογοτεχνίας, τα πρόσωπα των οποίων σκιάζονται για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων των ιδίων, αν εκκρεμούν αναθεματισμοί, αλλά και των αναγνωστών τους. Στους χωρίς συσκευές εγκληματισμού τοίχους της οργάνωσης, που είχε αποψιλώσει χώρα και περίχωρα, εμφανίζονται λάβαρα διαφορετικών ομάδων αίματος. Σε τραπεζικές θυρίδες αναζητούνται πολύτιμα στοιχεία από σφυγμομετρήσεις για τις μουσικές προτιμήσεις οπαδών οργάνων που συνδυάζονται: χέρι & βιολί, έδρα & πιάνο, χείλη & φαγκότο, πνεύμονες & ντραμς, δάχτυλα & λύρα κ.ο.κ.
Δηλώσεις ευγνωμοσύνης προς τη σπείρα, τις οποίες συντάσσουν άτομα που μπόρεσαν να κινηθούν με τα εξαρτήματα και τα όργανα που αγόρασαν, από συνηγόρους αναμένεται να κατατεθούν στους ανακριτές. Παππούδες που δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους, με τα εγγόνια αγκαλιά, ελεύθερα πλέον διασχίζουν τους χωρίς κίνηση δρόμους, για να συγκεντρωθούν προς υπεράσπιση των κατηγορουμένων μπροστά στα κρατητήρια. Πριν σαπίσουν στην αγκαλιά, καμιά φορά τα πιο ηλικιωμένα εγγόνια στην άσφαλτο κατεβαίνουν να τους σπρώξουν. Η πόλη έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο ποδηλοτοδρόμιο. Επειδή όμως έχουν κλαπεί τα ποδήλατα, αφού κόπηκαν τα δέντρα όπου ήταν δεμένα, υγροί, δακρύβρεκτοι και ασκίαστοι χωρίς ομπρέλα όλοι κυκλοφορούν με μία ρόδα δίτροχου υπό μάλης.
Ένα αίσθημα ασφάλειας έχει αποκατασταθεί μεταξύ των κατ’ οίκον πεζών, που χωρίς ηλεκτρικά αμαξίδια, για λόγους οικονομίας, άφοβα μετακινούνται στα κλειδαμπαρωμένα σπίτια τους. Από τον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση πηγαίνουν στην τουαλέτα, όταν δεν μπορούν να θυμηθούν πού έβαλαν το δοχείο νυκτός. Μικρές και μεγάλες αίθουσες τουαλέτας αστράφτουν παντού. Μάρμαρα, μωσαϊκά και άλλα υλικά που αρχίζουν από μ λάμπουν στις ανταύγειες από ένα βόρειο σέλας, που σε κάθε σπίτι τώρα, σε διαφορετικές αποχρώσεις αναλόγως των οικογενειακών φρονημάτων, προσφέρεται από την υπηρεσία ψηφιακής προστασίας του καταναλωτή κλιματικών αλλαγών.
Στις συνθήκες αυτές, παράγοντες του νομικού κόσμου αρνούνται να παραλάβουν από τα καθαριστήρια τις τηβέννους, τα κοστούμια και τα φορέματά τους. Το γεγονός ότι, με την καρδιά τους ανέγγιχτη από χειρουργούς, στις ψησταριές με ανακούφιση γρυλίζουν τα γουρούνια, εκθειάζουν ζωόφιλοι. Να μην πιστεύετε όσα μας ακούτε να λέμε, επαναλαμβάνουν ως επωδό οι πολιτικοί. Να πιστεύετε αυτά που εξηγούμε ότι σας λέμε.




ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Δρόνοι / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Λογοτεχνία & θέρμανση / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Ωδική βοήθεια / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Αppαισιοδοξία / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

Άσπρο πουκάμισο

Πρέπει να ήταν γύρω στα ‘77-’78, όταν πηγαινοερχόμουνα στον «Κέδρο» για την πρώτη έκδοση της μετάφρασής μου των ποιημάτων της Σαπφώς. Δηλαδή αρκετά χρόνια μετά την πρώτη έκδοση για τα Ρεμπέτικα τραγούδια του Ηλία Πετρόπουλου, προφανώς πάνω στην ετοιμασία κάποιας επανέκδοσής τους.
Ένα μεσημέρι που έφτασα, καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα στο γραφείο τού Γιάννη Κοντού ο Βασίλης Τσιτσάνης. Όπως μου είπε κάποια στιγμή, μετά, ο αγαπητός μου Λάμπης Ράππας, από το διπλανό του Κοντού γραφείο, ήταν εκεί για να δει κάποιους στίχους του, για να τους ελέγξει στο βιβλίο επακριβώς.
Ήταν και κοντά στα Χριστούγεννα, θυμάμαι επίσης. Μας σύστησε ο Κοντός. Δεν μιλήσαμε. Όση ώρα μείναμε στον ίδιο χώρο και τον κοίταζα, ο νους μου είχε σταματήσει στο λευκό, κουμπωμένο στον λαιμό ψηλά, καθαρό και καλοσιδερωμένο πουκάμισό του.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά το συνδύασα με την αγνότητα των περισσότερων τραγουδιών του και, βέβαια, με το «Άσπρο πουκάμισο φορώ». Δεν θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ μαύρο, ακόμη και για δυο μαύρα μάτια.
Έμεινα και τον κοίταζα όσο μπορούσα πιο διακριτικά, σαν παιδί τα φώτα κάποιος μεγάλης γιορτής.
(Θυμάμαι τώρα που ο Νίκος Χουλιαράς μου έλεγε πως ο πατέρας του Τσιτσάνη ή κι ο ίδιος ο Τσιτσάνης ανέβαιναν στα Γιάννενα κι αγόραζαν τα τσαρούχια τους από το εμπορικό τού δικού του πατέρα στην πόλη. Ίσως προς τα Χριστούγεννα κι αυτοί).


(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές)

Το Δημοτικό Τραγούδι σήμερα

____________

Μεφάλο αφιέρωμα του Χάρτη
στις 15 Δεκεμβρίου

*

( Επιμέλεια: Παντελής Μπουκάλας )