Εξιλαστήριο θαύμα

Εξιλαστήριο θαύμα

Έλενα Μαρούτσου, «Το εξιλαστήριο θαύμα – Μια ιστορία σε πενήντα μία βαλίτσες», Κίχλη 2023




Είναι κάποιες φορές που ο τίτλος ενός έργου φέρει χαρακτηριστικά στοιχεία της ποιότητας και της ευρηματικότητας που αναμένεται να αναδειχθεί με την ανάγνωση. Το «Εξιλαστήριο Θαύμα» αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Είναι ένα πολυπρόσωπο, πολυεπίπεδο, πολυθεματικό μυθιστόρημα, που έχει στο κέντρο του μια παλλόμενη καρδιά, με το ερωτηματικό της αγάπης. Ωστόσο, ο τίτλος του εξωφύλλου αποτελεί το πρώτο, παιγνιώδες αίνιγμα που καλείται να επιλύσει ο αναγνώστης. Ποιο είναι αυτό το «θαύμα» που μπορεί να μας εξιλεώσει; Και ποια η διαφορά του από το σύνηθες «θύμα» της γνωστής έκφρασης; Μήπως στην περίπτωση αυτή, το θύμα μπορεί να μετατραπεί σε θαύμα, με την μεσολάβηση κάποιων σπάνιων χειρονομιών; Και τι ακριβώς χρειάζεται για μια τέτοια ευφρόσυνη μεταμόρφωση;

Γνωρίζω από χρόνια και εκτιμώ βαθιά τη γραφή της Έλενας Μαρούτσου. Σε παλαιότερα βιβλία της που είχα τη χαρά να διαβάσω, τόσο στο εμβληματικό για την πρωτοτυπία του Μεταξύ Συρμού και Αποβάθρας, όσο και στα επόμενα, Το Νόημα, Οι χυδαίες Ορχιδέες και «Θηριόμορφες, κυριότερη θεματική της ήταν για μένα η αναρώτηση πάνω στη γυναικεία φύση και τον έρωτα, κυρίως μέσω μιας παιγνιώδους διακειμενικότητας αλλά και της μείξης της λογοτεχνίας με άλλες τέχνες, ιδιαίτερα δε με τα εικαστικά, τόσο τη ζωγραφική όσο και τη φωτογραφία. Στο ανά χείρας βιβλίο, έχω την εντύπωση ότι, χωρίς να εγκαταλείπεται η διακειμενικότητα, ο στόχος του πειραματισμού και του υβριδισμού μοιάζει να υποχωρεί λιγάκι, δίνοντας περισσότερο έδαφος στην ανάλυση χαρακτήρων, την ψυχογράφηση, ακόμα και την κοινωνική τοιχογραφία.

