Με κινήσεις χορευτικές πλησίασε τη ντουλάπα, στάθηκε στις μύτες των ποδιών και με τα μπράτσα να πάλλονται ξεκλείδωσε την κλειδαριά
Κέρκυρα, Μεσολόγγι, Σκιάθος
στους προσαγωγούς της νύχτας / φύεται ένα αγκάθι / όσο σφίγγει καρφώνει / όσο καρφώνει σφίγγει
Τα βιβλία εσωτερικεύτηκαν σε οθόνες / και το ξεφύλλισμα στο ανέπαφο νόημα / να διαβάζεις αυτό που δεν διάβηκες
Ο Κήπος ζώστηκε ξανά απ’ αγωνία και εκρηκτικά / Φως ιλαρόν με εγκαλεί και με προσμένει
Διακρίνω ένα ασημί πέδιλο να κρέμεται από το τακούνι στην μια πλευρά του κάδου, μαζί με μια ξανθιά περούκα κι ένα κομμάτι τούλι
Θα είναι σα να αλλάζει η εποχή μπροστά στα μάτια μας, μου είπε στο τηλέφωνο καγχάζοντας. Ήταν άνοιξη σε αυτό το ημισφαίριο
Όμως πάντοτε σ’ έναν φόνο το παν δεν είναι ο τρόπος που γίνεται, αλλά η συγκάλυψή του
Μόνο κάτι στείρες απαντήσεις / από κάτι λογοτεχνικά περιοδικά· / Οι άλλοι μου είπαν πως είναι ευυπόληπτα.
Πίσω δεν συγχωρεί ο καιρός / να πηγαίνεις // Φανερώσου / με όλη τη γενναιότητα
Όπου τέσσερα ποιήματα γύρω από το ίδιο ερώτημα υποχωρούν ατάκτως πλην χορευτικώς δίχως απαντήσεις
Την είδε είκοσι χρόνια μετά να κατεβαίνει από το τρένο, κρατώντας μια τσάντα με λαχανικά