Πολλή κίνηση


Ήξε­ρα ότι τέ­τοια λά­θη θα τα χα­ρα­κτή­ρι­ζαν οι φί­λοι μου παι­δα­ριώ­δη, αλ­λά μπας και τους βλέ­πω κιό­λας ώστε να τους δώ­σω τέ­τοια δι­καιώ­μα­τα;
Κά­θι­σα λοι­πόν στο τρα­πέ­ζι μας. Εύ­κο­λο, τέ­τοια επο­χή του χρό­νου δεν υπάρ­χει αντα­γω­νι­σμός, δύο πα­ρέ­ες όλες κι όλες πριν από μέ­να (όχι, μ’ εμέ­να δεν έγι­ναν τρεις, εγώ ήμουν μό­νος, θα το κα­τα­λά­βα­τε).
Πα­ρήγ­γει­λα το αγα­πη­μέ­νο φα­γη­τό (το δι­κό της, όχι το δι­κό μου) και σα­λά­τα. Ερ­γέ­νι­κα πράγ­μα­τα. Ενώ πε­ρί­με­να τα εδέ­σμα­τα, απέ­φυ­γα να κοι­τά­ζω τη θά­λασ­σα (μην γί­νο­μαι με­λό τώ­ρα…), έκρυ­ψα και το κι­νη­τό (κά­νω απο­το­ξί­νω­ση), οπό­τε το βλέμ­μα μου στρά­φη­κε στην πλη­σιέ­στε­ρη από τις πα­ρέ­ες, τρία τρα­πέ­ζια πιο πέ­ρα ― από­στα­ση ασφα­λεί­ας για να μην καρ­φώ­νο­μαι σαν χά­νος.

Αδιά­φο­ρη σύν­θε­ση. Πέ­ντε άτο­μα. Πρώ­τος μου τρα­βά­ει την προ­σο­χή ένας τύ­πος εύ­σω­μος, με νευ­ρι­κές κι­νή­σεις, που στέ­κε­ται όρ­θιος έχο­ντας τη θά­λασ­σα στην πλά­τη (κι άλ­λος που απο­φεύ­γει να την κοι­τά­ζει, σκέ­φτο­μαι). Από τη στά­ση του, δεν κα­τα­λα­βαί­νω αν ανή­κει στην πα­ρέα ή αν απλώς πή­γε να χαι­ρε­τή­σει όσους κά­θο­νται στο τρα­πέ­ζι, δη­λα­δή, με τη σει­ρά εξ αρι­στε­ρών του, ένα αγο­ρά­κι (δεν μπαί­νω καν στον κό­πο να μα­ντέ­ψω την ηλι­κία του)· η μα­μά του, απέ­να­ντι από τον όρ­θιο τύ­πο, συ­μπα­θη­τι­κή, νε­α­ρή, χει­ρο­νο­μεί και μι­λά­ει συ­νέ­χεια με πο­λύ κα­λή διά­θε­ση που τη με­τα­δί­δει (σ’ εμέ­να)· ο εύ­σω­μος νε­α­ρός νού­με­ρο 2, κα­θι­στός αυ­τός, με την πλά­τη γυ­ρι­σμέ­νη προς εμέ­να (ο μπα­μπάς του μι­κρού ει­κά­ζω) και δί­πλα μια κυ­ρία (με­γα­λύ­τε­ρης ηλι­κί­ας, «η για­γιά», τη βα­φτί­ζω) που κα­πνί­ζει, κα­τα­βάλ­λο­ντας ανε­πι­τυ­χείς προ­σπά­θειες να μην φυ­σά­ει τον κα­πνό στα μού­τρα του εγ­γο­νού της που τον έχει απέ­να­ντί της («με­λα­νή ει­κό­να τς τς τς», ακού­γε­ται μια γε­ρο­ντο­α­γο­ρί­στι­κη φω­νή μέ­σα μου). | Κα­θώς ετοι­μά­ζο­μαι να φάω την πρώ­τη μπου­κιά από το αγα­πη­μέ­νο φα­γη­τό εκεί­νης, που μό­λις προ­σγειώ­θη­κε στο τρα­πέ­ζι μου, συλ­λαμ­βά­νω με την άκρη του μα­τιού μια κί­νη­ση που τρα­βά­ει ξα­νά την προ­σο­χή μου στην πε­ντα­με­λή πα­ρέα (μέ­χρι τό­τε την κα­τέ­γρα­φα ου­δέ­τε­ρα, απλώς σαν μέ­ρος του το­πί­ου): η μα­μά κοι­τά­ζει με χα­μο­γε­λα­στό βλέμ­μα τον μπα­μπά, του λέ­ει κά­τι τρυ­φε­ρό (δεν ακού­γε­ται, αλ­λά φαί­νο­νται από μα­κριά αυ­τά τα πράγ­μα­τα) και αμέ­σως ση­κώ­νε­ται (κο­ντό, κα­λο­σχη­μα­τι­σμέ­νο σώ­μα) και αρ­χί­ζει να του κά­νει χα­λα­ρές μα­λά­ξεις στην πλά­τη και να του λέ­ει γλυ­κό­λο­γα κο­ντά στο αφτί (ναι, δεν ακού­γο­νται ού­τε αυ­τά, τρία τρα­πέ­ζια πιο πέ­ρα, αλ­λά… δεν κολ­λά­με μπρί­κια).
Δεν θυ­μά­μαι πό­τε εί­ναι η τε­λευ­ταία φο­ρά που εί­δα μια μη­τέ­ρα εφτά­χρο­νου αγο­ριού (η προη­γού­με­νη σκη­νή μ’ έκα­νε να δω με πε­ρισ­σό­τε­ρη προ­σο­χή το μέ­χρι τό­τε άνευ εν­δια­φέ­ρο­ντος μι­κρό) να κά­νει μα­σάζ στον πα­τέ­ρα (και εν­δε­χο­μέ­νως σύ­ζυ­γο) υπό το βλέμ­μα της πε­θε­ράς (μα­μά της δεν ήταν, βά­ζω το χέ­ρι μου στη φω­τιά) και του τέ­κνου. Πό­σο ζη­λεύω τα άτο­μα που δια­τη­ρούν άσβε­στη τη σπί­θα του έρω­τά τους με­τά από τό­σα χρό­νια, και μά­λι­στα πα­ρου­σία συγ­γε­νών και φί­λου (ορ­θί­ου)!
Πό­σο ζη­λεύω [επι­μέ­νω με τα ζη­λεύω] το φρο­ντι­στι­κό χά­δι αυ­τής της γυ­ναί­κας στον σύ­ντρο­φό της! Εγώ πο­τέ δεν κα­τά­φε­ρα να κρα­τή­σω ζω­ντα­νή τη γα­μη­μέ­νη τη σπί­θα πά­νω από με­ρι­κούς μή­νες, σκέ­φτο­μαι γε­μά­τος ενο­χές, έτοι­μος να ξε­φύ­γω. Απέ­φυ­γα να κοι­τά­ξω τη θά­λασ­σα για να μην με­λαγ­χο­λή­σω και την πά­τη­σα με τον «πε­ρι­σπα­σμό», μο­νο­λο­γώ κα­θώς στρέ­φω ορι­στι­κά το βλέμ­μα στο τρα­πέ­ζι μου.
Όταν τε­λειώ­νω το φα­γη­τό και ανα­ζη­τώ τον σερ­βι­τό­ρο για τον λο­γα­ρια­σμό, συ­νει­δη­το­ποιώ ότι η πε­ντα­με­λής πα­ρέα έχει φύ­γει. Κοι­τά­ζω το άδειο πλέ­ον τρα­πέ­ζι και ανα­πα­ρά­γω στη μνή­μη μου με νο­σταλ­γία τις κι­νή­σεις και το ζε­στό βλέμ­μα της γυ­ναί­κας (δεν έβλε­πα την αντα­πό­κρι­ση του κα­θι­σμέ­νου συ­ζύ­γου της, μου εί­χε γυ­ρι­σμέ­νη την πλά­τη, θυ­μί­ζω).

