Τα μάτια του σαν του ελαφιού, τα σημαδεύει τ΄όπλο του κυνηγού
Κάποιοι λένε ότι άκουσαν έναν άντρα να φωνάζει «έχω την ζωή μέσα μου»
Παραμένει εκεί και περιμένει / έχοντας διώξει ενίοτε με σκληρότητα / όλους τους μνηστήρες
Είχε ήδη φτάσει στο χθες, όταν άκουσε τους μεντεσέδες της πόρτας και τον ρώτησε
Κινούμαι διαρκώς στο μεταίχμιο μεταξύ προαγωγής και υποβάθμισης
Στην συκιά να μην πηγαίνεις γιατί θα σου πάρει την μιλιά
Εικοσιπέντε χρονών παιδί τι μπορούσε να θαυμάζει σε αυτή τη μαραμένη μορφή;
Τις νύχτες που σαλεύουν οι μορφές / ξαγρυπνώ και με το πρώτο φως διακρίνω / την τάξη που διαταράχτηκε
Κάποιος πενθεί τα τρυγόνια στο άδειο διαμέρισμα / η πόρτα κλείνει / τα βήματα σιγούν / ένα τσέρκι κυλάει στο άπειρο
Ωστε κάθε βράδυ, όταν έρχεται η ώρα να μοιραστώ την κλίνη μου με την ακατανόμαστη μοιχαλίδα...
Eνορχηστρώνει μύθους τον καιρό / πήρε ένα χάρτη και τον χάιδεψε / με μπλε βαθύ ηρέμησε τη θάλασσα / κι από τον σάκο του Αιόλου...
Αν ήμουν σπίτι θα είχα όψη νεοκλασική. Τα ανάγλυφα στοιχεία μου θα μου προσέφεραν κάτι περισσότερο από την αύρα του κομψού.