Ένα φως παραστέκεται / Σαν πρόνοια / Σαν επισήμανση / Κάποιας κρυφής οργάνωσης / που αγνοούμε
Πίσω δεν συγχωρεί ο καιρός / να πηγαίνεις // Φανερώσου / με όλη τη γενναιότητα
Μία μονάδα που τρώει σε εστιατόριο με μία άλλη / η σιωπή μισοψημένη / τα πιρούνια να χώνονται στη μαλακή σάρκα
Ω Πολυξένη (ή Πολύμνια ή παλατάκι των πόθων του καθενός).
Τον άλλον όμως... Τον άλλον τον είχα σβήσει απ’ το μυαλό μου. Αναγκαστικά, γιατί η ζωή ομοιάζει με βιβλίον.
Τα σπίτια ζούνε μέσα σ' άλλα σπίτια / / θραύσματα, στιγμές, άμμος του χρόνου απατηλή / τυφλώνει τις κλεψύδρες
Όσο μεγαλώνω / Τα χημικά του χρόνου εμφανίζουν / Τις φωτογραφίες των καταναγκασμών μου
Σαν το σαλιγκαράκι / που με ακρίβεια ακροβατεί / στο γερμένο γρασίδι δίπλα μας
Ψωμί με λάβδανο και / η στοργή της σκιάς των δέντρων / χαρίζει τη σκέψη της εξέγερσης στους νεότερους
Ίχνος στη μνήμη πλέκει / Τον πόντο ρίχνει ανάλαφρα / Μαζί με τα πανιά του / Τα βλέφαρά της στ’ άπατα νερά
Μια στάμνα είσαι τώρα, μια δεξαμενή! και βύθισε μια αντλία μέσα μου που τρύπησε ως κάτω από τη γη και κάτω απ΄ τους πυθμένες
Υπογραμμίζω τα γράμματα / τσακίζω τη σελίδα / τσακίζω την υπόνοια / πως είμαι ολομόναχη εδώ