Το «Εξιλαστήριο θαύμα καταπιάνεται με πολλά και απαιτητικά θέματα. Πυρήνας της ιστορίας του είναι η απόφαση μιας οικογένειας άνετων αστών της μεσαίας τάξης (ο αρχιτέκτονας Νίκος, η μεταφράστρια λογοτεχνίας Ραχήλ, δύο κορίτσια στην εφηβεία, η Κάλλια και η Σκεύη, με πρώιμες καλλιτεχνικές και πνευματικές ευαισθησίες) να δεχθούν ως ανάδοχη οικογένεια ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι, νεαρό πρόσφυγα με καταγωγή από τη Σομαλία. Η κίνηση αυτή θα λειτουργήσει ως πυροδότης εξελίξεων, ενεργοποιώντας ποικίλα αντανακλαστικά, ωθώντας τα πρόσωπα αυτά, καθώς και τον περίγυρό τους (πρώην και νυν εραστές και ερωμένες, αδέλφια, επιζώντες γονείς αλλά και την απομένουσα μνήμη των θανόντων) να αναδιαταχθούν θεαματικά στο συναισθηματικό σκηνικό που περιβάλλει τη δράση, ωθώντας την αφήγηση σε μία ώρες-ώρες ασθματικής ροής εξέλιξη, μέχρι το χαρακτηριστικό φινάλε. Στο μεσοδιάστημα, όπως συμβαίνει στα καλύτερα δείγματα της λογοτεχνίας που ανατέμνει την μοντέρνα οικογένεια, γινόμαστε μάρτυρες των περιστατικών που ορίζουν το περίγραμμα της αισθηματικής τους διαδρομής: η Λέρος, το νησί με το ιστορικό εγκλεισμού των ψυχικά νοσούντων, νησί κατάσπαρτο με δείγματα ρασιοναλιστικής αρχιτεκτονικής από την περίοδο της φασιστικής ιταλοκρατίας, που αποτελεί επίκεντρο της οικογενειακής ιστορίας του Νίκου, καθώς εκεί γνωρίστηκαν ως τρόφιμοι στις παιδουπόλεις του Εμφυλίου οι γονείς του, συνιστά ταυτόχρονα και τον τόπο πρώτης εγκατάστασης του έφηβου Μουσά, στην προσφυγική του κατάληξη στη χώρα μας, τελευταίο κρίκο σ’ αυτό το διαρκές πηγαινέλα της ορφάνιας, της εγκατάλειψης, των διωγμών και του εγκλεισμού, που συμπυκνώνεται τόσο ευδιάκριτα στο ειδυλλιακό όσο και μαρτυρικό νησί της Δωδεκανήσου. Ταυτόχρονα, από την πλευρά της Ραχήλ, της μητέρας, το ιστορικό περιλαμβάνει την εβραϊκή καταγωγή, το τραύμα των στρατοπέδων συγκέντρωσης, την άρνηση και την απόρριψη της εβραϊκής ταυτότητας προς χάρη της ένταξης σε μια χώρα που δεν αποδέχεται εύκολα τη διαφορά, διαδικασία που οδηγεί στην υπόγεια διαιώνιση της πληγής, με μια βία που πλέον από φυλετική γίνεται ενδοοικογενειακή, οδηγώντας τα μέλη της σε φυγόκεντρες τάσεις και τελικά στη διάλυση, πράγμα που η Ραχήλ βιώνει ως μία ανάγκη για αναπλήρωση και τρυφερότητα, σε αντίθεση με τον ορθολογιστή Νίκο. Ο τελευταίος, επιβεβαιώνοντας το στερεότυπο ρόλο του φύλου του, αποφεύγει να αντιμετωπίσει το τραύμα, τόσο στο ιστορικό της οικογένειάς του, το οποίο ζει καταχωνιασμένο σε μια βαλίτσα που μόνο στο τέλος τολμάει ν’ ανοίξει, όσο και στην ερωτική του ζωή, απορρίπτοντας όσες γυναίκες τολμούν να του ανοιχτούν στην ευαλωτότητά τους, και αποδεχόμενος τη γυναίκα του μόνο στο βαθμό που εκείνη προβάλλει με την ασφάλεια της πρώην φίλης, της ήρεμης, μη απαιτητικής συντρόφου, της τροφού των απογόνων τους. Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση του Νίκου στη χειρονομία της Φαίδρας, μιας ψυχολόγου που πρωτογνωρίζει επισκεπτόμενος ως νεαρός ερευνητής τη Λέρο (γυναίκας με κομβικό ρόλο στην αφήγηση, καθώς επανεμφανίζεται αργότερα στο μυθιστόρημα) να του αποκαλύψει, στην αρχή της σχέσης τους, το τραυματικό γεγονός του ομαδικού βιασμού της κατά την πρώτη της σεξουαλική επαφή: ο Νίκος εξαφανίζεται αμέσως μετά, παρατώντας την σχεδόν σύξυλη, αρνούμενος να αποδεχτεί και να αφομοιώσει την τραγικότητα του έρωτα, των σχέσεων, της ζωής της ίδιας. Περιοριζόμενος στο ρόλο του επιφανειακού περιηγητή, δηλαδή του τουρίστα.

Η άφιξη του νεαρού Μουσά στο οικογενειακό περιβάλλον, με πρωτοβουλία της Ραχήλ, και το Νίκο να αποδέχεται εκών-άκων, περίπου ως συνεργός ενός καπρίτσιου της γυναίκας του, την εγκατάσταση του ξένου στο σπίτι τους, θα ανακινήσει όλες αυτές τις καλά θαμμένες και υποτίθεται επουλωμένες πλευρές και των δύο. Το αγόρι, που ο εσωτερικός του κόσμος θα παραμείνει, σε αντίθεση με των τεσσάρων του βασικού οικογενειακού κύκλου, αθέατος ως το τέλος, εντείνοντας το αινιγματικό της παρουσίας του και του ρόλου του ως καταλύτη, θα αποδιοργανώσει τις σταθερές της μεσοαστικής νηνεμίας που, όπως σε κάθε αντίστοιχη διαρρύθμιση, στηρίζονται σε πλήθος «μυστικών και ψεμάτων», πράγμα που, εκτός από τους από καιρό αποξενωμένους γονείς, θα βάλει στο παιχνίδι και τις νεαρές κόρες. Η μεγαλύτερη, η Κάλλια, θα νιώσει εξ αρχής ένα σχεδόν ερωτικό ενδιαφέρον για το νεοφερμένο, ενώ η δεύτερη, η Σκεύη, πιο περίπλοκη και κυνική από τη αδελφή της, ενσωματώνοντας ίσως τις αντιφάσεις των γονιών τους, θα σταθεί κριτικά και άκρως ανταγωνιστικά απέναντι στο αγόρι, υποσκάπτοντας την ομαλή ένταξή του στην οικογένεια, μέχρι την τελική, αψυχολόγητη κίνησή της, που θα εκτροχιάσει αμετάκλητα τα πράγματα. Με τον τρόπο αυτό, η αφήγηση εξακτινώνεται σε πλήθος αναφορών και αναγωγών, τόσο στο μικρόκοσμο, όσο και στο μακρόκοσμο της σύγχρονης ελληνικής αλλά και διεθνούς εμπειρίας: οι καλές προθέσεις απέναντι στους πρόσφυγες και μετανάστες που πάντα αποδεικνύονται ανεπαρκείς, η αδυναμία γεφύρωσης των διαφορών που μοιάζουν πάντα να δυναστεύουν το ευεργετικό άγγιγμα της αγάπης, αλλά και η βαθύτερη ανάγκη των ανθρώπων για τρυφερότητα, σε πείσμα όσων ζητούν να τους χωρίζουν, ανάγκη που κάνει στο τέλος τα πράγματα απλούστερα απ’ ό,τι νομίζουμε, καθώς αρκεί μια ανυπόκριτη χειρονομία, ένα χαμόγελο χωρίς υπολογισμό και υστεροβουλία, για να γκρεμίσει αρκετά απ’ τα τείχη που θεωρούμε ανυπέρβλητα.

Το συνεχές, ανατροφοδοτούμενο κύκλωμα ανάμεσα στον ξεριζωμό, το τραύμα και την αγάπη ή την έλλειψή της, αποτελεί για μένα τον πυρήνα αυτού του βιβλίου. Όλοι οι ήρωες παλεύουν μ’ αυτό. Είτε είναι η πληγή των χαμένων ή απόντων γονέων, είτε η ερωτική εγκατάλειψη, ή η ανάγκη να καταπνίξεις αυτό που σε πονάει, οδηγούμενος σε μια μορφή συναισθηματικής παράλυσης που θα σε βοηθήσει να υπάρχεις, είτε φυσικά το τραύμα της ίδιας της προσφυγιάς και του βίαιου ξεριζώματος από τις πατρογονικές εστίες, όλοι οι ήρωες μοιάζουν ν’ αναζητούν αυτό το επιθυμητό «εξιλαστήριο θαύμα», που θα τους ζεστάνει ξανά, που θα ανακινήσει μέσα τους την κοιμισμένη τους ανθρωπινότητα. Όλοι παλεύουν, αλλά οι δυσκολίες, όπως συχνά στη ζωή και στην καλή λογοτεχνία, είναι υπέρτερες – λίγες οι απαντήσεις και πολύ περισσότερα τα ερωτήματα.

Η Έλενα Μαρούτσου, και σ’ αυτό το βιβλίο, δεν απομακρύνεται από την γνώριμη και τόσο γοητευτική της πεζογραφική της τεχνοτροπία. Όλες οι περιγραφές, οι ψυχολογικές αναλύσεις και η αναμέτρησή της με το τραύμα και τον πόνο, γίνονται με ένα ανάλαφρο θα λέγαμε άγγιγμα, δίχως τίποτα κραυγαλέο ή βαρύγδουπο, αποφεύγοντας το μελοδραματισμό και το διδακτισμό που το θέμα θα μπορούσε ακόμα και να δικαιολογήσει σε σημεία του έργου, επιστρατεύοντας αντί γι’ αυτό το γνωστό της οπλοστάσιο που περιλαμβάνει το χιούμορ, την βαθιά ανθρωπιά που όμως μας κλείνει το μάτι δίχως να πέφτει ποτέ σε επίδειξη δικαιωματισμού και εκζήτηση, καθώς και την διακριτική αλλά και τόσο πειστική ψυχογράφηση των χαρακτήρων, που καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα γενεών, με πρωταγωνιστές τους πενηντάρηδες της γενιάς μας, τα πρώην παιδιά του ’80, καθώς και τους γέροντες πλέον γονείς τους, τους πάλαι ποτέ νέους της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, αλλά και τους εφήβους απογόνους τους – όλοι τους ένας χορός από αναγνωρίσιμα, οικεία πρόσωπα, τέτοια που βλέπουμε καθημερινά παντού γύρω μας, σε πλατείες, σε πάρκα και εμπορικά κέντρα. Για το σκοπό αυτό, η Έλενα Μαρούτσου επιστρατεύει μια γλώσσα σαφή αλλά και εκφραστική σαν κέντημα (ίσως λίγο παραπάνω εκφραστική στα αποσπάσματα των εφηβικών ημερολογίων – κι αυτή είναι η μόνη μου επιφύλαξη, σε μια κατά τα άλλα αβίαστη πρόζα) καθώς και το «σήμα-κατατεθέν» της, τη διακειμενικότητα, με αποσπάσματα και αναφορές σε πλείστα κείμενα, που εδώ βρίσκουν τη χρήσιμη θέση τους: από την χιουμοριστική ποίηση της Ντόροθι Πάρκερ έως τις φλεγόμενες κραυγές της Σάρα Κέιν, με ενδιάμεσες στάσεις στον κινηματογράφο του Θόδωρου Αγγελόπουλου (τον ανυπέρβλητο εξιστορητή των ξεριζωμών και της ιστορικής απορφάνισης του εικοστού αιώνα) την Άννα Φρανκ, τη Μαργαρίτα Καραπάνου, ακόμα και εκείνη την εμβληματική στην εποχή της αλλά κάπως ξεχασμένη σήμερα ταινία, τον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών», διαχρονικό «φετίχ» όπως φαίνεται των Ελλήνων εκπαιδευτικών. Και φυσικά, ο καθένας μας μπορεί να αναγνωρίσει τις προσωπικές επιρροές του να σπιθίζουν ανάμεσα στις γραμμές, όπως συμβαίνει με όλα τα πραγματικά καλά βιβλία, που γίνονται εξίσου καθρέφτες και οθόνες των δικών μας εμμονών: εγώ για παράδειγμα διέκρινα τον Τζόναθαν Φράνζεν κάπου εκεί, στην σκιαγράφηση μιας δυτικού τύπου δυσλειτουργικής οικογένειας, όσο και τον Ίαν Μακ Γιούαν με την Εξιλέωση (τυχαίος άραγε ο παρεμφερής τίτλος;) μιας και η Αγγλίδα Μπράιονι και η Ελληνίδα Σκεύη μοιάζουν να μοιράζονται τον ίδιο ιδιόρρυθμο, εγωκεντρικό και πρόωρα ανεπτυγμένο χαρακτήρα, με ένα παρόμοια καταστροφικό άγγιγμα στις ζωές των γύρω τους. Όλες αυτές οι αναφορές δεν μπορούν παρά να εντείνουν την αναμφισβήτητη γοητεία του έργου.

Στο «Εξιλαστήριο Θαύμα» η εικόνα και το θέμα της βαλίτσας, σύμβολο αποχωρισμού και μετανάστευσης, επανέρχεται ξανά και ξανά. (Όπως φαίνεται και στο καταπληκτικό έργο τέχνης του Συρο-αμερικανού Mohamad Hafez, που κοσμεί το εξώφυλλο.) Αντί λοιπόν για επίλογο σε τούτη τη σύντομη παρουσίαση, θα διαβάσω εδώ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα όπου το μοτίβο εμφανίζεται γι’ ακόμα μια φορά:

…Με το που θα έκλεινε μήνας οι γονείς του αγέννητου ακόμα Μουσά θα έφευγαν από τη Σομαλία. Την τελευταία μέρα στη δουλειά ο γκρουμ πετούσε κυριολεκτικά, δεν ένιωθε το βάρος από τα μπαγκάζια των επισκεπτών, που, μαζί με την πολύωρη ορθοστασία, του είχαν δημιουργήσει κιρσούς στα πόδια και πόνους στη μέση. Λίγο πριν λήξει η βάρδια του, κάποιος πελάτης ειδοποίησε τη διεύθυνση ότι θα έφτανε ασυνόδευτη με ένα ταξί η βαλίτσα του που είχε χαθεί στο αεροδρόμιο. Ο πατέρας του Μουσά τη σήκωσε – παρά το ασυνήθιστο βάρος της - σαν πούπουλο. Θα πρέπει να βρισκόταν στο ασανσέρ, ανάμεσα στον τρίτο και τον τέταρτο όροφο, όταν ο εκρηκτικός μηχανισμός έσκασε και ο θάλαμος εκσφενδονίστηκε σαν πύραυλος στον ουρανό. Η γυναίκα του νοσηλεύτηκε για μια ολόκληρη μέρα σε νοσοκομείο της Μογκαντίσου, σε κατάσταση σοκ, όπου της ανακοινώθηκε ότι ήταν έγκυος. Δεν ξεπακετάρισαν ποτέ τα πράγματά τους. Όταν άρχισε να περπατάει ο μικρός Μουσά, στηριζόταν στις σκόρπιες κούτες στο πάτωμα, ανοιχτές πια, που χρησίμευαν ως επιδαπέδια συρτάρια απ’ όπου η μαμά ανέσυρε ό,τι χρειαζόταν. Μόλις ο Μουσά έκλεισε τα δεκατέσσερα, η μάνα του ξέθαψε το όνειρο της μεγάλης φυγής, το έβαλε μέσα σε ένα καινούργιο κατακόκκινο –το αγαπημένο χρώμα του παιδιού- σακίδιο πλάτης και το έκανε δώρο στον έφηβο πλέον γιο της.

…Και αρκετές σελίδες αργότερα:

Λίγες μέρες μετά την εξαφάνιση του Μουσά διάβασα στο διαδίκτυο την εξής παράξενη είδηση: Σε μια ευρωπαϊκή πόλη, στην αποβάθρα ενός σιδηροδρομικού σταθμού, βρέθηκε παρατημένη μια βαλίτσα. Όταν την άνοιξαν, βρήκαν μέσα, σε ημιλιπόθυμη κατάσταση, έναν έφηβο πρόσφυγα, που, κατά τα φαινόμενα, είχε καταφέρει να επιβιβαστεί λαθραία στο τρένο. Πώς χώρεσε ένας ολόκληρος άνθρωπος σε μια βαλίτσα, παραμένει, όπως έλεγε ο δημοσιογράφος, ένα θαύμα.

Αυτή την εκδοχή σκέφτομαι να επιλέξω.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: