Η όραση αιχμάλωτη του χρόνου / ερωτοτροπεί / στα οροπέδια της μνήμης
Ίχνος στη μνήμη πλέκει / Τον πόντο ρίχνει ανάλαφρα / Μαζί με τα πανιά του / Τα βλέφαρά της στ’ άπατα νερά
Σαν το σαλιγκαράκι / που με ακρίβεια ακροβατεί / στο γερμένο γρασίδι δίπλα μας
Όσο μεγαλώνω / Τα χημικά του χρόνου εμφανίζουν / Τις φωτογραφίες των καταναγκασμών μου
Τα σπίτια ζούνε μέσα σ' άλλα σπίτια / / θραύσματα, στιγμές, άμμος του χρόνου απατηλή / τυφλώνει τις κλεψύδρες
Τον άλλον όμως... Τον άλλον τον είχα σβήσει απ’ το μυαλό μου. Αναγκαστικά, γιατί η ζωή ομοιάζει με βιβλίον.
Ω Πολυξένη (ή Πολύμνια ή παλατάκι των πόθων του καθενός).
Μία μονάδα που τρώει σε εστιατόριο με μία άλλη / η σιωπή μισοψημένη / τα πιρούνια να χώνονται στη μαλακή σάρκα
Ένα φως παραστέκεται / Σαν πρόνοια / Σαν επισήμανση / Κάποιας κρυφής οργάνωσης / που αγνοούμε
Κατά το σούρουπο και μόνο ο χρόνος / Μπορεί να γλείψει την πληγή και το σκυλί σου / Κείνο το πλήγμα το αβάσταχτο που σ’ αλαφιάζει
Μ’ άρεσε κάτι το αγουροξυπνημένο που είχε στη φωνή και στην έκφραση
Ράβεις / ψέματα βολεμένα καλά / κάτω απ΄ τα σκέλια σου / στριμωγμένα σε φόδρα βαμβακερή