Βγαί­νω από την τα­βέρ­να και κα­τευ­θύ­νο­μαι προς το αυ­το­κί­νη­το όταν, μέ­σα στο σού­ρου­πο δια­κρί­νω, στα τριά­ντα μέ­τρα από­στα­ση, την πε­ντα­με­λή πα­ρέα να δια­σπά­ται: το πρώ­ην ζε­στό βλέμ­μα εί­ναι πια βλέμ­μα κα­νο­νι­κής μα­μάς ανά­με­σα στον όρ­θιο με την πλά­τη γυ­ρι­σμέ­νη στη θά­λασ­σα σύ­ντρο­φο/σύ­ζυ­γο (για­τί κα­θό­ταν όρ­θιος;;;) και στο εφτά­χρο­νο βλα­στά­ρι τους (αυ­τή τη σχέ­ση, μη­τέ­ρας-τέ­κνου, παί­ζει να την πέ­τυ­χα) κα­θώς έρ­χο­νται προς το μέ­ρος μου· ο κα­θι­στός άντρας (που δεν εί­ναι ού­τε σύ­ζυ­γος του ζε­στού βλέμ­μα­τος ού­τε πα­τέ­ρας του εφτά­χρο­νου) μπαί­νει βια­στι­κά σ’ ένα κόκ­κι­νο Opel Corsa, αφού πρώ­τα λέ­ει κά­πως ζο­χα­δια­σμέ­νος στην ήδη κα­θι­σμέ­νη στη θέ­ση του συ­νο­δη­γού σύ­ντρο­φό του (που δεν εί­ναι για­γιά του εφτά­χρο­νου, άρα ας κα­πνί­ζει σπί­τι όσο θέ­λει): «Θα βρού­με πολ­λή κί­νη­ση».


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: