Μια συγκριτική ανάγνωση του «Οι πόρνες της αστικής τάξης» και της «Μεγάλης Χίμαιρας»

Μια συγκριτική ανάγνωση του «Οι πόρνες της αστικής τάξης» και της «Μεγάλης Χίμαιρας»

Ελιάνα Αλφάρο, «Οι πόρνες της αστικής τάξης», μτφρ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκδ. Μιχάλης Σιδέρης

Όταν πρωτοδιάβασα το βιβλίο της Ελιάνα Αλφάρο [Eliana Alfaro] Οι πόρνες της αστική τάξης [Prostitutas de clase media], το μυθιστόρημα που αφορά την ιστορία μιας Κολομβιανής που έρχεται να ζήσει ένα διάστημα σ’ ένα ελληνικό νησί με τον Έλληνα σύζυγό της, μου ήρθαν στο νου παρόμοια έργα ξένων λογοτεχνών, οι οποίοι φτάνοντας στην Ελλάδα καταπιάστηκαν με παρόμοιο θέμα: την εγκατάστασή τους σε ελληνικό νησί. Ο Λόρενς Ντάρελ και Η Σπηλιά του Πρόσπερου, ο αδερφός του Τζέραλντ Ντάρελ και Η Οικογένειά μου και άλλα ζώα (αμφότερα στην Κέρκυρα), ο Τζον Φόουλς και Ο Μάγος (στις Σπέτσες). Ήταν τυχαίο ότι όλοι ήταν συγγραφείς βρετανικής καταγωγής, και οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, άντρες;

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου της Αλφάρο, την ιστορία της ξένης που γοητεύεται από Έλληνα στο εξωτερικό και έρχεται να δοκιμάσει την τύχη της σε ελληνικό νησί, οδηγήθηκα συνειρμικά στη Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση. Καίτοι γραμμένο από Έλληνα συγγραφέα, το θέμα είναι παραπλήσιο.

Η Γαλλίδα Μαρίνα, ηρωίδα της Χίμαιρας, έρχεται από πολύ νεαρή ηλικία σε επαφή με τον αγοραίο έρωτα, μέσω της μητέρας της η οποία εξασκεί το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο. Η ίδια δεν θα εκπορνευθεί ποτέ. Όσο η μητέρα της βρίσκεται εν ζωή γνωρίζει την απόρριψη από την κόρη της εξαιτίας των δραστηριοτήτων της, αυτό δεν θα την εμποδίσει ωστόσο να συγκεντρώσει ένα αστρονομικό ποσό για την εποχή, με το οποίο και θα προικίσει την κόρη της μετά θάνατον. Τα χρήματα που έβγαλε η πόρνη περνάνε στην επόμενη γενιά. Είναι άραγε χρήματα βρόμικα, όπως τόλμησε να ρωτήσει ο Τίτος, γιος του Βεσπασιανού τον πατέρα του, όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας επέβαλε φόρο στη χρήση των δημόσιων αποχωρητηρίων; Η Μαρίνα θα επενδύσει ένα μέρος της κληρονομιάς της στην πνευματική της καλλιέργεια και την πανεπιστημιακή της εκπαίδευση.

Η Κολομβιανή Άννα, ηρωίδα της Αλφάρο στις Πόρνες της αστικής τάξης, είναι ένα κορίτσι απλό, απαίδευτο και ταπεινής καταγωγής. Όταν εμφανίζεται η ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τα σωματικά της θέλγητρα για να βγάλει τα προς το ζην, δεν θα διστάσει να μπει στον κόσμο του αγοραίου σεξ προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στη μεγάλη ζωή που τόσο λαχταρά. Σε αυτή την περίπτωση είναι η ίδια η πρωταγωνίστρια-πόρνη που αναλαμβάνει να καλύψει τις ανάγκες της προηγούμενης γενιάς, ήτοι της μητέρας της και του μικρού της αδερφού, καθώς ο πατέρας έχει φύγει από τη ζωή.

Στη συνέχεια θα εμφανιστεί ο Έλληνας της ιστορίας. Σύρος καπετάνιος για τη Μαρίνα της Χίμαιρας, Κεφαλονίτης φιλόδοξος τυχοδιώκτης που δοκιμάζει την τύχη του στο Νέο Κόσμο για την Άννα. Οι δυο νησιώτες θα πείσουν τις πρωταγωνίστριες να αφήσουν πίσω την παλιά τους ζωή και να τους ακολουθήσουν στα νησιά καταγωγής τους για μια νέα αρχή, αναζητώντας έναν ιδανικό τόπο genius loci που θα τους προσφέρει την αίσθηση του «ανήκειν». Ελλάδα των νησιών, είναι ακόμα η Κίρκη που μαγεύει.

Η Σύρος του ’30 και η Κεφαλονιά της σημερινής εποχής δεν θα μπορούσαν να έχουν λιγότερα κοινά. Η Μαρίνα καταφθάνει σε μια κοινωνία αριστοκρατική και πλούσια που στρέφει το βλέμμα προς τη θάλασσα, ενώ η Άννα σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, το οποίο παρά την επαφή του με τον έξω κόσμο μέσω των ξένων επισκεπτών δεν παύει να διατηρεί τον συντηρητικό του χαρακτήρα. Αν και η Μαρίνα θα μείνει στο ίδιο σπίτι με την πεθερά της, οι δυο γυναίκες ποτέ δεν θα καταφέρουν να ξεπεράσουν την άβυσσο που τις χωρίζει. Η Άννα ωστόσο εντυπωσιάζεται βαθιά από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικογένειας. Μένουν πάνω-κάτω, τρώνε μαζί τις Κυριακές, γιορτάζουν γιορτές, γενέθλια, Χριστούγεννα και Πάσχα ανελλιπώς οικογενειακά. Ανάλογες οικογενειακές αξίες χαρακτηρίζουν και τις περισσότερες λατινοαμερικάνικες κοινωνίες –και όχι τόσο τις βορειοευρωπαϊκές–, η Άννα εντούτοις ευαισθητοποιείται καθώς η ίδια δεν έχει μεγαλώσει σε μια αντίστοιχη οικογένεια και την αποζητά.

Όταν τα οικονομικά περιθώρια αρχίζουν και στενεύουν, οι δύο Έλληνες σύζυγοι θα αντιμετωπίσουν την κρίση εντελώς διαφορετικά. Ο Σύρος καπετάνιος δεν θα διστάσει να μπαρκάρει εκ νέου εγκαταλείποντας προσωρινά την οικογένειά του εωσότου ορθοποδήσει ξανά. Ο Κεφαλονίτης σύζυγος της Άννας θα βρει ασφάλεια και θαλπωρή στον καναπέ και το τραπέζι της πατρικής του κατοικίας στο χωριό.

Ο οίκος και το γένος δένουν τους ανθρώπους με αλυσίδες βαρύτατες, άλλοτε χρυσές και άλλοτε μολυβένιες, λέει ο Καραγάτσης. Η οικογένεια ξαπλώνει την παντοδύναμη ψυχική τυραννία της.

Ένα μέλος της οικογένειας που θα παίξει ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής είναι ο κουνιάδος των δυο γυναικών. Στην περίπτωση της Μαρίνας, η ανάμειξη του θα έχει καταλυτική επίδραση στην εξέλιξη της ιστορίας, καθώς θα έρθει σε ερωτική επαφή με την γυναίκα του αδερφού του τη νύχτα που το παιδί της ψυχορραγεί στο διπλανό δωμάτιο. Στην ιστορία της Άννας, η σχέση της με τον κουνιάδο της αφορά μια δευτερεύουσα περιπέτειά της ανάμεσα σε πολλές.

Εν τέλει, την οριστική λύση στην ψυχική κατάρρευση που έχουν οδηγηθεί οι δυο πρωταγωνίστριες, θα δώσουν δυο διαφορετικά πρόσωπα. Στη Μαρίνα, που έχει μείνει έγκυος από τον κουνιάδο της, θα τείνει χείρα βοηθείας η ίδια της η πεθερά, η οποία δεν θα διστάσει να καλύψει τη νύφη της στον καπετάνιο γιο της επιστρέφοντας από το μακρόχρονο ταξίδι του. Στην περίπτωση της Άννας, ένας γηραιότερος άντρας θα κάνει την εμφάνιση του ως από μηχανής θεός και θα είναι το μοναδικό πρόσωπο σε όλο το μυθιστόρημα που δεν θα την εκμεταλλευτεί ψυχικά και σωματικά προς ίδιον όφελος, σε αντίθεση με σχεδόν όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους με τους οποίους σχετίστηκε η Άννα σε όλη τη διάρκεια της ζωής της, φιλικά ή συναισθηματικά.

Το φυσικό στοιχείο που θα κορυφώσει το δράμα και θα προσφέρει τη λύτρωση στην οριακά διαταραγμένη ψυχοσύνθεση των δυο γυναικών είναι το νερό. Η Μαρίνα, ως άλλος Αιγαίας, σε μια αριστοτεχνική περιγραφή του Καραγάτση, θα καταλήξει στα ανταριασμένα κύματα κάνοντας ένα βήμα προς τον γκρεμό. Η Άννα θα καταλήξει επίσης στα νερά της θάλασσας, ακούσια ωστόσο, αφού αφέθηκε να εμπιστευθεί πρόσωπα του στενού περιβάλλοντός της που την πρόδωσαν άκαρδα. Πυρ στην ψυχή των γυναικών, και θάλασσα.

Η Μαρίνα της Μεγάλης Χίμαιρας αναφέρεται συχνά στην βιβλιογραφία ως η ελληνική εκδοχή της Μαντάμ Μποβαρί, της κορυφαίας γυναικείας προσωπικότητας που έπλασε ο Φλομπέρ στη γαλλική λογοτεχνία. Η Άννα άραγε, με ποια αντίστοιχη ηρωίδα του Κολομβιανού λογοτεχνικού σύμπαντος θα μπορούσε να συνδιαλλαγεί; Το δίχως άλλο, κάλλιστα θα μπορούσε να είναι μια από τις putas tristes της ζωής του Γκαρσία Μάρκες, του συγγραφέα που θεμελίωσε το φαραωνικό οικοδόμημα της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: