Ράβεις / ψέματα βολεμένα καλά / κάτω απ΄ τα σκέλια σου / στριμωγμένα σε φόδρα βαμβακερή
Ψωμί με λάβδανο και / η στοργή της σκιάς των δέντρων / χαρίζει τη σκέψη της εξέγερσης στους νεότερους
Ο κόσμος πήρε το πραγματικό του χρώμα / γέμισε μολυσμένο νερό. Σώματα επιπλέουν / νηστικά / κοιμισμένα / κρατάνε την ανάσα τους.
Εκτός και εάν βρίσκαμε κάποιον τρόπο να επιστρέψουμε στο προηγούμενο σπίτι μας
Το καθαρό άσπρο όλων των χρωμάτων / μόνο άσπρο δεν είναι / αλλά το λέμε έτσι
Υπήρχαν μόνο τα όπλα εκεί κάτω ή και τα κόκαλα των σκοτωμένων που τα κρατούσαν;
Ίσως δεν καταλαβαίνει τη διαφορά, ίσως δεν νοιάζεται
Τον τέμνουμε / τον κατατέμνουμε / τον ανατέμνουμε / και εντέλει / στις όχθες του αναμένουμε / άναυδοι, ανίδεοι, ανήμποροι
Η ζωή μου στα δύο. / Εσύ θα μαθαίνεις ποδήλατο / κι εγώ με μια πιστωτική θα αγοράζω ρούχα.
Υπογραμμίζω τα γράμματα / τσακίζω τη σελίδα / τσακίζω την υπόνοια / πως είμαι ολομόναχη εδώ
Μια στάμνα είσαι τώρα, μια δεξαμενή! και βύθισε μια αντλία μέσα μου που τρύπησε ως κάτω από τη γη και κάτω απ΄ τους πυθμένες
Μέλι και γάλα πνίγομαι —το στόμα μου κιβούρι / Απ' την ανάσα μου ανεβαίνει o νεκρός / Να δω τι θα βρεις να πεις να τον γλυκάνεις