Στην συκιά να μην πηγαίνεις γιατί θα σου πάρει την μιλιά
Εικοσιπέντε χρονών παιδί τι μπορούσε να θαυμάζει σε αυτή τη μαραμένη μορφή;
Τις νύχτες που σαλεύουν οι μορφές / ξαγρυπνώ και με το πρώτο φως διακρίνω / την τάξη που διαταράχτηκε
Κάποιος πενθεί τα τρυγόνια στο άδειο διαμέρισμα / η πόρτα κλείνει / τα βήματα σιγούν / ένα τσέρκι κυλάει στο άπειρο
Ωστε κάθε βράδυ, όταν έρχεται η ώρα να μοιραστώ την κλίνη μου με την ακατανόμαστη μοιχαλίδα...
Eνορχηστρώνει μύθους τον καιρό / πήρε ένα χάρτη και τον χάιδεψε / με μπλε βαθύ ηρέμησε τη θάλασσα / κι από τον σάκο του Αιόλου...
Αν ήμουν σπίτι θα είχα όψη νεοκλασική. Τα ανάγλυφα στοιχεία μου θα μου προσέφεραν κάτι περισσότερο από την αύρα του κομψού.
Γίνεται εγώ να σε βλέπω κι εσύ να μην μπορείς να με δεις;
Η τηλεόραση δεν ήταν / για να δούμε κάτι σ’ αυτήν / αλλά την ίδια την επίπεδη οθόνη της / ένα φινίρισμα ρηχό της όρασής μας
Γεννήθηκα στο σώμα ενός παιδιού / την εποχή που πετούσαν οι γυπαετοί / από ένα πατέρα ορθόδοξο / κι ένα παππού Αχέροντα
αμέριμνο το μυαλό ροχαλίζει / μάρτυράς μου ο χώρος κι ο χρόνος / έτοιμη είμαι / το επόμενο λάθος να κάνω
Το μόνο που σου ζητάω είναι να τρυπήσεις το χέρι μου. Μετά θα σκουπίσεις τη σύριγγα και θα βάλω εγώ τα δικά μου δάχτυλα