Τρέχεις, σα να ερωτεύεσαι. Σα να κρατιέσαι από μια σπάνια -μια μαγική- αλληγορία σ’ ένα σύμπαν όπου κυριολεκτεί μονάχα η σιωπή
Ένα κείμενο με υποσημειώσεις...
Ακίνητοι εμείς θωρούμε / ακίνητα θαρρούμε τα φυτά / ενώ οι ρίζες τους / δρόμο ανοίγουνε / βαθιά / όλο και πιο βαθιά ...
Πρέπει να πλησιάσω, να τη φωτογραφίσω, στέκομαι στην άκρη του τείχους, δεν θα με πιστέψουν...
Ξυπνάω κουρασμένη. Σέρνομαι στο μπάνιο. Το νερό χλιαρό και δεν ξεπλένει το κορμί μου. Τα ψαράκια κατρακυλούν από τα βλέφαρά μου
Προτού με δεις στο ραντεβού να φτάνω η φιγούρα σου δίπλα στο περίπτερο άδικα άγνωστη ανυπεράσπιστη μέσα στη ροή της πόλης...
«Για όνομα του θεού, πώς κάνεις έτσι; Σε πείραξε που είπα πλάτανο το δέντρο, και μου λες να χωρίσουμε; Πας καλά;»
Ζεμένη στο ετήσιο αλώνι του ήλιου / η ελεύθερη βούλησή τους / γαλάζια ημερήσια σβούρα / βορά του συμπαντικού διακόπτη
Τη νύχτα με τις γενναιόδωρες αγκαλιές / τα επιτυχημένα προφίλ σε ψηφιακούς τόπους / έτοιμες φράσεις και αναμασημένες συγκινήσεις
... Και άλλα ερωτήματα
Υποφέρω στο σώμα του νόμου μου, / σκύβω τον πετεινό λαιμό / και κράζω λόγια / στη μοναχική μου λακκούβα
Εμένα δεν με λένε Πηνελόπη / Περνάω με κόκκινο τα φανάρια / όταν οι δρόμοι είναι άδειοι / κι οι διαγραμμίσεις της ασφάλτου θαμπές