Θα ξαναβγεί, λένε, ο αμείλικτος ήλιος.
Η μνήμη είναι φωλιά / έχει πουλιά / σκαλίζουν τις ρίζες των μαλλιών σου / φέρνουν μηνύματα
τεχνητό με περιτύλιγμα / κρεμαστούς κήπους από πλαστικό / και προσχεδιασμένες περιπέτειες σε κυκλικές ράγες
Περπάτα με τα χέρια, καθάρισε τ ’αφτιά σου απ΄ τα δάκρυα / Φίδι ακέφαλο βουστροφηδόν παλλόμενο η γνώση σου
σαν φιγούρες του Παρθένη / ολόλαμπρες, αέρινες, αν και από σάρκα / ανάσες και δωμάτιο καταλαμβάνουν / για να τις εξαγνίσουν
και τότε αναρωτιέμαι / πώς θα χαράξουμε τη σιωπή στα μαύρα νερά της λησμονιάς;
Δεν άντεξε και της το 'πε στο τελευταίο της τηλεφώνημα κι ας της το κράταγε για έκπληξη όσο τα σκάρωνε με τα βελονάκια της
Αν ξυριζόταν τελείως οι σκυφτοί του ώμοι θα τον έκαναν να μοιάζει με χαλασμένη κούκλα, γι’ αυτό και στο μουσείο φορούσε ένα καπέλο
Γιατί σημασία είχε μόνο η παράταση αυτής της σχεδόν άχρονης κανονικότητας, της ψευδαίσθησης πως όλα βαίνουν καλώς επαναλαμβανόμενα
Αντίκρυ ήταν μια ταμπέλα πάνω από μια βιτρίνα με ψωμιά και γλυκά:
Το βλέμμα πάνω απ’ τις μάσκες, πέρα απ’ το αρρωστημένο φως ― το συνιστούν εκατό άγιοι του σκοταδιού· και τις βαριές κουρτίνες
Τα υφάσματα είναι για μένα πυξίδα για να ταξιδεύω στο παρελθόν, γέφυρες για να πηγαίνω πίσω στο μακρινό άλλοτε