Ελένα ή Η θάλασσα του καλοκαιριού

Νicanor Ρinole, «Παραλία»
Νicanor Ρinole, «Παραλία»

Βλ. την εισαγωγή εδώ


Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Ι
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
1. Γεύμα στον κήπο ≈ 2. Στην παραλία ≈ 3. Μια νύχτα

ΙΙ
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Χαρά Θεού

ΙΙΙ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΞΑΝΑ
1. Ένα πρωινό ≈ 2. Στο δάσος ≈ 3. Απόγευμα και δειλινό


Ελένα ή Η θάλασσα του καλοκαιριού


ΙΙΙ

Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ι   Ξ Α Ν Α

___________________________________


1

ΕΝΑ ΠΡΩΙΝΟ



Ήταν πρωί. Πηγαίναμε πάνω στην άμαξα που μύριζε ξερό χορτάρι και ώριμα μήλα.
Τη γαϊδουρίτσα τη λέγανε Μανολίνα και ήταν γκρι.
Γκρι.
Πηγαίναμε στο σταθμό να πάρουμε τα ξαδέλφια μου που έρχονταν από τη Μαδρίτη για τις καλοκαιρινές διακοπές.
Ο κηπουρός, που είναι ο ιδιοκτήτης της άμαξας, λεγόταν Μανουέλ ο Κηπουρός και ήταν κηπουρός και περιποιόταν τον κήπο ώστε να μην βγαίνουν ζιζάνια και χόρτα ανάμεσα στα λουλούδια του κήπου.
Ο Μανουέλ ο Κηπουρός οδηγεί τη γαϊδουρίτσα με μια βίτσα από φουντουκιά και μυρίζει κρασί. Κάθε φορά που πηγαίναμε σπίτι του, την ώρα που δειπνούσε, μας έδινε ένα ποτηράκι, ύστερα σήκωνε το δικό του, το κοιτούσε κόντρα στο φως και έλεγε πολύ σοβαρός: «Το αίμα του Χριστού», αφήνοντας πάνω στο ποτήρι τα σημάδια από τα δάχτυλά του.
Μερικά λιβάδια είναι γεμάτα δροσοσταλίδες και άλλα ήλιο και παπαρούνες.
Μύριζε μαγιάτικες φράουλες και γαλάζιο ήλιο.
Περνούσε ο δον Ρομπουστιάνο πάνω σε ένα ποδήλατο που έτριζαν τα πετάλια του. Πηγαίνει πάντα με το ποδήλατο στο γραφείο γιατί είναι αντιβασιλικός και πνευματιστής και δεν έχει παντρευτεί με θρησκευτικό γάμο και τα γκρίζα μαλλιά του είναι πάντα αχτένιστα σαν του Άι Γιάννη και μοιάζει με το φακίρη Φλόρμαξ που μπορεί να διαβάζει τη σκέψη.
Όταν μας προσπερνά του φωνάζουμε:

«Ρομπουστιανέ, κακέ χριστιανέ, ζαρωμένε πισινέ», και κάνουμε το σταυρό μας και τραγουδάμε το Βασιλικό Εμβατήριο.

Στο σπίτι μάς λένε να τον αποκαλούμε «ζαρωμένε πετεινέ» αντί για «ζαρωμένε πισινέ», αλλά παρ’ όλο που και το «πετεινέ» κάνει ρίμα με το όνομά του είναι πιο διασκεδαστικό να λέμε «πισινέ», που πάει να πει «κώλε».
Καθώς φυσάει δυνατά, ο δον Ρομπουστιάνο δεν μας ακούει και πολύ καλά και την ώρα που περνάει μας χαιρετά χαμογελαστός σηκώνοντας το ένα του χέρι από το τιμόνι και, καθώς δεν ξέρει πολύ καλά ποδήλατο, του διπλώνει η ρόδα και πέφτει με τη μούρη μπροστά ακριβώς από την άμαξα.
Ύστερα σηκώνεται κάνοντας ότι γελάει και ξεσκονίζει τα γόνατά του όπως κάνουν οι άντρες στη λειτουργία ύστερα από την Ύψωση των Τιμίων Δώρων.

«Δεν είμαι πια για τέτοια», λέει στον Μανουέλ και μας κοιτά κάπως λυπημένος.

Ήταν η κατάλληλη στιγμή για να επαναλάβουμε, τώρα που μας άκουγε καλά, το «ζαρωμένε πισινέ», αλλά δεν μας βγαίνει γιατί, αν και ξέρουμε πως ήταν θανάσιμο αμάρτημα να σκεφτόμαστε πως ο δον Ρομπουστιάνο, αν και άθεος, είναι καλός άνθρωπος, σχεδόν τον λυπόμαστε και σκεφτόμαστε ότι είναι κρίμα να τον βρίζουμε και να πάει ύστερα στην Κόλαση.

Ξαφνικά άρχισε να φυσάει ο θαλασσινός αέρας και χτυπούσε η τέντα της άμαξας.

Μπαίνοντας στη Χιχόν χοροπηδάγαμε και κάναμε σαματά πάνω στην άμαξα.
Οι δρόμοι της Χιχόν καλύπτονται από μια βιολετί σκιά, πολύ καθαρή και δροσερή, και δεν φαίνεται ψυχή, γιατί είναι οι πρωινοί δρόμοι, γεμάτοι με άρωμα από θαλάσσια φύκια.
Περνούσε ένα βυτιοφόρο για το πότισμα, ένα γυαλιστερό γκρίζο φορτηγό με λάστιχα που μύριζαν βρεγμένο καουτσούκ, και του φωνάξαμε «βρέξε μάνικα», για να μας ρίξει νερό και να δροσίσει τη Μανολίνα που ήταν καταϊδρωμένη και να καθαρίσει και την άμαξα που ήταν μέσα στη σκόνη.
Δεν μας δίνει σημασία και προσπερνά αδιάφορο και σοβαρό.
Ο οδηγός του έχει μαύρο μουστάκι και καπνίζει μια μισοσβησμένη γόπα.
Όταν φτάνουμε στο σταθμό έχει ήδη έρθει το τρένο και βρίσκονται εκεί τα ξαδέλφια μου με την Ελένα, που είναι πολύ χλομή και σοβαρή, με θλιμμένο πρόσωπο. Της χαμογέλασα, αλλά δεν μου το ανταπέδωσε.
Οι Μεγάλοι φτάσανε πριν από μας με το αυτοκίνητο και μιλούν όλοι ταυτόχρονα, μοιράζοντας φιλιά δεξιά και αριστερά.
Η θεία Ονορίνα, τρελαμένη κότα, τσιρίζει με κλαψιάρικη και κακαριστή φωνή, λες και δεν της έβγαινε από το λαρύγγι:

«Μα πώς έχουν γίνει, πώς έχουν γίνει έτσι αυτά τα φτωχά παιδιά!»

Τα παράλεγε.
Ένας υπάλληλος του σταθμού που λέγεται Μπελαρμίνο και έχει παράστημα ανθρώπου που λέγεται Μπελαρμίνο επειδή είναι χοντρός και μιλάει αργά και είναι κατακόκκινος και φοράει ένα μπλουτζίν σακάκι με ένα μπουκάλι γάλα να του εξέχει από την τσέπη, λέει:

«Τα πιτσιρίκια πρέπει να τ’ αφήνεις να μεγαλώνουν σαν τα κατσικόπουλα», και έπειτα κοιτάζει χαμογελαστός, αλλά η θεία Ονορίνα και οι άλλες Κυρίες τον κοιτούν έξαλλες και ο Μπελαρμίνο σωπαίνει και φεύγει.
«Γιατί ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν;», ρωτάει κάποια. Αλλά κανείς δεν ξέρει, γιατί κανείς δεν τον έσπειρε.

Ένας άγνωστος κύριος που ήρθε από τη Μαδρίτη είπε ότι η τελευταία μόδα στη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι να αφήνουν τα παιδιά να ζουν τη ζωή τους.
Οι Κυρίες αρχίζουν να κανονίζουν το μοίρασμα των παιδιών στα σπίτια και στα αυτοκίνητα. Τα παιδιά θέλουμε να πάμε με το τζιπ που τρέχει περισσότερο από τη σακαράκα του θείου Αρτούρο.
Ο άγνωστος κύριος θέλει οι μανάδες να αφήνουν τους μπόμπιρες κλεισμένους σε ένα κλουβί όλη μέρα, πράγμα που κάνουν στο Εξωτερικό.

«Για να γυρνάνε εκείνες να διασκεδάζουν από δω και από κει…», απαντούν οι Κυρίες με σαρδόνιο χαμόγελο. «Εμείς δεν θέλουμε εδώ αυτές τις μοντέρνες αντιλήψεις».

Και χωρίς πολλά-πολλά αρχίζουν να μας φιλάνε.
Ο μοντέρνος κύριος το βουλώνει και πάει να βοηθήσει τον θείο Αρτούρο να βάλει μπρος τη σακαράκα του, που ξεροβήχει, αλλά δεν παίρνει μπροστά με τίποτα.

«Πώς θα έπαιρνε μπροστά αυτό το πράγμα στη Γερμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες;», ρωτάει ο θείος Αρτούρο τον μοντέρνο κύριο και βάζουν όλοι τα γέλια, οι Κυρίες περισσότερο.
«Α, πολύ ωραία κουρευτήκατε εσείς», απαντά ο μοντέρνος.

Όλοι μας κοιτάζουμε τη θεία Ονορίνα που έχει κουρευτεί α λα γκαρσόν στο Παρίσι. Να κουρευτείς α λα γκαρσόν είναι μοντέρνο και η θεία Ονορίνα ταράζεται αμέσως γιατί μια κυρία από την Αδελφότητα της είχε πει ότι ο Πάπας είχε αποκηρύξει το Μοντερνισμό.
Ο θείος Αρτούρο γελάει κρυφά εις βάρος της θείας Ονορίνα, αλλά, όταν εκείνη τον κοιτάζει, σοβαρεύεται και τα κορίτσια, που είναι χαζά, εκτός από την Ελένα, αρχίζουν να κουτσομπολεύουν και να γελάνε δυνατά μέσα στο τζιπ και να χοροπηδάνε πάνω στα καθίσματα γαργαλώντας η μία την άλλη.
Οι κυρίες, οργισμένες, αρχίζουν να μοιράζουν χαστούκια, αλλά δεν κλαίει κανένας, όπως επεδίωκαν εκείνες.
Ξαναβγαίνει ο Μπελαρμίνο από το γραφείο του Σταθμάρχη με το πρασινωπό μπουκάλι γάλα στην τσέπη και λέει με ύφος πρωτευουσιάνου καθώς περνάει:

«Εύχομαι μία ευχάριστη θερινή περίοδο», και γίνεται το σώσε και ο Μπελαρμίνο μας κοιτά ενοχλημένος.

Ευτυχώς που τον πλησίασε ο θείος Αρτούρο και του ζήτησε να γυρίζει τη μανιβέλα την ώρα που εκείνος πατούσε το γκάζι μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Μπελαρμίνο, σαν γουρουνάκι, αρχίζει να χαμογελάει με το αθώο του ύφος και όταν επιτέλους παίρνει μπρος το αυτοκίνητο μας κοιτάζει ικανοποιημένος με αυταρέσκεια καθώς σκουπίζει τα χέρια του με ένα βρόμικο πατσαβούρι που έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του.
Η σακαράκα του θείου Αρτούρο τινάζεται σαν βρεγμένος σκύλος και ο θείος Αρτούρο ρωτάει από μέσα:

«Λοιπόν, δεν θα έρθει κανείς μαζί μου;»

Τον λυπόμαστε τον θείο Αρτούρο γιατί δεν είναι ένας τυπικός Μεγάλος· και παίζει μαζί μας και μας υπερασπίζεται και όλοι θέλουμε να πάμε μαζί του στην τρεμάμενη σακαράκα του και τα κορίτσια αλλάζουν αυτοκίνητο φωνάζοντας και σπρώχνοντας η μια την άλλη. Οι Κυρίες πολύ θυμωμένες κατά βάθος, γιατί τις αφήνουμε μόνες τους, γουργουρίζουν σαν περιστέρες με φουσκωμένο στήθος.

«Να και οι παραξενιές».

Αλλά σκάνε από το κακό τους και πάνε μόνες τους.
Παίρνει μπρος η σακαράκα και αφήνουμε τις Κυρίες έξω φρενών να κολυμπούν μέσα σε ένα γαλαζωπό σύννεφο σαν ετοιμοθάνατες κατσαρίδες μέσα σε κατσαριδοκτόνο.
Γεια σας, Κυρίες μου, στον αγύριστο να πάτε! Αλλά οι Κυρίες μπαίνουν στο τζιπ και με οδηγό τον Σατουρνίνο, που είναι ο σοφέρ του παππού, μας πλησιάζουν όλο και περισσότερο.

Συναρπαστικός αγώνας.

Τρέχοντας, μέσα στον άνεμο, περνάμε από περιοχές με κίτρινο ήλιο, από μέρη με πιο λευκό ήλιο, από δρόμους με γαλάζια και δροσερή σκιά, από γκριζωπή και ζεστή σκιά, από μυρωδιά φυκιών, από μυρωδιά πεύκων, από μυρωδιά λαδιών αυτοκινήτου, από το δρόμο της κυρίας με τα σκυλιά και την πουά ρόμπα, κάτω από τη βεράντα του υπαλλήλου που τραγουδά όπερα κάθε πρωί με ανοικτή την μπαλκονόπορτα ενώ δένει τη γραβάτα του, από τα μέρη του χειμώνα που τώρα, μέσα στο καλοκαίρι, είναι τόσο διαφορετικά.
Η Ελένα κάθεται μπροστά, δίπλα στον θείο Αρτούρο, δίχως να βγάζει λέξη. Είναι πολύ σοβαρή, πολύ μεγάλη. Πού και πού ο θείος Αρτούρο την κοιτάζει και χαμογελά. Εγώ θέλω να της πιάσω κουβέντα, αλλά οι λέξεις πνίγονται στο λαρύγγι μου.
Ο θείος Αρτούρο σφυρίζει ενόσω οδηγεί και κάποιες φορές κάνει και κανένα ελιγμό για να τρομάξει τις Κυρίες που έρχονται από πίσω.
Εκτός από αυτό, ο θείος Αρτούρο σφυρίζει ενόσω οδηγεί και τραγουδά:

Στη χώρα σου δεν υπάρχει φως
από τότε που ήρθες εσύ εδώ…

και κρατάει το ρυθμό χτυπώντας με το χέρι την πόρτα του αυτοκινήτου.

Όταν κάνει κάποιον συναρπαστικό ελιγμό εμείς χειροκροτούμε και τσιρίζουμε και ο κόσμος μάς κοιτάζει παραξενεμένος. Θα μου άρεσε να ήταν τα πεζοδρόμια γεμάτα κυρίους ντυμένους στα μαύρα και με χρυσά γυαλιά ώστε να αρχίσω να φτύνω δεξιά και αριστερά και οι ροχάλες να τους έβρισκαν στα κρύσταλλα των γυαλιών τους.

Η προβλήτα ήταν γεμάτη γλάρους. Τα κατάρτια και οι κάβοι των πλοίων έλαμπαν λευκοί, κόκκινοι, πράσινοι κάτω από τον χρυσό ήλιο. Ερχόταν ένα δροσερό και εύθυμο αεράκι. Ο ουρανός είναι γαλανός, καταγάλανος. Οι φορτοεκφορτωτές φωνάζουν δίπλα στους γερανούς. Ένα καράβι βαμμένο κόκκινο σαλπάρει χαιρετώντας με τη σειρήνα του.
Γεια! Μας προσπερνούν οι Μεγάλες Κυρίες. Ο θείος Αρτούρο χαμογελά όλο μυστήριο. Ας αφήσουμε τις Κυρίες να επαίρονται για το θρίαμβό τους. Τώρα που δεν μας παρακολουθεί κανείς από πίσω, είναι η κατάλληλη στιγμή. Βγαίνοντας από τη Χιχόν στρίβουμε δεξιά και σταματάμε σε μια ταβέρνα μέσα στα δέντρα.
Καθίσαμε και ο θείος Αρτούρο παρήγγειλε δύο μπουκάλια μηλίτη. Ένα για εκείνον και ένα για μας.
Ήμαστε σε ένα από τα έξω τραπέζια, κάτω από μια βελανιδιά.
Ο θείος Αρτούρο σέρβιρε περίτεχνα το μηλίτη και ήταν ευχάριστο να ακούς το ριν-ριν του ποτού στο πλαγιασμένο ποτήρι και να βλέπεις τον κίτρινο πίδακα, τόσο χρυσό που μερικές φορές, όταν τον χτυπούσε ο ήλιος, έλαμπε, και το βαθυπράσινο μπουκάλι που όσο περνούσε η ώρα γινόταν πιο ανοιχτόχρωμο και διαφανές.
Η Ελένα κάθισε πλάι μου και της έπιασα το χέρι κάτω από το τραπέζι. Δεν το τράβηξε και άρχισε να χαμογελάει. Εγώ ήμουν τόσο ευτυχισμένος που κόντευα να σκάσω από χαρά.
Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν τέσσερις άντρες χοντροί και κατακόκκινοι που έπιναν μηλίτη και έτρωγαν καβούρια.

«Παιδιά σου είναι;», ρώτησαν τον θείο Αρτούρο.
«Όχι, ανίψια».

Οι άλλοι γέλασαν και άρχισαν να αποκαλούν όμορφη την Ελένα που ήταν πολύ ευχαριστημένη.
Μας πλησίασαν και μας πρόσφεραν ένα καβούρι με χέρια βρόμικα και λιγδιασμένα. Η Ελένα κούρνιασε δίπλα στον θείο Αρτούρο και μου έσφιξε πιο δυνατά το χέρι.
Οι τέσσερις άντρες στάθηκαν όρθιοι απέναντί μας, έσκυψαν λίγο, ένωσαν τα κεφάλια τους και άρχισαν να τραγουδάνε. Τραγουδούσαν σε τετραφωνία πολύ ωραία· ήταν ένα τραγούδι θλιμμένο και όμορφο:

Αν ζούσε ο πατέρας σου, που ήταν τόσο καλός,
ασημένια περιδέραια θα φορούσες στο λαιμό…
τώρα όμως όχι, παιδί μου, τώρα όμως όχι·
τώρα όμως όχι, παιδί μου, τώρα όμως όχι…

Ο θείος Αρτούρο άκουγε προσηλωμένος και εγώ κοιτούσα την Ελένα που είχε δάκρυα στα μάτια και σφιγγόταν πάνω στον θείο Αρτούρο σαν να φοβόταν. Οι τροβαδούροι ανοιγόκλειναν το στόμα τους, φούσκωναν και ξεφούσκωναν, πολύ σοβαροί, σαν να προσεύχονταν, και με το βλέμμα τους χαμένο σαν να κοιτούσαν μέσα τους. Και ένας από αυτούς είχε το μπουκάλι με το μηλίτη στο χέρι του και το μπουκάλι έτρεμε. Ύψωναν ξαφνικά τη φωνή:

τώρα όμως όχι, παιδί μου, τώρα όμως όχι…

και την ξανακατέβαζαν, σιγά σιγά, πολύ θλιμμένοι, πολύ όμορφα.

Κάτω από τις βελανιδιές υπήρχε πρασινωπή σκιά και κηλίδες ήλιου που μετακινούνταν πάνω στο έδαφος και τα τραπέζια. Στην πόρτα της ταβέρνας ένας υπναλέος σκύλος ξυνόταν, με μάτια νυσταγμένα και κόκκινα. Άρχιζε να κάνει ζέστη και περνούσαν βουίζοντας σφήκες και γυαλιστερές μύγες. Στο βάθος, ανάμεσα στα δέντρα, διακρίνονταν πράσινα λιβάδια, χωρικοί που δούλευαν στους κάμπους με τα καλαμπόκια, χλομές γαλάζιες άμαξες, βόδια και ένα κομμάτι θάλασσα. Ερχόταν μια μυρωδιά από υγρό χορτάρι, ζεσταμένο από τον μεσημεριανό ήλιο και εγώ, πεθαμένος από ευτυχία, με την Ελένα δίπλα μου, μισόκλεινα τα μάτια και βυθιζόμουν στο βάθος των σκέψεών μου. Σκεφτόμουν το καλοκαίρι που με περίμενε πλάι στην Ελένα, κάτω από εκείνον τον ουρανό, μέσα στα πράσινα λιβάδια, τα ποτάμια και τα δέντρα, ξέροντας πως εκείνη με αγαπούσε και σχεδόν γέμιζαν τα μάτια μου δάκρυα.

Ελένα ή Η θάλασσα του καλοκαιριού



2

ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

Εξυπακούεται ότι συλλέγω πεταλούδες. Είναι το μόνο χόμπι στο οποίο έχω τη συνδρομή της οικογένειάς μου.
Η μοδίστρα μού έχει φτιάξει μια απόχη και οι μεγάλοι εγκωμιάζουν τις Κυριακές τη συλλογή μου. Μερικές φορές, επίσης, όταν οι συζητήσεις ατονούν, η θεία Ονορίνα θυμίζει στις φίλες που την επισκέπτονται ότι κατά βάθος είμαι ένα τακτικό παιδί. Έπειτα, από το φόβο της ότι το έχει παρατραβήξει με τους επαίνους, τα μαζεύει κάπως:

«Είναι τακτικός σε αυτά που θέλει εκείνος», λέει.

Και οι φίλες, πολύ μελαγχολικές, γενικεύουν:

«Όπως όλοι οι άντρες…»

Εκείνο το πρωινό τα καταπράσινα λιβάδια δίπλα στο ποτάμι τραγουδούσαν στον ήλιο. Κατέβαινα χωρίς πουκάμισο από το δύσκολο μονοπάτι μέχρι τον μεγάλο κυνηγότοπο με τα μούρα και τις πεταλούδες. Η Ελένα περπατούσε πλάι μου, σε γλυκύτατη εγρήγορση, με τα μαλλιά της λυτά.

«Κοίτα», μου φώναζε, «να μία!»

Και εγώ χανόμουν στους θάμνους, γρατζουνούσα τα μπράτσα μου… και επέστρεφα τις περισσότερες φορές με άδεια χέρια.
Η Ελένα, ανυπόφορη, με κορόιδευε και επαναλάμβανε, στα ψέματα πλέον:

«Να μία!»

Ξεγελασμένος άρχιζα να τρέχω και εκείνη γελούσε ξανά.

«Τι χαζός που είσαι!…»

Μέχρι που κατά τις δέκα, με τρεις βανέσσες ήδη, μία Πιερίδα την κοινότατη και έναν Παπίλιο τον μαχάοντα, η Ελένα διέφυγε στο δάσος.
Τα χορτάρια ήταν υπερβολικά ψηλά ώστε να μπορώ να τη διακρίνω από μακριά. Εκείνη το κατάλαβε και άρχισε να με κατευθύνει φωνάζοντας.
Με κατηύθυνε και με προκαλούσε. Τα πόδια μου ήταν μέσα στα γαϊδουράγκαθα, η απόχη μου ήταν γεμάτη τρύπες, ο λαιμός μου ξερός, η φωνή μου βραχνιασμένη. Φώναζα:

«Πού είσαι, Ελένα;»

Και εκείνη μου απαντούσε από κάποιο απίθανα μακρινό μέρος:

«Εδώ!»

Μέχρι που στο τέλος τη βρίσκω στο δάσος καθισμένη στα χορτάρια. Ένα απαλό μουρμουρητό εντόμων ακουγόταν ανάμεσα στις καλαμιές και η Ελένα ήταν στη μέση φτιάχνοντας το φόρεμά της. Ύστερα άρχισε να γελάει. Γελούσε πολύ όμορφα, δίχως κανένα λόγο, αλλά ήταν μεταδοτικό. Ξάπλωσα δίπλα της αγανακτισμένος από εκείνο το άκαιρο γέλιο της και, παρά το πρόβλημα με τα πόδια μου, άρχισα να γελάω και εγώ. Η Ελένα βύθιζε μέσα στα δροσερά φυλλώματα τα γυμνά της μπράτσα και με το κεφάλι γερμένο στο στήθος μου μού μιλούσε για τα σύννεφα και την καρδιά μου.

«Η καρδιά σου κτυπάει σαν τρελή», μου έλεγε, «φοβάμαι ότι θα πεταχτεί έξω».

Υπερήφανος, παρέμενα σιωπηλός σαν να έλεγα: «Είναι πιθανό». Η Ελένα τότε άρχισε να μου μιλάει για τα σύννεφα.

«Εκείνο το μεγάλο, είναι ολόιδιο η Αφρική…»

Εγώ αγανακτούσα.

«Ποτέ είδες εσύ τη Νοτιοαφρικανική Ένωση να καταλήγει σε τέτοια λεπτή μύτη; Αυτό το σύννεφο θα μπορούσε να είναι, στην καλύτερη περίπτωση, η Νότια Αμερική».

Εκείνη δεν υποχωρούσε. Τώρα μου έκανε επίθεση:

«Καταπληκτικός είσαι στη Γεωγραφία! Υποστηρίζεις λοιπόν ότι εκείνη η προεξοχή στα αριστερά μπορεί να είναι το Περού;»

Ήταν αλήθεια. Εκείνη η προεξοχή θα ταίριαζε πολύ περισσότερο στη Σενεγάλη ή στη Δυτική Σαχάρα… Παρ’ όλα αυτά –αποδεχόμενος με βαριά καρδιά το στένεμα της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης–, έπρεπε με κάποιο τρόπο να επιλυθεί το θέμα της απουσίας της Μαδαγασκάρης.
Το είπα στην Ελένα και εκείνη κοίταξε απελπισμένα τον ουρανό. Πράγματι, η Μαδαγασκάρη δεν μπορεί να λείπει από το χάρτη της Αφρικής.

Ξαφνικά, εκείνη τη στιγμή, η Ελένα έβγαλε μια κραυγή χαράς. Εγώ αισθάνθηκα λες και οι θεοί μού κήρυτταν πόλεμο.
Η Μαδαγασκάρη, με τις εξαγωγές καφέ, βανίλιας και μπαχαρικών, ερχόταν από την Ανατολή, διασχίζοντας τον ουρανό. Η Ελένα γελούσε και είχε το δίκιο με το μέρος της· εγώ δεν έβγαζα άχνα και επίσης… Αλλά –ω θεοί!– η Μαδαγασκάρη έκανε ανάγωγα αστεία. Έφτασε μέχρι τη θέση της… και συνέχισε. Είναι ήδη μια χερσόνησος της Μοζαμβίκης, τώρα περνάει από πάνω της, τώρα… ωχ!, η Μαδαγασκάρη, πολύ διαφανής, πετάει σαν το αερόστατο του Φέργκιουσον πάνω από τις πηγές του Νείλου, διασχίζει το νότιο Κονγκό, φτάνει στην Αγκόλα και εκβάλλει στον Ατλαντικό όπου και χάνεται με κατεύθυνση προς το Ρίο ντε Τζανέιρο.
Η Ελένα θα έπρεπε να ντρέπεται, θα έπρεπε τουλάχιστον να έχει σωπάσει. Αλλά, η χαζή, γελάει και αυτός που ντρέπεται είμαι εγώ.
Ύστερα με παρηγορεί και στο τέλος παραμένει σιωπηλή σεβόμενη τον πόνο μου… Στο βάθος έσβηνε η Μαδαγασκάρη· τώρα πλησίαζε η χερσόνησος της Μαλαισίας.
Η χερσόνησος της Μαλαισίας είναι από τους πιο διασκεδαστικούς χάρτες. Μοιάζει με το λαιμό και το κεφάλι ενός προϊστορικού ζώου το οποίο οσμίζεται ένα κομμάτι κρέας, που είναι το νησί της Σιγκαπούρης. Σαν να μην έφτανε αυτό, εκείνο το σύννεφο ήταν κατάλευκο και εξαιρετικά ελαφρύ. Το αγεράκι που το έσπρωχνε, ανάδευε τις ψηλές κορυφές των δέντρων και τα φυλλώματα θρόιζαν ευτυχισμένα. Ένα χρυσοπράσινο φως πρόσδιδε στα πράγματα έναν αέρα ονειρικό… Τι κρίμα με τον Βιργίλιο! Εκείνο το χειμώνα είχα αρχίσει να μεταφράζω τον Βιργίλιο και εξαιτίας της ανικανότητας του καθηγητή μου και της έλλειψης θέλησης από μέρους μου δεν είχα καταφέρει σχεδόν τίποτα. Παρ’ όλα αυτά, αναγνώριζα ότι ήταν ένας καλός ποιητής. Γι’ αυτό το δάσος μού τον θύμιζε.

Fortunate senex! Hic inter flumina nota
et fontes sacros frigus captabis opacum...

Τι ήθελε να πει; Ποιος να ξέρει, αλλά ό,τι και αν ήταν, ήταν γοητευτικό. Σε εκείνη την αποκοιμισμένη τάξη, στις τρεις το απόγευμα, μου είχαν αρέσει εκείνες οι fontes sacros, και κυρίως όλο εκείνο το frigus τόσο ασυνήθιστο και μαγευτικό μέσα σε εκείνη την πνιγηρή ατμόσφαιρα από φωνές και μύγες. Εγώ δεν ήξερα τι σήμαινε frigus, αλλά ακόμα και δίχως να το γνωρίζω με δρόσιζε… Frigus! Δεν ήταν ούτε «frescura» ούτε «fresco» ούτε «fríο» ούτε καμία άλλη λέξη περί δροσιάς που συναντούσες στο λεξικό· ήταν frigus. Frigus, με i και u, εκείνο το δροσιστικό άλμα i-u, χωρίς καμία άλλη συλλαβή, ολομόναχο ανάμεσα στα θρανία που έβραζαν και τις χοντρές μύγες που βούιζαν στα τζάμια. Και έπειτα εκείνο το τελικό s σαν μια πηγή που είναι στα όρια του πάγου, σαν εκείνον το θόρυβο που κάνουμε μπροστά στα παγωτά πριν τα δοκιμάσουμε. Το δάσος, σαφώς, ήταν frigus. «Frescura» είναι πολύ μακρύ, «fresco» ελάχιστα εκφραστικό. Το δάσος θα ήταν fresco αργότερα, αλλά προς το παρόν όχι. Υπήρχαν ακόμη δροσοσταλίδες στις φτέρες και στα φαράγγια που έβλεπαν προς το βορρά. Στα ξερά φύλλα ένιωθες ακόμη την πάχνη. Ναι, frigus ήταν η ιδανική λέξη.

Πόσος καιρός πέρασε, ω Ελένα, δίχως να σου δώσω σημασία; Πρέπει να ήταν αρκετός, γιατί κατσούφιασες λίγο. Γιατί αυτή η απομάκρυνση, Ελένα; Άντε τώρα να καταλάβεις τα κορίτσια. Η Ελένα απλώθηκε πάνω στο πράσινο χορτάρι και κάνει ότι δεν θέλει να με κοιτάζει. Την πλησιάζω και εκείνη, πηδώντας σαν γάτα, προσπαθεί να ξεφύγει. Αλλά την αρπάζω πάλι και βάζοντάς την με τα χέρια ανοιχτά στο έδαφος την υποχρεώνω να γελάσει και να κλάψει. Γιατί αυτός ο θυμός, Ελένα; Δεν μπορώ να σκεφτώ τον Βιργίλιο δίχως την άδειά σου; Αμάν, αυτό παραπάει! Με μεγάλη πονηριά με δάγκωσε στον ώμο και ταχύτατα εκμεταλλεύτηκε τον πόνο μου για να το σκάσει.
Καλά λοιπόν, ας το σκάσει. Ανατρέχω στο τέλος ξανά στον Βιργίλιο.

Hinc tibi, quae semper, vicino ab limite saepes
Hyblaeis apibus florem depasta salicti
saepe levi somnum suadebit inire susurro...


Τι λέει; Τι σημασία έχει; Χρειάζεται να ξέρεις λατινικά για να νανουριστείς γλυκά με το inire susurro; Τι πλατύ και τι βαθύ είναι έτσι το δάσος! Σου έρχεται όρεξη να ζήσεις για πάντα ξαπλωμένος, τελείως τεντωμένος και γυμνός και όλα τα άλλα να συμβαίνουν πολύ μακριά… Τι βλάκας που είμαι! Πού είσαι, Ελένα; Απάντησες μοναχά με ένα μακρινό «Αού!». Πού είσαι; Ακόμα και ο μπούφος με κοροϊδεύει. Βλάκα, Βιργίλιε! Ωχ, επιπλέον τρέχει αίμα από την πληγή μου, όλα αυτά εξαιτίας σου, εξαιτίας σου, εξαιτίας σου και δεν υπερβάλλω!… Για ποιο πράγμα γελάς, Ελένα; Είμαι πια κουρασμένος, πού πήγες και χώθηκες;

«Εδώ, εδώ ψηλά!»
«Εδώ ψηλά», δεν λέει και τίποτα.
«Πού είσαι, Ελένα;»

Όλη η χαρά του πρωινού είναι στα φύλλα που τρέμουν ασταμάτητα και αναβοσβήνουν χίλιες φορές το δευτερόλεπτο. Στους κάμπους πιο κάτω οι χωρικοί βάζουν τις φωνές στα βόδια που μουγκρίζουν ξεσηκωμένα.

«Πού είσαι;»
«Εδώ επάνω, στο πεύκο του Τσανίτο!»

Τώρα πια δεν υπάρχουν αμφιβολίες. Πηδώντας ρίζες και σάπιους κορμούς παίρνω λαχανιασμένος την ανηφόρα. Ο αέρας είναι γεμάτος από πολύ λεπτά νήματα αράχνης και διαρκώς πρέπει να τα απομακρύνεις από το πρόσωπό σου. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, το δάσος είναι μια απόλαυση. Από τις ακτίνες φωτός που διαπερνούν τις βελανιδιές ανεβοκατεβαίνουν σμήνη από γυαλιστερά, μπλε και πράσινα, έντομα…
Τι αηδία! Ένα πολύ κοντό καλάμι μού έξυσε την πληγή στον ώμο. Ο πόνος μού θυμίζει την ταπείνωση και, ενισχύοντας την όρεξη που είχα να δείρω την Ελένα, με κάνει να προχωρώ πιο γρήγορα.
Επιτέλους τη διακρίνω και τρέχοντας προς το μέρος της την απειλώ έξαλλος. Τώρα δεν μπορεί να μου ξεφύγει! Πίσω της υψώνεται μια πολύ ψηλή συστάδα από τσουκνίδες και μπροστά της είμαι εγώ. Αλλά –αλήθεια τώρα ή ψέματα;– η Ελένα πάλι κλαίει και έρχεται κουτσαίνοντας προς το μέρος μου.

«Τι συμβαίνει, έπεσες;», ρωτάω.

Αλλά δεν μου απαντάει. Είδε αμέσως την πληγή μου και μουσκεύοντας με σάλιο το μαντίλι της αρχίζει να μου την πλένει. Στο μεταξύ με εξαιρετική αθωότητα επιπλήττει τη βαναυσότητά μου.

«Τα αγόρια είσαστε βάρβαροι», επαναλαμβάνει με ένα ύφος κωμικά σοβαρό, «τελείως βάρβαροι».

Φυσικά η απάντηση ήταν απλή. Αρκούσε να ρωτήσω ποιος είχε προξενήσει την πληγή. Αλλά –τώρα που το θυμάμαι– ήμουν άραγε απολύτως σίγουρος ότι το είχε κάνει η Ελένα; Μήπως τα είχε προξενήσει όλα το χαζό καλάμι; Όχι, δεν ήταν δυνατόν να κατηγορώ την Ελένα δίχως λόγο. Εδώ προσπαθούσε να με γιατρέψει και εγώ θα την κατηγορούσα και από πάνω για κάτι που δεν είχε κάνει;
Αλλά εκείνη –τι καλή κοπέλα που είναι!– δεν είναι σίγουρη για την αθωότητά της. Με το που τελειώνει τη φροντίδα της πληγής μού ζητάει συγγνώμη και μου δείχνει την ελαφρώς γρατζουνισμένη γάμπα της. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο από το να ζητήσω και εγώ συγγνώμη και να ξαπλώσω δίπλα της πάνω στα μούσκλια.
Πόσο αβάσταχτη είναι η ηρεμία όταν έχεις ένα κορίτσι δίπλα σου! Και ακόμα περισσότερο αν αυτό είναι η Ελένα. Γιατί η Ελένα ξέρει να μιλάει, δίχως να ανοίγει το στόμα της, και να προκαλεί τρομερά με το πονηρό της χαμόγελο. Με διέγειρε τόσο πολύ που, καθηλώνοντας τα χέρια της στο έδαφος, άρχισα να τη φιλάω. Στο πέμπτο φιλί μού ξέφυγε από τα χέρια και κατέβηκε φωνάζοντας προς την κοιλάδα και τις πεδιάδες με τις παπαρούνες.

«Μία που δεν έχεις, μία που δεν έχεις!», έλεγε.

Και εγώ, κυνηγώντας την, κατέβαινα φωνάζοντας επίσης, ανεμίζοντας περιχαρής στον αέρα την απόχη που μου είχε φτιάξει η μοδίστρα.
Γιατί εξυπακούεται ότι συλλέγω πεταλούδες.



Ελένα ή Η θάλασσα του καλοκαιριού



3

ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΕΙΛΙΝΟ


Μπροστά στο σβησμένο τζάκι οι μεγάλοι έπιναν σκέτο μαύρο καφέ και χρυσαφένια λικέρ. Το τζάκι είχε ακόμα τη μυρωδιά των ξύλων που είχαν καεί το χειμώνα, αλλά ήδη ήταν καλοκαίρι και η τραπεζαρία βρισκόταν στο ημίφως γιατί έκανε ζέστη. Τα παντζούρια ήταν μισόκλειστα και έμπαιναν ακτίνες ηλίου διάστικτες από φωτεινά σημεία που ανεβοκατέβαιναν. Η συζήτηση ηχούσε μακρινή και απαλή, σε χαμηλούς τόνους, σαν να προσεύχονταν μερικοί καλόγεροι στο ιερό και κάποιος να τους άκουγε από το κεντρικό κλίτος ενός άδειου καθεδρικού ναού. Έμπαινε μια καινούργια ακτίνα ηλίου, πιο φωτεινή, και έλαμπε το κολιέ με τις βιολετί χάντρες της θείας Ονορίνα και τα γυαλιά του καλεσμένου. Έκανε ζέστη, μια ζέστη σαν μουσική, που μύριζε κίτρινο κερί. Μπήκαν οι υπηρέτριες να μαζέψουν το τραπέζι. Τα μαχαιροπήρουνα, μέσα στον καπνό από τα πούρα των ανδρών, κουδούνιζαν σαν τροκάνες ενός κοπαδιού από περιπλανώμενες κατσίκες που βοσκούσαν μέσα στην αχλή της μεσημεριανής ραστώνης. Ήταν η Μεσημεριανή Ραστώνη, αφράτη και χλιαρή, που τεντωνόταν νυσταλέα στη σκιά των δέντρων ενός γαλάζιου δάσους, σε μια χώρα χαμένη στα βάθη του χρόνου, πριν τον Ιησού Χριστό. Η τραπεζαρία βρισκόταν στο ημίφως και μέσα από τη σκοτεινιά ακούγονταν τα τζιτζίκια και οι γρύλοι που τραγουδούσαν κάτω από τον ήλιο και το χουρχουρητό του ήλιου πάνω στα πρασινοκίτρινα λιβάδια και η δροσερή βουή από τις βελανιδιές όταν τις άγγιζε μια ριπή γαλάζιας και αλμυρής αύρας που ερχόταν από τη θάλασσα.

Τότε, δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο και το έσκασα για το δωμάτιό μου· γδύθηκα, έβαλα το μαγιό και βγήκα τρέχοντας από την πόρτα της κουζίνας. Έτρεχα στην κατηφόρα με τον άνεμο στο στόμα και η Ελένα με περίμενε στην πόρτα του κήπου φορώντας το μαγιό με τα χρυσά και κόκκινα λουλούδια και το πλατύ καπέλο της από κιτρινωπή ψάθα, πολύ χαρούμενη, γεμάτη έρωτα και ζωή, με τα ξανθιά μαλλιά της γεμάτα ήλιο και με το μεγάλο δάχτυλο ενός ποδιού της να προβάλει από μια τρύπα της εσπαντρίγιας και να κινείται σαν ποντικάκι που σε προκαλούσε και σου έκανε όρεξη να το δαγκώσεις και να το δαγκώνεις όλη σου τη ζωή.

«Γεια!»
«Γεια!»

Και φύγαμε μαζί, γεμάτοι έρωτα, προς τις μεγάλες χώρες του Απογεύματος. Ο ήλιος –ο Ήλιος!– ροχάλιζε πάνω από τις μηλιές και τα λιβάδια ήταν γεμάτα κηλίδες φωτός. Και υπήρχαν επίσης δάση με μαύρους και γαλαζωπούς ευκαλύπτους. Και μας έπιανε ένας παράξενος φόβος μπροστά σε εκείνα τα δέντρα που ήταν τα δέντρα των τρελών ανθρώπων, που περιδιάβαιναν με λευκό πουκάμισο, πολύ χλομοί και με ένα μαχαίρι γεμάτο αίματα στο χέρι. Και ήταν επίσης τα δέντρα των φθισικών γυναικών που έφτυναν αίμα από το βουλιαγμένο στήθος τους και είχαν στα μάτια τους μια λάμψη μίσους και όταν ο ουρανός ήταν κόκκινος, το σούρουπο, ούρλιαζαν σαν θλιμμένοι και πεινασμένοι λύκοι και το έσκαγαν με το στόμα γεμάτο αφρούς και μια μαύρη και αστραφτερή βελόνα στο χέρι για να τρυπήσουν τον κόσμο με το θανάσιμο δηλητήριό τους. Και κάτω από εκείνα τα δέντρα υπήρχε πάντοτε ένας φτωχός που μασουλούσε δίχως δόντια ένα κομμάτι ψωμί.
Το φως του απογεύματος ήταν έντονο, χρυσό και γαλάζιο και μαύρο. Ένα φως μυστηριώδους τρόμου που κατέβαινε από έναν τεράστιο και μοναχικό ουρανό. Πλανιόταν πάνω στα λιβάδια ένας λήθαργος, μια ζεστή αχλή από τζιτζίκια και γρύλους, και πολύ ψηλά, πάρα πολύ ψηλά, πετούσε ζυγίζοντας τα φτερά του ένας τσίφτης.

Η Ελένα και εγώ προχωρούσαμε σιωπηλοί. Πού και πού η Ελένα σταματούσε, μάζευε μερικά βατόμουρα και μου πρόσφερε τα μισά. Μερικά, αυτά που τα έβλεπε ο ήλιος, ήταν ζεστά και θαμπά· τα άλλα, αυτά που ήταν στη σκιά, ήταν κρύα και στιλπνά. Άλλες φορές τα μάζευα εγώ, τα πρόσφερα στην Ελένα και, τρώγοντάς τα μαζί, κοιταζόμασταν στα μάτια, με το πρόσωπο γεμάτο λεκέδες από μοβ χυμούς. Και εξακολουθούσαμε να περπατάμε πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, δίχως να μιλάμε, αλλά τρέμοντας. Μερικές φορές η αγάπη μου –που ήταν η Ελένα, τόσο όμορφη, με δέρμα τόσο σκούρο, μαλλί ξανθό και μάτια γαλανά, τόσο ελεύθερη και γενναία– στεκόταν ξανά να μαζέψει βατόμουρα και τρυπιόταν από ένα αγκάθι. Τότε μου πρόσφερε το ματωμένο δάχτυλό της και εγώ της ρουφούσα το αίμα, που ήταν τόσο κόκκινο, τόσο αλμυρό, τόσο όμορφο αστράφτοντας στον ήλιο. Ύστερα με φιλούσε και έπαιρνε με τα χείλη της το αίμα που είχε μείνει στα δικά μου. Και μόλις το κάναμε αυτό, μας έπιανε ένας περίεργος φόβος. Γιατί εκείνη ήταν μια μυστική τελετουργία, πολύ μυστική, κάτι σαν αμαρτία· κανένας μας δεν ήξερε γιατί. Η Ελένα σφιγγόταν επάνω μου σαν μια μυστηριώδης γάτα, και με μάτια γεμάτα δάκρυα μουρμούριζε: «Φοβάμαι». Και εγώ, γεμάτος με τόση τρυφερότητα και έρωτα που με έκαναν σχεδόν να κλαίω, την έσφιγγα ακόμα περισσότερο πάνω μου και την κρατούσα έτσι, με τα χείλη μου στα μαλλιά της, για πολλή ώρα, μέχρι που η Ελένα απομάκρυνε το κεφάλι της από το στήθος μου και με κοιτούσε με δάκρυα στα μάτια, αλλά χαμογελώντας από αγάπη και ευτυχία. Τότε συνεχίζαμε να περπατάμε αγκαλιασμένοι, με το κεφάλι της Ελένα να ακουμπάει στον ώμο μου. Και έτσι συνεχίζαμε μέχρι τη θάλασσα.
Η παραλία στην οποία συνηθίζαμε να πηγαίνουμε τα απογεύματα ήταν μικρή και με δύσκολη πρόσβαση. Ήταν τριγυρισμένη από πολύ ψηλούς γκρεμούς που μερικές φορές τούς κάλυπταν φτέρες και κισσός. Ψηλά, με φόντο τον ουρανό, λικνίζονταν από τον άνεμο οι κορυφές των πεύκων. Μόλις πατήσαμε στην άμμο βγάλαμε τις εσπαντρίγιες και τρέξαμε σαν σφαίρες να βουτήξουμε πάνω σε ένα αφρισμένο κύμα που ερχόταν προς το μέρος μας. Μετά ξαναβγήκαμε για να τοποθετήσουμε τις εσπαντρίγιες πάνω σε ένα βράχο ώστε να μην θαφτούν στην άμμο, και τρέξαμε πάλι να πέσουμε στα παγωμένα, λευκά, αφρισμένα κύματα, και ήταν ένα όνειρο, μια ευχαρίστηση, μια άγρια ευτυχία που μας τρέλαινε από χαρά. Και μερικές φορές εγώ έμπαινα κάνοντας ένα σάλτο μορτάλε, γιατί ήξερα ότι της άρεσε της Ελένα, αν και με παρακαλούσε να μην το κάνω, γιατί δεν ξέρω ποιος –ένας Γάλλος μού φαίνεται– είχε σπάσει κάποτε τη σπονδυλική του στήλη. Και η Ελένα ξανάβγαινε από τη θάλασσα ουρλιάζοντας από χαρά, πασαλειμμένη ολόκληρη με άμμο και με πράσινα, κίτρινα και κοκκινωπά φύκια, μυρίζοντας αλάτι, με το μαλλί σκούρο και ίσιο, αλλά ακόμα πιο όμορφη από πριν, με σώμα που έλαμπε. Και πηδούσε σαν πάνθηρας επάνω μου και με έκανε να καταπιώ νερό και μετά έβγαινε τρέχοντας μέχρι που την έπιανα και ανέβαινα επάνω της και της πίεζα το κεφάλι πάνω στην άμμο μέχρι να γεμίσει όλο της το πρόσωπο και τα μαλλιά με άμμο και μου ζητούσε έλεος, κλαίγοντας σχεδόν, και εγώ –μεγαλόψυχος σαν τη Σύγκλητο και το Λαό της Ρώμης– της παραχωρούσα την ελευθερία της.
Τότε επιστρέφαμε στο νερό και κολυμπούσαμε και οι δυο μαζί, μάλλον αργά, για να κάνουμε τον περίφημο περίπλου του Άννωνα που συνίστατο στο να πάμε πρώτα μέχρι την Καμήλα, που ήταν ένας βράχος με σχήμα καμήλας περιτριγυρισμένος από μια γενειάδα αφρού, εκεί ξαπλώναμε ανάσκελα για να κάνουμε ηλιοθεραπεία. Ύστερα κάναμε υποβρύχιο κολύμπι σε μια πολύ μικρή θάλασσα, διάφανη και με καταπράσινο βυθό, που υπήρχε ανάμεσα στις δύο καμπούρες της Καμήλας όταν είχε πλημμυρίδα. Και έπειτα, συνεχίζαμε να κολυμπάμε μέσα σε έναν κοκκινωπό πορθμό ανάμεσα σε φύκια μέχρι τα Μεγάλα Βράχια του Δόκτορα Φρανκενστάιν που ήταν πάντα σκοτεινά και ακουγόταν η Ηχώ, μια πολύ θλιμμένη γυναίκα, έγκλειστη σε κάποιο άγνωστο μέρος, και η οποία προκαλούσε θλίψη στους ανθρώπους και, μερικές φορές, έκλαιγε πολύ, μα πάρα πολύ σιγανά. Στα Μεγάλα Βράχια του Δόκτορα Φρανκενστάιν, έσκιζες τις πατούσες σου και υπήρχαν καβούρια κρυμμένα στις σπηλιές και μια φορά βρήκαμε έναν πεθαμένο σκύλο, τουμπανιασμένο, που είχε το στόμα γεμάτο πράσινες μύγες. Στα Μεγάλα Βράχια του Δόκτορα Φρανκενστάιν υπήρχαν σπήλαια πολύ κρύα με ένα τρεμάμενο φως ανάμεσα σε πράσινο και σε γαλάζιο και στο εσωτερικό τους συναντούσες Ρωμαϊκά Ερείπια με μεγάλους θησαυρούς, γεμάτα με όμορφα μυστήρια, με αγάλματα από λευκές, γυμνές θεές των ειδωλολατρών που χαμογελούσαν στην Ελένα και σε μένα και τότε, από μια πιο στενή και μακρόστενη σπηλιά, μας οδηγούσαν στην Αρχαία Εποχή, που συνέβαινε εκείνη ακριβώς τη στιγμή με ένα πιο γαλάζιο ουρανό και μια πιο γαλάζια θάλασσα, σχεδόν βιολετί, και με μια αύρα πολύ γαλάζια επίσης και λευκά πουλιά που πετούσαν κελαηδώντας. Και κατέληγες σε έναν άλλο κόσμο πολύ παράξενο και γεμάτο τέτοια ομορφιά που δεν είναι δυνατόν να τη θυμηθείς και να μην σου σταματήσει η καρδιά. Γιατί έδυε ο ήλιος και ο ουρανός ήταν χρυσοκόκκινος και η θάλασσα είχε το χρώμα του κρασιού και δεν φυσούσε καθόλου και μύριζε δεντρολίβανο, τριαντάφυλλα και γιασεμί…
Η Ελένα, γυμνή, έβοσκε ένα κοπάδι κατσίκες. Καθόταν δίπλα στη θάλασσα, σε ένα καταπράσινο λιβάδι που έφτανε μέχρι τη θάλασσα, κάτω από μια τεράστια δάφνη με σκούρα πράσινα γυαλιστερά φύλλα που έβγαζαν κόκκινες ανταύγειες όταν τα κτυπούσε ο χρυσός ήλιος που βυθιζόταν στη θάλασσα. Εγώ ήμουν επίσης γυμνός και ερχόμουν με ένα καράβι, που είχε χρυσά πανιά, γιατί ήμουν ένας αρχιπειρατής που στις Συρακούσες της Σικελίας είχα δει για πρώτη φορά το φως, πολύ τολμηρός στους κινδύνους της δίψας, της πείνας, της ζέστης, του κρύου και των άλλων συχνών συμφορών του πολέμου και των ταξιδιών, με εξαιρετική αντοχή που άγγιζε τα όρια του απίστευτου. Και πήδησα από το καράβι στη θάλασσα και έφτασα κολυμπώντας μέχρι το πράσινο λιβάδι και άρχισα να τρέχω πίσω από την Ελένα. Αλλά η Ελένα έτρεχε πιο γρήγορα και κρυβόταν ανάμεσα στα δέντρα και έτσι την έχανα από τα μάτια μου.

Τότε πέρασε ένας άντρας που είχε ένα δρεπάνι στον ώμο και τραγουδούσε:

«Η βοσκοπούλα που αναζητείς, ω νέε, όμορφη του γέροντα με τα σοφά λόγια Αριστοτέλη θυγατέρα είναι», είπε εκείνος.
«Αρχαία και όμορφη είναι η γλώσσα των Ελλήνων», απάντησα εγώ, που θυμόμουν μόνο αυτό το παράδειγμα από την ελληνική γραμματική.

Ο άντρας με το δρεπάνι έτρεξε και με πήγε σπίτι του, όπου μου πρόσφερε ένα λιτό δείπνο, και αφού με έντυσε με φθαρμένα ρούχα αγρότη και μου έβαλε το δρεπάνι καλά στον ώμο, είπε:

«Παρουσιάσου τώρα στον Αριστοτέλη με τα σοφά λόγια, εκ μέρους του Φιλήμονα του φτωχού και πες του πως είσαι ο νεαρός που του στέλνω ως υπηρέτη. Εγώ, στο μεταξύ, στους αθάνατους θεούς, και κυρίως σε εκείνη τη θεότητα που προστατεύει το γλυκό και φλογερό έρωτα, θα προσφέρω θυσία για να έχεις καλή τύχη».

Και λέγοντας αυτά, μου έδειξε το δρόμο για την πόλη.
Του άντρα με τα σοφά λόγια το σπίτι ανακάλυψα επιτέλους και εκείνος βλέποντάς με (είπε):

«Χίλιες φορές ευλογημένοι ας είναι οι αθάνατοι θεοί, διότι δίχως αμφιβολία εσύ είσαι ο νεαρός που για επιμελή υπηρέτη μού αποστέλλει ο φίλος μου ο Φιλήμονας ο φτωχός».

Με αγάπη με υποδέχτηκε ο άντρας με τα σοφά λόγια και με ενημέρωσε για τις υποχρεώσεις μου, δεδομένου ότι εκείνος δεν υποψιαζόταν ούτε κατά διάνοια ποιες ήταν οι μυστικές μου προθέσεις.
Ήδη οι λαμπροί δίδυμοι (ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης) βύθιζαν τη λάμψη τους πίσω από τον σκοτεινό ορίζοντα, όταν, βλέποντας το σπίτι ήσυχο και το γέροντα να έχει κοιμηθεί, έβγαλα τα φτωχικά μου ρούχα και εισβάλλοντας στο δωμάτιο της αγαπημένης μου τη βρήκα να κοιμάται. Εκστασιασμένος από τη χαρά και την ευτυχία, και λέγοντας χίλια ευχαριστώ στην παντοδύναμη πάντα θεά του έρωτα, παραμέρισα με προσοχή το ύφασμα που την κάλυπτε (την Ελένα) και κάτω από το λευκό φως του φεγγαριού στάθηκα για πολλή ώρα να θαυμάσω την ομορφιά του σώματός της.
Έπειτα ήρεμα, τη φίλησα για να ξυπνήσει σιγά σιγά με την αγάπη μου και τότε εκείνη, μισανοίγοντας τα μάτια (είπε):

«Δίχως αμφιβολία η Αφροδίτη μού στέλνει αυτό το όμορφο όνειρο, γιατί πλάι μου αισθάνομαι τον νέο που αγαπώ».

Αφού αυτά είπε, άρχισε με θέρμη να ανταποδίδει τα χάδια και τα φιλιά μου.
Δεν θέλησα να αφήσω να βγει από το στόμα μου ούτε μια λέξη, γιατί φοβόμουν ότι αυτό θα διέλυε τη φαντασίωση του ονείρου και αν ξυπνούσε θα με έδιωχνε βάναυσα.
Απόλαυσα, λοιπόν, σιωπηλά, αυτά που κάποιος σιωπηλά πρέπει να απολαμβάνει, και όταν άρχισαν να λαλούν οι πετεινοί γύρισα στο φτωχικό κλινάρι που μου είχαν βάλει στο στάβλο, ως υπηρέτης που ήμουν.
Ήδη φλεγόταν ο Φοίβος, ο πατέρας του έρωτα, της απόλαυσης και της ζωής, στο μέσον της διαδρομής του, όταν με ξύπνησαν οι ακανόνιστες φωνές του άντρα με τα σοφά λόγια που κραύγαζε:

«Δώστε μου δύναμη, αθάνατοι θεοί, γιατί μια βασίλισσα και ένα βασιλιά έχω για υπηρέτες».

Πήδηξα από το κρεβάτι μου, παρουσιάστηκα στον αφέντη μου και άρχισα να αποδίδω τον βαθύ ύπνο μου στην κούραση του ταξιδιού και σε άλλους πολλούς λόγους που η σβέλτη ευφυΐα μου εφεύρισκε καθώς μιλούσα.
Είχα μόλις αρχίσει να βγάζω από το κεφάλι του αφέντη μου την αρχική του ιδέα, που ήταν να με διώξει από τη δούλεψή του (γιατί με στεναχωρούσε η σκέψη να αποχωριστώ την όμορφη φίλη μου), όταν με δάκρυα στα μάτια μπήκε και εκείνη και πέφτοντας στα πόδια του γέροντα είπε αυτές ή παρόμοιες κουβέντες:

«Συγχωρέστε, ω καλέ αφέντη, το λάθος μου, αλλά η Αφροδίτη μού έστειλε τέτοια νύστα σήμερα το βράδυ ώστε είναι θαύμα που στέκομαι στα πόδια μου».

Απέμεινε ο γέροντας άναυδος να την κοιτάζει για ένα λεπτό και ύστερα, στρέφοντας το βλέμμα του σε μένα, άρχισε να γελά εκκωφαντικά.
Η Ελένα και εγώ τον κοιτάζαμε έκπληκτοι και τότε ο γέροντας, παίρνοντάς μας από το χέρι μάς έφερε κοντά του και είπε:

«Μάθε, ω νέε, ότι αυτή που έκανες δικιά σου αυτό το βράδυ δεν είναι μια φτωχή αγρότισσα που βρίσκεται στη δούλεψή μου (όπως πιστεύει και η ίδια), αλλά η θυγατέρα και η κληρονόμος του Αυτοκράτορα της Αθήνας…»

Η Ελένα πολύ σοβαρή καθόταν οκλαδόν μπροστά μου, κοιτάζοντάς με πολύ έντονα:

«Τι σκέφτεσαι με τα μάτια ορθάνοιχτα;»

Βρισκόταν εκεί, τόσο ξανθιά, με το δέρμα της τόσο λαμπερό, τόσο όμορφη, με τα γαλανά μάτια της που με προκαλούσαν όταν τα κοίταζα, σε τέτοιο βαθμό που δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο και όρμησα επάνω της σαν άγριος τίγρης της Βεγγάλης. Αλλά εκείνη χώθηκε πρώτη στο νερό και εγώ από πίσω της και αρχίσαμε να κολυμπάμε και να κάνουμε πατητές ο ένας στον άλλο. Και βγήκαμε από τη σκιά των βράχων, όπου το νερό ήταν κρύο και βιολετί και μπήκαμε στον ήλιο όπου το νερό ήταν πράσινο και λαμπερό και πιο χλιαρό και ήταν μια απόλαυση να βουτάς και να βλέπεις να βγαίνει η Ελένα και να τινάζει τα μαλλιά της που της έπεφταν στο πρόσωπο και ύστερα να ξαναβουτάς και να ερευνάς τα υποθαλάσσια περάσματα που ήταν γεμάτα φύκια.
Βγήκαμε ευτυχισμένοι στην παραλία και ξαπλώσαμε στον ήλιο. Ο ήλιος γινόταν πλέον πορτοκαλής και χανόταν πίσω από τα πεύκα του γκρεμού. Ο ουρανός ήταν πράσινος και είχε μια σκοτεινή λάμψη που άμα την κοίταζες προσεκτικά ήταν σαν το Άπειρο. Πού και πού περνούσαν κοπάδια από πουλιά. Η Ελένα ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο μου και άρχισε να κάνει σχήματα στο κορμί μου με ένα μικρό πίδακα άμμου που με γαργαλούσε. Και με κοιτούσε, με κοιτούσε.
Επιστρέψαμε αργά, περπατώντας κοντά ο ένας στον άλλο, πεθαμένοι από πληρότητα, απόλαυση, άγνωστη και αβάσταχτη ευτυχία, πεθαμένοι από έρωτα, τρελοί από έρωτα. Η καρδιά μου γέμιζε όλο το στήθος μου, φούσκωνε όλο μου το κορμί με ζεστό αίμα, γέμιζε το στόμα μου αλάτι, γέμιζε τον κόσμο με λυσσαλέα χαρά, με κάψα, με κοφτερά χρώματα σαν μαχαίρια και ταυτόχρονα μαλακά σαν τα πέταλα μιας παπαρούνας, σαν το μέλι, σαν το γάλα που μόλις αρμέχτηκε. Τρέμοντας, με βραχνή φωνή, με μια φωνή που δεν ήταν η δικιά μου, που δεν ήξερα από πού είχε βγει, της είπα:

«Ελένα…, σε αγαπάω».

Και η Ελένα, ήρεμη, δίχως να σταματήσει να με κοιτά στα μάτια, σοβαρή και όμορφη, αφέθηκε να την τραβήξω προς το μέρος μου και όταν τα χείλη μας πλησίασαν μου είπε:

«Και εγώ εσένα περισσότερο».

Και εγώ ήπια την ανάσα εκείνων των λέξεων· τις ήπια, τις εισέπνευσα, δεν τις άκουσα.
Δεν μιλήσαμε άλλο. Προχωρούσαμε πλάι πλάι, μόνοι μέσα στη σιωπή του δειλινού. Προχωρούσαμε μόνοι μέσα στη σιωπή του κόσμου. Μόνοι μέσα στη σιωπή του χρόνου. Μόνοι για πάντα. Μαζί και μόνοι, περπατώντας μαζί και μόνοι μέσα στη σιωπή του κόσμου και της θάλασσας και του κόσμου, περπατώντας, περπατώντας. Και όλα ήταν σαν μια μεγάλη αψίδα που εμείς διαβαίναμε και στην άλλη πλευρά ήταν ο δικός μας κόσμος και ο δικός μας χρόνος και ο δικός μας ήλιος και το δικό μας φως και η δική μας νύχτα και τα άστρα και οι λόφοι και τα πουλιά και παντοτινά…

Τ   Ε   Λ   Ο   Σ

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: