Ελένα ή Η θάλασσα του καλοκαιριού


Βλ. την εισαγωγή εδώ


Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Ι
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
1. Γεύμα στον κήπο ≈ 2. Στην παραλία ≈ 3. Μια νύχτα

ΙΙ
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Χαρά Θεού

ΙΙΙ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΞΑΝΑ
1. Ένα πρωινό ≈ 2. Στο δάσος ≈ 3. Απόγευμα και δειλινό

Νicanor Ρinole, «Παραλία»
Νicanor Ρinole, «Παραλία»

ΙΙ

Χ Ε Ι Μ Ω Ν Α Σ


Χαρά Θεού

Και στο τέλος νιώθαμε τα πόδια μας κρύα και το κεφάλι μας ζεστό και ένα πράγμα σαν υπνηλία και ένα κοκκινωπό πέπλο μπροστά στα μάτια και στο τρεμάμενο, στεγνό στόμα μας. Αλλά το χειρότερο δεν ήταν τίποτα απ’ όλα αυτά. Το χειρότερο ήταν οι τύψεις…

Το δωμάτιο ήταν βυθισμένο στο ημίφως. Οι τελευταίες ανταύγειες του δειλινού βυθίζονταν σταδιακά πίσω από τις στέγες, πίσω από τα δέντρα του κήπου του σχολείου, πίσω από μια μεγάλη μοναξιά –σαν ένα τεράστιο πικρό κενό που πλησίαζε, που όλο και μεγάλωνε– και γινόταν πιο κοίλη και βυθιζόμασταν μέσα της, όπως στο θάνατο… Και ήταν πράγματι ο θάνατος, γιατί είχαμε απολέσει τη χάρη του Θεού, πράγμα χειρότερο από το να χάσεις την ίδια σου τη ζωή, γιατί ήμαστε ξανά ένοχοι για τα Πάθη και το Θάνατο του Κυρίου μας, και αυτό παρ’ όλο που ο Ιησούς Χριστός είχε πεθάνει για τη δική μας σωτηρία. Και αυτό ήταν μεγάλη αχαριστία, ένα φρικτό αμάρτημα, χειρότερο από το να είχαμε σκοτώσει τη μητέρα μας ή τον πατέρα μας, πολύ χειρότερο, γιατί στο κάτω κάτω εκείνοι μας είχαν δώσει μόνο την προσωρινή ζωή, ενώ ο Ιησούς Χριστός μας είχε δώσει την αιώνια. Και το να αμαρτάνεις ήταν σαν να ρίχνεις το Αίμα του Κυρίου στα σκυλιά ή ακόμα χειρότερα, δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα. Και δεν μας ένοιαζε καθόλου η κόλαση, αλλά ο πόνος που προκαλούσε η αχαριστία μας. Και μερικές φορές σκεφτόμασταν ότι στην κόλαση θα ήμαστε πιο ευτυχισμένοι απ’ ό,τι εδώ, γιατί θα γνωρίζαμε ότι ο Θεός μάς εκδικείται με όλο του το δίκιο και την ίδια στιγμή θα μπορούσαμε να τον μισούμε με όλη μας τη λύσσα. Και ήταν κάποιος πιο ευτυχισμένος όταν μισούσε τον Θεό από όσο όταν γνώριζε ότι Εκείνος είχε πεθάνει για την αγάπη του προς εμάς και ότι εμείς τον λατρεύαμε και, παρ’ όλα αυτά, διαπράτταμε αμαρτίες και του φορούσαμε ξανά το ακάνθινο στεφάνι, και τον ξαναμαστιγώναμε και του ξαναφορτώναμε το σταυρό και τον ξανακαρφώναμε στο σταυρό και τον στήναμε όρθιο· και θα σχίζονταν φρικτά οι πληγές από τα καρφιά μόλις χωνόταν ο σταυρός στην τρύπα και στεκόταν απότομα ακίνητος όταν έβρισκε στον πάτο της· και ύστερα θα του ξαναδίναμε το σφουγγάρι με το ξύδι και τη χολή και έπειτα θα του λογχίζαμε την καρδιά. Και στεκόμασταν όλοι σιωπηλοί και τρομαγμένοι, ή μάλλον δεν νιώθαμε τόσο τρόμο όσο πόνο, γιατί ήμαστε κακοί και αξίζαμε να μας σκοτώσει ξαφνικά όλους μας ο Θεός και να καταλήγαμε στην κόλαση, αντί να πάμε σπίτι μας να δειπνήσουμε, εκεί με τον μπαμπά και τη μαμά που δεν ήξεραν τίποτα και μας φιλούσαν δίχως να ξέρουν ότι φιλούν κάποιους αμαρτωλούς. Και ήταν ενοχλητικό να φιλάς τη μαμά που ήταν τόσο απαλή και τόσο λευκή και τόσο καλή και να την αγγίζεις με τα ίδια χείλη που είχαν φιλήσει εκείνες τις εικόνες με τις γυμνές και σιχαμένες και βρόμικες γυναίκες.

Και ήταν αδύνατον να εξακολουθεί να ζει κανείς έτσι, γνωρίζοντας ότι κάθε λεπτό, κάθε παραπάνω δευτερόλεπτο μέσα στην αμαρτία, έκανε τον Ιησού να βιώνει ξανά το μαρτύριό του· και όπου και να κοιτούσε κανείς, σε κάποιον τοίχο, στο έδαφος, στον ουρανό, εμφανιζόταν το στεναχωρημένο πρόσωπο του Ιησού, με κάτι μάτια μεγάλα και βαθιά και το ακάνθινο στεφάνι πάνω στο κεφάλι του με πολλά ρυάκια αίμα να τρέχουν στο μέτωπο και όλο του το πρόσωπο. Και εκείνο το αίμα όλο και αυξανόταν και μούσκευε το έδαφος που πατούσε κάποιος και σχεδόν δεν μπορούσε να τρέξει και ένιωθε βρόμικο όλο του το σώμα. Και όσο ζούσε κάποιος μέσα στο θανάσιμο αμάρτημα, όλες οι μέρες ήταν γκρίζες ακόμη και όταν είχε ήλιο και όλα τα πράγματα πήγαιναν στραβά και τον ρωτούσαν στο σχολείο πάντα το μόνο μάθημα που δεν είχε διαβάσει, και ο μπαμπάς ήταν στις κακές του και η μαμά όλο και πιο στεναχωρημένη, και όταν έπαιζε ποδόσφαιρο δεν του έδιναν πάσες ή αν του έδιναν τις χαράμιζε με τον πιο χαζό τρόπο, και επιπλέον όταν κάποιος ζούσε μέσα στην αμαρτία έχανε η Εσπόρτινγκ ακόμα και όταν έπαιζε στην έδρα της ή ερχόταν ισόπαλη, που όταν παίζεις στην έδρα σου είναι σαν να χάνεις. Και ήταν πολύ δύσκολο να το καταλάβει κανείς γιατί σκεφτόταν: «Μα καλά, επειδή έχω αμαρτήσει εγώ, δεν είναι δυνατόν να τιμωρεί ο Θεός όλους τους υπόλοιπους που θέλουν να κερδίσει η Εσπόρτινγκ». Αλλά αυτά ήταν μεγάλα μυστήρια που καλύτερα να μην τα σκέπτεται κανείς, όπως και το γιατί ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο αν γνώριζε, πριν τον φτιάξει, ότι ο Βελζεβούλης θα επαναστατούσε και ότι θα υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που θα καταδικάζονταν αιώνια. Και επιπλέον, ακόμα και αν δεν είχε υπάρξει το Δαιμόνιο και ούτε είχε γίνει το προπατορικό αμάρτημα και όλοι μας ήμαστε ευτυχείς στον γήινο παράδεισο, ούτε τότε μπορούσε να εξηγηθεί για ποιο λόγο είχε φτιάξει ο Θεός τον Αδάμ και τον Παράδεισο και τη θάλασσα και τα άστρα και τα πάντα. Και έπειτα ήταν και αυτό με τα παιδιά του Αδάμ και της Εύας που χρειάστηκε να παντρευτούν αδελφοί με αδελφές, πράγμα που είναι θανάσιμο αμάρτημα. Και πολλά άλλα πράγματα.

Άλλα όλες αυτές οι αμφιβολίες προέρχονταν από το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν μπορούμε στην πραγματικότητα να γνωρίζουμε τίποτα από όσα όντως συμβαίνουν στον κόσμο· για παράδειγμα, εμείς δεν βλέπουμε τίποτ’ άλλο από τα χρώματα που υπάρχουν μεταξύ του κόκκινου και του μπλε, υπάρχουν όμως και άλλα πολλά, και έπειτα όλο το μπέρδεμα με τις ταχύτητες, τα μήκη κύματος και τις υπέρυθρες και υπεριώδεις ακτίνες. Αλλά, από την άλλη, παρ’ ότι μπορεί κανείς να δει τα χρώματα ανάμεσα στο κόκκινο και το μπλε, δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος ότι οι υπόλοιποι τα βλέπουν όπως αυτός, γιατί αν, για παράδειγμα, σε έναν άνθρωπο του λένε από τότε που γεννιέται πως το τάδε χρώμα ονομάζεται πράσινο, αλλά εκείνος το βλέπει όπως εγώ βλέπω το κόκκινο και εκείνος βλέπει το κόκκινο όπως εγώ το πράσινο, ποτέ δεν θα ανακαλύψουμε στη ζωή μας πως θέλουμε να πούμε διαφορετικά πράγματα όταν μιλάμε για κόκκινο ή για πράσινο. Και αν αυτό συμβαίνει με πράγματα τόσο απλά όπως είναι τα χρώματα, σε άλλα πράγματα το μπέρδεμα πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερο. Και επιπλέον δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε ούτε τη λογική. Γιατί αν πάρουμε δύο ευθείες που συγκλίνουν και αρχίσουμε να τις απομακρύνουμε, στο τέλος θα διασταυρωθούν πολύ πιο μακριά αλλά δεν θα γίνουν ποτέ παράλληλες, γιατί κάποιος δεν μπορεί να υπολογίσει πότε θα φτάσει η στιγμή μετά από την οποία οι δύο ευθείες δεν θα συναντηθούν πλέον σε κανένα σημείο, και είναι ακόμα πιο δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι οι ευθείες θα είναι αποκλίνουσες· πράγμα που σημαίνει, αν το καλοεξετάσεις, ότι στον κόσμο υπάρχουν μόνο συγκλίνουσες ευθείες, και αυτό είναι μια ηλιθιότητα. Αλλά αυτό αποδεικνύει ότι δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στη λογική και ότι τα επιχειρήματα των βολταιρίσκων και των άπιστων δεν αξίζουν τίποτα, γι’ αυτό πρέπει να είμαστε ταπεινοί και να αναγνωρίζουμε τα όρια της ανθρώπινης εξυπνάδας και να υποτασσόμαστε στην εξουσία της Εκκλησίας, γιατί είναι ο μόνος τρόπος να πάμε στον παράδεισο και να δούμε τον Θεό, και, βλέποντας τον Θεό, να καταλάβουμε ξαφνικά όλα όσα μας βασάνιζαν πριν γιατί δεν μπορούσαμε να τα κατανοήσουμε και, με το που το συνειδητοποιούμε, να αρχίσουμε να αγαπάμε, να θαυμάζουμε και να αισθανόμαστε όσο ποτέ άλλοτε την ισχύ του Θεού.

Αλλά όλα αυτά δεν μπορούσε κάποιος να τα σκεφτεί όσο ζούσε μέσα στην αμαρτία, γιατί, ζώντας μέσα στην αμαρτία, το Δαιμόνιο τον γέμιζε με ποταπές σκέψεις και έτσι δεν είχε όρεξη κάποιος να πάει στον παράδεισο και αισθανόταν αβεβαιότητα για τα πάντα, ακόμα και για την ύπαρξη του Θεού και της Παρθένου Μαρίας και ένιωθε μόνος και λυπημένος και σαν να του ερχόταν να φτύσει τα πάντα, ακόμα και τους παπάδες και τις εκκλησίες. Αλλά δεν ήταν δυνατόν να ζει κανείς έτσι, γιατί άρχιζε να έχει φαγούρα στην πλάτη και διάθεση να κάνει εμετό παντού, γιατί τα πάντα ήταν τόσο στενάχωρα και έβρεχε συνέχεια και όλα μύριζαν σαν τις παστίλιες για το βήχα και δεν γινόταν τίποτα με κέφι· και επιπλέον ήταν και το πρόσωπο του Ιησού, διαρκώς εκεί, αμίλητο, πλημμυρισμένο στο αίμα, να το βλέπουμε να μας κοιτάζει βαθιά μέσα μας. Και στο τέλος, κάποιος δεν είχε άλλη επιλογή από το να πάει στο δωμάτιο του Πνευματικού Πατέρα.

Και το δωμάτιο του Πνευματικού Πατέρα μύριζε γλυκερό σαπούνι και υγρασία, και ο Πνευματικός Πατέρας έγραφε στο φως ενός πορτατίφ που είχε πράσινο καπέλο και φαινόταν το χέρι του τόσο λευκό και τόσο απαλό να γράφει πολύ αργά με γράμματα μεγάλα και στρογγυλά, και ήταν μια ιδιαίτερη απόλαυση να παρακολουθεί κανείς με το μάτι την πένα και να βλέπει πώς σχημάτιζε εκείνα τα γράμματα, και αισθανόταν μια ανείπωτη χαρά, δεν ξέρω γιατί, όταν τελείωνε μια λέξη ή ένα κεφαλαίο γράμμα· αλλά σιγά σιγά άρχιζαν τα νεύρα του να τεντώνουν γιατί ο Πνευματικός Πατέρας δεν έλεγε τίποτα, και εκείνο το χέρι έγραφε τόσο αργά που ήταν λες και δεν θα τέλειωνε ποτέ, και ακούγονταν να βγαίνουν πια από το σχολείο τα παιδιά που επέστρεφαν σπίτι τους το απόγευμα και οι εσώκλειστοι που σχημάτιζαν γραμμές και πήγαιναν προς την τραπεζαρία για το δείπνο και, βέβαια, τώρα η εικόνα του Ιησού που μας κοίταζε, γινόταν πιο καθαρή και πιο μεγάλη, και τα μάτια του ήταν μέσα στα δάκρυα, και δεν μπορούσε κάποιος να αντέξει εκείνο το βλέμμα και έπεφτε κλαίγοντας στα πόδια του Πνευματικού Πατέρα που παρατούσε το γράψιμο και χάιδευε το κεφάλι του λέγοντας: «Γιε μου, γιε μου», και τα ράσα μύριζαν όπως το δωμάτιο, αλλά πιο έντονα και είχαν και λίγο τη μυρωδιά του αντισκωρικού.

Και όταν κάποιος σήκωνε το κεφάλι, έβλεπε το πρόσωπο του Πνευματικού Πατέρα με χαμόγελο πεθαμένου, πολύ ήρεμο, και με κάτι θλιμμένα μάτια σαν αυτά του Ιησού, λίγο κλειστά, να κοιτούν με προσοχή σε ένα ακαθόριστο σημείο πάνω από τον ώμο του. Και όλο το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, εκτός από το τραπέζι και ένα μέρος του αριστερού μπράτσου του Πατέρα, και ακουγόταν μόνο το τικ-τακ του ρολογιού του Πνευματικού Πατέρα που ήταν πάνω στο τραπέζι, στα πόδια ενός κιτρινωπού Χριστού από ελεφαντόδοντο με μαύρο σταυρό, όπως οι εσταυρωμένοι των φερέτρων. Και δεν χρειαζόταν κάποιος να πει τίποτα, μόνο να κλάψει γοερά, πράγμα που προξενούσε μια χαρά που δεν μπορεί να εξηγηθεί, αλλά που ήταν σαν να έμπαινε κάποιος ξανά σε ένα μεγάλο φωταγωγημένο σπίτι όπου περίμεναν ο μπαμπάς και η μαμά και εμείς ήταν σαν να ερχόμασταν από μια σκοτεινή και θλιμμένη και βαλτώδη και παγωμένη χώρα όπου όλοι οι άνθρωποι ήταν άγνωστοι και μας μισούσαν. Και η χάρη του Θεού έμοιαζε σαν ένα ζεστό ντους με το οποίο έφευγε από πάνω μας, γλιστρώντας στο κορμί μας, ένα κολλώδες λίπος και έτσι όλα τα πράγματα ζύγιζαν λιγότερο και εμείς βλέπαμε καλύτερα.

Και ύστερα ο Πνευματικός Πατέρας τον έπαιρνε από το χέρι και τον πήγαινε κάτω στο παρεκκλήσι, που ήταν άδειο και σκοτεινό και μύριζε από τον ιδρώτα και τα χνώτα όλων όσοι είχαν μόλις βγει. Και ο Πνευματικός Πατέρας κάλυπτε με τις παλάμες του το πρόσωπό του και έσκυβε το κεφάλι και άρχιζε να προσεύχεται μπροστά στο Αγιότατο Μυστήριο που ήταν εκεί απέναντί μας με ένα ετοιμοθάνατο και κοκκινωπό καντήλι να καίει μπροστά του. Και ύστερα προσευχόμασταν λέγοντας το «Εγώ ο αμαρτωλός» και το «Κύριε Ιησού Χριστέ». Και δεν μπορούσε σχεδόν να προσευχηθεί κανείς γιατί έχανε τα λόγια και του ερχόταν να βάλει τα κλάματα ξανά και να μείνει για πάντα εκεί στο παρεκκλήσι τόσο κοντά στον Ιησού που ήταν τόσο καλός και ήταν εκεί μόνος. Και ήθελε και άλλα: να πήγαινε ιεραπόστολος στους άγριους Ινδιάνους και να υπέφερε από πείνα, εξάντληση και νύστα, αλλά όλα αυτά για χάρη του Ιησού και έπειτα να τον θυσίαζαν οι άγριοι χτυπώντας τα ταμ-ταμ γύρω του και χορεύοντας μεθυσμένοι και τελείως γυμνοί, όπως και οι γυναίκες επίσης. Και ξαφνικά, συνειδητοποιούσε κανείς ότι σκεφτόταν τις άγριες γυμνές γυναίκες και ότι αμάρτανε και πάλι και τώρα ήταν ακόμα πιο φοβερό γιατί βρισκόταν στο παρεκκλήσι, με τον Πνευματικό Πατέρα να προσεύχεται δίπλα του, και απέναντί του το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, και σχεδόν δεν μπορούσε να σκεφτεί από την πολλή αμαρτία που διέπραττε. Αλλά το φταίξιμο δεν ήταν δικό του, γιατί δεν μπορεί ποτέ να γνωρίζει κανείς τι θα σκεφτεί την επόμενη στιγμή, μιας και οι σκέψεις έρχονταν ενωμένες η μια με την άλλη, και δεν άξιζε τον κόπο να αλλάξει κάποιος σκέψεις γιατί σε οτιδήποτε και να σκεφτόταν το Δαιμόνιο μπορούσε πάντα να βάλει μια αμαρτία. Και ούτε που άξιζε να πει κανείς: «Δεν θα σκεφτώ τίποτα», γιατί δεν μπορεί ποτέ κάποιος να μην σκέφτεσαι τίποτα, αφού πρέπει να σκεφτεί ότι δεν θέλει να σκεφτεί τίποτα, πράγμα που σημαίνει ότι ήδη σκέφτεται κάτι. Και το μοναδικό πράγμα που ήταν δυνατόν να βγάλει κάποιον από τις κακές σκέψεις, ήταν να φανταστεί μια γυναίκα που κάνει την ανάγκη της και να παρατηρεί όλες τις λεπτομέρειες και να συγκεντρωθεί σε αυτό μέχρι να αισθανθεί ότι του πέρασε ο πειρασμός. Αλλά ήταν κάπως αηδιαστικό να σκέφτεται κανείς αυτό το πράγμα εκείνη τη στιγμή σε εκείνο το μέρος, και δεν ήξερε τι να κάνει, γιατί μόλις ξεχνιόταν κάποιος για λίγο λες και έμπαινε το Δαιμόνιο από τις χαραμάδες της σκέψης και εμφανίζονταν οι αφίσες που διαφήμιζαν το καρναβάλι του Ρίο στις κλινάμαξες των τρένων ή τα σχέδια από το Αυτά που πρέπει να γνωρίζει ένας νέος πριν το γάμο ή οι φωτογραφίες τέχνης της Μανασέ και δεν ήταν δυνατόν να ενώνει κάποιος και να κολλά κάποιες σκέψεις του με κάποιες άλλες τόσο γρήγορα, ώστε όλα αυτά τα πράγματα να μην είχαν χρόνο να αναδυθούν. Και δεν χρησίμευε σε τίποτα να λέει το Άβε Μαρία, όπως μας έλεγαν στα Πνευματικά Γυμνάσματα, γιατί παρ’ ότι ήταν εύκολο τις πρώτες φορές που το έλεγε κάποιος να σκέφτεται τον άγγελο που ερχόταν και ανακοίνωνε στην Παρθένο ότι θα γινόταν η Μητέρα του Θεού και να νιώθει κάθε λέξη με μεγάλη ένταση, στη συνέχεια ήταν αδύνατο να σκέφτεται κανείς τα ίδια πράγματα σε κάθε Άβε Μαρία που έλεγε, γιατί έτσι, γιατί ήταν πολύ βαρετό να σκέφτεται τριάντα-σαράντα φορές τα ίδια πράγματα και έτσι ήταν πανεύκολο για το Δαιμόνιο να μας λυγίσει. Και ήταν τρομακτικό το πώς υπέφερε κανείς κάθε φορά παλεύοντας αδιάκοπα ενάντια στον πειρασμό και σκεφτόταν κάποιος μήπως ήταν καλύτερα να πεθάνει αμέσως μέσα στη χάρη του Θεού και να πάει στον παράδεισο όπου επιτέλους όλα αυτά τα βάσανα θα τελείωναν και το Δαιμόνιο δεν θα είχε πλέον καμία δύναμη. Και κάποιες άλλες φορές αναρωτιόταν κάποιος μήπως υπήρχαν τίποτα χαπάκια, ένα είδος ασπιρίνης ή Veramon, που να αποτρέπουν τους πειρασμούς. Και επιπλέον φαινόταν ότι ήταν άδικος ο Θεός γιατί δεν ήταν δικό μας το φταίξιμο που γεννηθήκαμε. Γιατί το να γεννιέσαι σημαίνει να ρισκάρεις να πας στην κόλαση για να καταφέρεις να πας στον παράδεισο και αν εμείς λέγαμε ότι, εντάξει, ρισκάρουμε να πάμε στην κόλαση, ώστε να έχουμε την πιθανότητα να πάμε στον παράδεισο, πολύ καλά, σε αυτή την περίπτωση ο Θεός με το δίκιο του να μας έστελνε στην κόλαση αν χάναμε, αλλά σε αντίθετη περίπτωση, όχι, γιατί ήταν σαν να μας έσπρωχναν σε έναν αγώνα όπου δεν είχαμε άλλη εναλλακτική επιλογή παρά να παίξουμε, και επιπλέον κανείς δεν ήξερε γιατί έφταιγε που αμάρτησαν ο Αδάμ και η Εύα, γιατί εκείνος δεν ήταν εκεί για να τους πει να μην φάνε το μήλο. Αλλά το να σκέφτεται κανείς αυτά τα πράγματα ήταν επίσης αμαρτία γιατί τα μυστήρια είναι πολύ πιο περίπλοκα απ’ όσο φαντάζεται κανείς, και αν το καλοσκεφτείς δεν ξέρει κανείς απολύτως τίποτα και ένας Θεός ξέρει πώς είναι τα πράγματα στ’ αλήθεια.

Γιατί ίσως σε ένα μόριο του σώματός μου να υπάρχουν πολλά άτομα και μέσα σε κάθε άτομο ηλεκτρόνια και πρωτόνια και μέσα σε κάθε ηλεκτρόνιο και κάθε πρωτόνιο άλλα ζουζούνια ακόμα πιο μικρά και μέσα σε αυτά άλλα και μέσα σε αυτά άλλοι κόσμοι σαν το δικό μας, με ουρανό και θάλασσες και καράβια και άντρες και γυναίκες και πολέμους και θρησκείες και τα πάντα ή, αν δεν είναι πράγματα ακριβώς όμοια με αυτά του δικού μας κόσμου, τουλάχιστον θα είναι πράγματα που ναι μεν εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε, αλλά που θα είναι παρόμοια. Και ίσως ο κόσμος στον οποίο ζούμε να μην είναι παρά ένα μέρος, ενός μέρους ενός μέρους ενός μέρους ενός μέρους ενός ηλεκτρονίου ενός ατόμου ενός μορίου μιας τρίχας ένας Θεός ξέρει ποιου γίγαντα ή τίποτα άλλου περίεργου που εμείς δεν μπορούμε να διανοηθούμε καν. Και ίσως αυτός ο γίγαντας ή ό,τι άλλο να μην είναι παρά ένας άντρας που ζει σε μια καλύβα σε ένα χωριό μιας περιοχής μιας επαρχίας μιας περιφέρειας ενός κράτους μιας ηπείρου ενός πλανήτη ενός πλανητικού συστήματος ενός σύμπαντος που είναι μέρος ενός ηλεκτρονίου ενός ατόμου ενός μορίου μιας άλλης τρίχας ενός άλλου γίγαντα, άπειρα τρισεκατομμύρια φορές πιο μεγάλου, και πάει λέγοντας μέχρι να μισοτρελαθεί κανείς από την τόση σκέψη. Γιατί είναι να τρελαίνεται κανείς αν σκέφτεται αυτά τα πράγματα, και μολονότι μπορεί να σκέφτεται ότι ίσως να είναι αλήθεια, δεν μπορεί να τα πιστέψει απόλυτα γιατί δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσο εξωφρενικά και τόσο μεγάλα πράγματα, αν και ένας Θεός ξέρει τι σκέφτονται οι μύγες για τους ανθρώπους, για παράδειγμα.

Και αν της κατέβαινε μιας μύγας ότι εκεί που καθόταν ήταν το σορτσάκι ενός ποδοσφαιριστή και ότι σε λίγα λεπτά ο ποδοσφαιριστής αυτός θα ερχόταν να το φορέσει για να παίξει σε έναν αγώνα της πρώτης εθνικής του ισπανικού πρωταθλήματος, και ότι υπάρχει άλλο πρωτάθλημα στην Αγγλία και άλλο στη Γερμανία και άλλο στην Ιταλία και έτσι σε όλα τα σημαντικά κράτη του κόσμου, θα της φαίνονταν όλα αυτά της μύγας απολύτως τρελά και υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα που είναι αδύνατο να σκεφτεί ποτέ μια μύγα, όπως είναι το διώνυμο του Νεύτωνα ή ο χημικός τύπος της νικοτίνης. Ένας Θεός ξέρει πόσα πράγματα υπάρχουν στα αλήθεια που εμείς δεν μπορούμε καν να φανταστούμε, πράγματα πολύ πιο παράξενα από την Αγία Τριάδα και που ίσως να συμβαίνουν αυτή τη στιγμή και εμείς, δίχως να το ξέρουμε, να αποτελούμε μέρος τους.

Και μπορεί να μην υπάρχει ούτε καν ο χρόνος και αυτή τη στιγμή ο Ερνάν Κορτές να μπαίνει στο Μεξικό ή ο Μωυσής να ζητάει από τον Θεό να ανοίξει την Ερυθρά Θάλασσα ή… ωχ, αυτό και αν είναι καταπληκτικό γιατί… ωχ, αυτή τη στιγμή ο Αδάμ και η Εύα τρώνε το μήλο και για έναν μυστήριο λόγο είναι σαν να τρώω και εγώ μαζί τους το μήλο κάθε φορά που αμαρτάνω και εγώ ο ίδιος –εγώ ο ίδιος– διαπράττω το προπατορικό αμάρτημα, και αυτό είναι εντυπωσιακό, και επιπλέον μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι ο κάθε άντρας που έχει υπάρξει και θα υπάρξει στον κόσμο είναι ο Αδάμ, και οι γυναίκες Εύες, και έτσι εξηγείται πλέον γιατί κάποιος είναι υπόλογος για το προπατορικό αμάρτημα… Αλλά αυτό ήταν πολύ μεγαλύτερο μπέρδεμα και στο τέλος δεν μπορούσε κάποιος να σκεφτεί σχεδόν και ήταν ανάλαφρο και δροσιστικό να ακούει κανείς τις πρόβες του αδελφού Ερμίδα στο πολύ γλυκό αρμόνιο που βρισκόταν στο βάθος, στο παρεκκλήσι, εκεί όπου όλα ήταν σκοτεινά, εκτός από μια κιτρινιάρικη λάμπα πάνω από το αρμόνιο, και φαινόταν ο αδελφός Ερμίδας να λικνίζεται πολύ αργά και η μουσική ήταν πάντα στις υψηλές νότες γεμάτη τρέμολα, και σκεφτόταν κάποιος πάντα την Παρθένο που ερχόταν μέσα από τα σύννεφα πλησιάζοντας με το μικρό Ιησού στην αγκαλιά της και χαμογελώντας πολύ καλοσυνάτη και πολύ όμορφη σαν να μας έλεγε πως θα πηγαίναμε σίγουρα στον παράδεισο. Και δεν ήξερε κάποιος πώς να την ευχαριστήσει για εκείνο το χαμόγελο και ήθελε να πολεμήσει και να πεθάνει για την Παρθένο που ήταν τόσο απαλή και τόσο ωραία και τόσο φτωχή. Και θα ήταν ευτυχής κάποιος αν όλοι οι άντρες κυνηγούσαν και σκότωναν για την Παρθένο αλλά εκείνη είχε μόνο έναν για να την υπερασπίζεται και αυτός θα έπρεπε πρώτα να δραπετεύσει μαζί της μέσα από το χιονισμένο δάσος, μέσα στο χειμώνα, και θα κρύβονταν και οι δυο τους σε μια σπηλιά και θα είχαν και πολλές άλλες περιπέτειες μέχρι που οι εχθροί στο τέλος θα τους έφταναν και θα πήγαιναν όλοι αλαλάζοντας να σκοτώσουν την Παρθένο και η Παρθένος θα στεκόταν πολύ ήρεμη και χλομή, στη μέση ενός λόφου δίχως δέντρα, γονατιστή, να προσεύχεται, και τότε εκείνος σχεδόν γυμνός και γεμάτος οργή και γενναιότητα, γιατί εκείνοι ήταν τόσοι και η Παρθένος ήταν μια γυναίκα μόνη και τόσο καλή και τόσο απαλή, θα ορμούσε εναντίον όλων εκείνων, και δίχως να γνωρίζει κανείς το πώς, θα τους σκότωνε όλους με μια αίσθηση ανείπωτης ευχαρίστησης καθώς θα τους έβλεπε να βγάζουν αίμα από το στόμα όπως οι ταύροι από το σπαθί του ταυρομάχου και να παραπαίουν επίσης όπως οι ταύροι και να σφαδάζουν όλοι και να υποφέρουν και να υποφέρουν περισσότερο και να πεθαίνουν αργά μην αντέχοντας πλέον τον πόνο· και παρ’ ότι εκείνος ήταν μέσα στα αίματα και είχε στο στόμα του μια αλμυρή γεύση αισθανόταν μια πρωτόγονη και λυσσασμένη χαρά πηγαίνοντας μέχρι εκεί που κείτονταν οι ετοιμοθάνατοι για να τους χώσει παλούκια στα μάτια μέχρι να βγει ένα κοκκινοπράσινο ζουμί και έτσι και ούρλιαζαν να τους χώνει την πυρωμένη αιχμή μιας σιδερένιας ράβδου βαθιά στο λαρύγγι, και να τους συστρέφει τα μπράτσα μέχρι να τους σπάσει τα κόκαλα και να τους σφίγγει σιγά σιγά το κεφάλι με ένα είδος μέγγενης μέχρι που ξαφνικά, κλακ!, θα έσπαγε σαν φουντούκι και τότε θα έβγαινε ένας χείμαρρος αίματος από τα αφτιά και από τα μάτια και από τις μύτες και από το στόμα τους και εκείνοι θα αγκάλιαζαν τα πόδια του κλαίγοντας και εκλιπαρώντας να μην τους βασανίζει άλλο και να μην τους σκοτώσει και εκείνος θα τους βασάνιζε και θα τους σκότωνε και θα τους έλεγε από πριν τα βασανιστήρια που θα τους έκανε και ότι θα τους σκότωνε, για να υποφέρουν ακόμα περισσότερο.

Και ξαφνικά συνειδητοποιούσε κάποιος ότι πονούσαν τα δόντια του επειδή έσφιγγε τα σαγόνια, και τα νύχια του επειδή ήταν καρφωμένα στη ράχη του μπροστινού στασιδιού. Και αισθανόταν σαν να είχε γεμίσει το κεφάλι του, από την πολλή σκέψη, με μικρά ζουζούνια σαν σκάγια που στριφογύριζαν πολύ γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που άφηναν αυλάκια που έβγαζαν καπνούς μέσα στο κεφάλι, και ήταν αδύνατο να το αντέξει κανείς και τα ζουζούνια στριφογύριζαν όλο και πιο γρήγορα και όλο και πιο πυρωμένα, και έτρεμε ολόκληρος γιατί φοβόταν μήπως πεθάνει, διαπράττοντας μάλιστα θανάσιμο αμάρτημα, γιατί αυτό έκανε εκείνη τη στιγμή, και πεθάνει και η μαμά του, που ήταν τόσο καλή, και ο μπαμπάς του και όλοι όσοι ζούσαν στο σπίτι, και όλα αυτά γιατί κάποιος είχε θελήσει να γνωρίσει και άλλα πράγματα στη ζωή και να κάνει μεγάλα νυχτερινά ταξίδια, κυρίως στα νησιά του Ειρηνικού, με ένα ολόγιομο φεγγάρι και έναν γαλάζιο, σχεδόν λιλά, ουρανό, σε μια μεγάλη παραλία με λευκά κύματα να σκάνε με ωραίο ήχο πάνω στην άμμο και τον αφρό να γλιστρά όλο και πιο αργά, παρασύροντας φλοιούς δέντρων, μέχρι τις ρίζες των κοκκοφοινίκων και εκείνος ξαπλωμένος εκεί κοντά, ανασαίνοντας πολύ αργά ανάμεσα σε ξερά χόρτα που μύριζαν πολύ ωραία, ολομόναχος με μουσική από μπάντζο, μια να δυναμώνει και μια να χάνεται στο βάθος, ανάμεσα στα δέντρα, και με αναμμένα χρωματιστά φαναράκια. Και ξαφνικά εμφανιζόταν μια νεαρή Χαβανέζα ολόγυμνη με μόνο ένα κολιέ από λευκά πολύ μεγάλα λουλούδια και άλλα δύο λευκά λουλούδια στο κεφάλι και στις δύο πλευρές του μετώπου και με πολύ λευκά δόντια, κατάλευκα, χαμογελαστή και με σώμα σφριγηλό και στιλπνό, και δίχως να πει τίποτα, ούτε μια λέξη, μόνο χαμογελώντας ξάπλωνε δίπλα του και εκείνος δεν έκανε τίποτα, μόνο της χάιδευε απαλά τα μαλλιά. Και καθόμασταν μαζί για πολλή ώρα, μέχρι που άρχιζε να ξημερώνει, και νιώθαμε μια ανείπωτη χαρά, και όλα τα πουλιά άρχιζαν να κελαηδούν, και περνούσαν κοπάδια πολύ μεγάλων πουλιών, σαν παγόνια, με μπλε ή κόκκινα ή κίτρινα απαστράπτοντα φτερά να λάμπουν στο φως του ήλιου που ανέτειλε πάνω από τη θάλασσα, και που σχεδόν σε τύφλωνε με τη λάμψη του. Και τότε εκείνος μισοκοιμισμένος αισθανόταν το χλιαρό μπράτσο της κοπέλας και τις παλάμες της που του έπιαναν το κεφάλι και έπειτα την ανάσα της και τα χείλη της που πλησίαζαν μισάνοιχτα με τα λευκά της δόντια πιο μέσα και στο κέντρο την τρεμάμενη γλώσσα της. Και δίχως να ξέρει το γιατί τον κυρίευε μια τρομερή σιχασιά για όλα εκείνα και ένιωθε να έχει πυρετό και είχε την αίσθηση ότι τσαλαβουτάει σε μια μπανιέρα γεμάτη πίσσα και τον έπιανε μια τρομερή αγωνία να δραπετεύσει, να δραπετεύσει…

Αλλά κυρίως κάποιος αισθανόταν πόνο για την ίδια του την αδυναμία, γιατί ποτέ δεν θα κατόρθωνε να νικήσει τον πειρασμό και ήταν μάταιο να προσεύχεται και να κάνει οτιδήποτε. Και αισθανόταν κάποιος τελείως ποταπός, σαν να ήταν γαϊδούρι ή γουρούνι ή άλλο κατώτερο ζώο. Και έβαζε κάποιος τα χέρια του πάνω στο κεφάλι και έκλαιγε, με τα μάτια του να καίνε από οργή για τη μιζέρια του, και ύστερα, όταν αυτή η πρώτη κρίση περνούσε, έκλαιγε με βαθύτατο καημό και πόνο, τόσο που τον έκανε να ανατριχιάζει και έτσι και ψηλάφιζε κανείς το σώμα του ένιωθε ότι δεν χτυπούσε σχεδόν η καρδιά του. Ήταν μεγάλη η στεναχώρια γιατί ο Θεός ήταν πολύ μακριά, γιατί δεν μας έβλεπε, ούτε μας άκουγε, ούτε που νοιαζόταν καθόλου αν τον αγαπούσαμε ούτε αν μέρα-νύχτα παλεύαμε ενάντια στο Δαιμόνιο. Μια μεγάλη κρύα σκιά εισχωρούσε πολύ αργά στην ψυχή του και ένιωθε τόσο μόνος και ξεχασμένος από τον Θεό, σχεδόν σαν ένα ακόμα πράγμα αυτού του κόσμου: σαν ένα σκουλήκι ή σαν ένα τραπέζι ή σαν ένα σύννεφο. Και σκεφτόταν και άλλα πράγματα, πράγματα πολύ πιο τρομερά που δεν μπορεί κανείς ούτε να τα γράψει, και κατέληγε να μισεί τον Θεό με όλη την οργή της ψυχής του αλλά ταυτόχρονα, μυστηριωδώς, να τον αγαπάει ακόμα περισσότερο, σαν να τον μισούσε επειδή τον αγαπούσε.

Και ξαφνικά, όταν δεν μπορούσε κάποιος να αντέξει άλλο, όταν πλέον αισθανόταν να τον καίει μέσα του η χαρά τού να παραδοθεί στο Δαιμόνιο, και αισθανόταν την, τόσο δύσκολο να εξηγήσει κανείς, απόλαυση του να βρίζει, να πληγώνει και να προσβάλλει αυτόν που όλοι αγαπούσαμε με τόσο πάθος, που αν ήμαστε βέβαιοι ότι Εκείνος μάς αγαπούσε θα είχαμε δώσει δίχως δισταγμό τη ζωή μας, εκείνη τη στιγμή ερχόταν η Παναγία Παρθένος Μαρία στο βάθος της ψυχής μας και έλεγε: «Ο Θεός σε αγαπάει». Και τότε ο κόσμος ολόκληρος άλλαζε και γέμιζε ευτυχία και ήταν σαν ένας μεγάλος γαλάζιος ουρανός να απλώνεται πάνω από όλα τα πράγματα, σαν να ήταν μόνιμα το πρωινό μιας ηλιόλουστης Κυριακής, μιας απέραντης, ατέλειωτης, ευτυχισμένης, ανοιξιάτικης Κυριακής, που δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις. Και έτσι συνέβη εκείνη τη φορά. Αισθάνθηκα το σώμα και την ψυχή μου να φουσκώνουν από χαρά και από απέραντη γαλήνη και από απέραντη αγάπη για όλα τα πράγματα. Και θα μου άρεσε να είχα τολμήσει να πω στον Πνευματικό Πατέρα που εξακολουθούσε να προσεύχεται δίπλα μου πόσο τον αγαπούσα, όπως και στον αδελφό Ερμίδα που εξακολουθούσε να παίζει απαλά αρμόνιο, και σε όλους τους φίλους και σε όλους όσοι ζούσαν στο σπίτι και σε όλους τους ανθρώπους και σε όλα τα ζώα και σε όλα τα πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο.

Και τότε άρχισε μια μεγάλη περίοδος ευτυχίας.

Όταν επέστρεψα στο σπίτι για το βραδινό βρήκα εκεί τα ξαδέλφια μου, που είχαν έρθει για τον αγώνα που θα γινόταν την επόμενη μέρα, και παντού ακούγονταν φωνές και φασαρία. Είχε έρθει επίσης ο θείος Αρτούρο και άλλοι φίλοι του μπαμπά, και όλοι οι άντρες ήταν καθισμένοι κοντά στο τζάκι, καπνίζοντας και πίνοντας κονιάκ με σόδα. Μου είπαν να καθίσω μαζί τους και με ρώτησαν πώς μου φαινόταν η σύνθεση των δύο ομάδων –κυρίως της Εσπόρτινγκ– και τι λέγανε στο σχολείο για τη φυσική κατάσταση κάποιων παικτών.

«Γιατί εγώ πιστεύω», είπε ένας από τους φίλους του μπαμπά, «ότι σε όλη την Ισπανία δεν υπάρχει μέρος που να ξέρουν καλύτερα το ποδόσφαιρο από ένα κολέγιο Ιησουιτών καλόγερων».

«Και έβγαλαν και μεγάλους ποδοσφαιριστές».

Και έπειτα όλοι μαζί αρχίσαμε να απαριθμούμε ποιοι καλοί ποδοσφαιριστές είχαν βγει από τους Ιησουίτες, και ήταν πάρα πολλοί, κυρίως στην Ατλέτικ του Μπιλμπάο. Εγώ ήμουν τόσο ευτυχής όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχα στα σοβαρά σε μια συζήτηση ανδρών, και τι ωραίο που ήταν να βρίσκεσαι ανάμεσά τους, ακούγοντάς τους να μιλούν τόσο ήρεμα, με τέτοια σιγουριά, γελώντας μόνο με τα πράγματα που ήταν πράγματι χαριτωμένα, δίχως να πηδάνε βλακωδώς από το ένα θέμα στο άλλο, όπως τα παιδάκια, ούτε να αρχίζουν να φωνάζουν όλοι μαζί και να λένε χαζομάρες όπως οι γυναίκες! Αλλά κυρίως μου άρεσε που ήμουν εκεί, καθισμένος δίπλα στον μπαμπά, βλέποντας τις φλόγες στο τζάκι να αντανακλώνται στα ποτήρια και στο μπουκάλι του κονιάκ και της σόδας, και όλους τους άντρες μέσα στον γαλαζωπό καπνό των αναμμένων τους τσιγάρων.

Και καθώς ήταν εκεί ένας φίλος του μπαμπά, που ήταν παράγοντας της Εσπόρτινγκ, με ρώτησε για τον Κολούμπι, ένα παιδί από την Αργεντινή με το οποίο πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο, αλλά εκείνο ήταν πολύ πιο μεγάλο από εμένα, πήγαινε ήδη στην έκτη γυμνασίου, που ήταν καταπληκτικός ποδοσφαιριστής και θα τον δοκίμαζαν στο εφηβικό της Εσπόρτινγκ και, αν πήγαινε καλά, μέσα σε δύο χρόνια θα έπαιζε στην πρώτη ομάδα. Εγώ τους είπα ότι σε λίγες μέρες θα έπαιζε η ομάδα του σχολείου μας κόντρα σε εκείνη του δημόσιου γυμνασίου και ότι θα έπαιζε και ο Κολούμπι. Τότε ο παράγοντας είπε ότι θα πήγαινε να δει τον αγώνα με τον προπονητή της Εσπόρτινγκ και μου ζήτησε, αν δεν με πείραζε, να τους σύστηνα τον Κολούμπι, γιατί ήθελαν να μιλήσουν μαζί του, σε περίπτωση που τους άρεσε. Εμένα με έκανε ευτυχισμένο η ιδέα να συμβάλω με κάποιο τρόπο στο να παίξει ο Κολούμπι στην Εσπόρτινγκ και έδωσα τη συγκατάθεσή μου, αυτό έλειπε. Έλαμπα από ευτυχία.

Έπειτα άρχισαν να θυμούνται παλιές ποδοσφαιρικές ιστορίες και το γλέντι που είχαν ρίξει ο πατέρας μου και όλοι οι άλλοι μια φορά που είχαν πάει στο Σανταντέρ στον αγώνα μπαράζ ανάμεσα στην Εθνική της Αστούριας και σε εκείνη της Χώρας των Βάσκων. Εκεί είχαν αρχίσει να ανάβουν τα αίματα όταν λογομάχησαν με κάτι Βάσκους από το Μπιλμπάο και ύστερα από τον αγώνα τούς πρότειναν να παίξουν τη ρεβάνς στο σκάκι, και έτσι πήγαν παίζοντας παρτίδες σκάκι μέχρι το Μπιλμπάο, και ύστερα μέχρι το Σαν Σεμπαστιάν και κατέληξαν όλοι μαζί στο Μπιαρίτζ, δίχως καν να ειδοποιήσουν στα σπίτια τους και δίχως γαλλικά φράγκα για να πληρώσουν το ξενοδοχείο.

Και όλοι γέλασαν όταν θυμήθηκαν τις περιπέτειες στο Μπιαρίτζ, όπου τους πέρασαν για συνοδούς του Πρίγκιπα της Ουαλίας, που βρισκόταν τότε εκεί, και όπου ένα βράδυ σε μια φιέστα στο καζίνο ο πατέρας μου και οι υπόλοιποι φίλοι του ανέβηκαν στο μέρος που έπαιζε η ορχήστρα και αφού ανάγκασαν τους μουσικούς να σταματήσουν, άρχισαν να τραγουδούν. Όλοι έβαλαν τα γέλια όταν το θυμήθηκαν, και τότε ο θείος Αρτούρο είπε: «Αυτό δεν ήταν;» και σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και με ένα ποτήρι κονιάκ στο αριστερό χέρι και το δεξί στην καρδιά σαν ιταλός τενόρος άρχισε να τραγουδάει με πολύ απαλή φωνή γέρνοντας το κορμί του προς τα εμπρός:

Άνοιξε την πόρτα μικρούλα γιατί κρυώνω, γιατί παγώνω,
είμαι καπετάνιος σ’ ένα πλοίο που ’χασε το δρόμο…


«Έχασε το δρόμο ή πήγε στον πάτο μόνο;», ρώτησε ο μπαμπάς.

«Εμείς λέγαμε έχασε το δρόμο», απάντησε ο θείος Αρτούρο, «εμένα έτσι μου το έμαθε η υπηρέτρια».

«Τότε καμία αντίρρηση», είπε κάποιος άλλος.

«Ποιος θυμάται τι τραγουδήσαμε μετά;», ξαναρώτησε ο θείος Αρτούρο.

«Σάντος Ντουμόντ», απάντησε ο πατέρας μου.

Και ξαφνικά σηκώθηκαν όλοι από τις πολυθρόνες τους με ένα ποτήρι κονιάκ στο ένα χέρι και το άλλο στην καρδιά, όπως ο θείος Αρτούρο και τραγούδησαν το:

Ο Σάντος Ντουμόντ ένα αερόστατο έφτιαξε
και μόνος σ’ όλο τον κόσμο θέλει να πει πως πέταξε…


Σηκώθηκα και εγώ να τραγουδήσω και ο θείος Αρτούρο είπε:

«Πρέπει να δώσουμε καύσιμα και στο παιδί».

Και ο μπαμπάς μου γέλασε, και ο θείος Αρτούρο πήρε ένα ποτήρι, έβαλε κονιάκ με σόδα και μου το έδωσε με μια υπόκλιση, λέγοντάς μου:

«Είσαι πια άντρας».

Και έπειτα αρχίσαμε όλοι μαζί να τραγουδάμε ξανά:

Ο Σάντος Ντουμόντ ένα αερόστατο έφτιαξε
και μόνος σ’ όλο τον κόσμο θέλει να πει πως πέταξε…


Και εκείνη τη στιγμή μπήκαν στο δωμάτιο η μαμά και η θεία Ονορίνα και η μαμά είπε:

«Μην δίνετε κονιάκ στο παιδί».

«Τραγουδήστε, κυρίες μου, μαζί μας», είπε ο μπαμπάς, και σχεδόν με τη βία έκαναν τη μαμά και τη θεία Ονορίνα να σιγοντάρουν και τους έβαλαν επίσης κονιάκ με σόδα.

«Όχι, προς Θεού, όχι», διαμαρτυρήθηκαν οι κυρίες, και έπειτα: «Καλά, καλά, φτάνει, όχι άλλο, γιατί μετά θα μας ανέβει στο κεφάλι».

Παρ’ όλα αυτά η μαμά και η θεία Ονορίνα άρχισαν και εκείνες να γελούν και να λένε «Έχετε γίνει νούμερα», και ο μπαμπάς έβαλε το χέρι του γύρω από τη μέση της μαμάς και ο θείος Αρτούρο έκανε το ίδιο με τη θεία Ονορίνα και οι υπόλοιποι άντρες άρχισαν να δυσανασχετούν και να λένε «Αυτό δεν είναι δίκαιο», και γέλαγαν όλοι μαζί. Και έπειτα, όλοι μαζί, συνέχισαν το τραγούδι:

Καθισμένος στο καλάθι του πηγαίνει…

Και τότε εμφανίστηκε η Ολβίδο, η υπηρέτρια, και είπε:

«Έτοιμο το δείπνο», και άνοιξε την πόρτα της τραπεζαρίας.

Και τότε εμφανίστηκε το τραπέζι με το καλό σερβίτσιο και τις κολλαρισμένες πετσέτες –όπως στα επίσημα γεύματα– και τα αναμμένα κηροπήγια. Και μπήκαν στην τραπεζαρία για το δείπνο όλα τα ξαδέλφια –ο Αλμπέρτο, ο Χοσέ, η Πίλι και η Νένα– που είχαν πάει για ντους ή για να πλύνουν τα χέρια τους, και άρχισαν να γελάνε μαζί μας και να χειροκροτούν.

«Πρέπει να σβήσουμε τα φώτα για να δούμε το εφέ», είπε ο θείος Αρτούρο.

Και η Ολβίδο, που ήταν στην πόρτα, κλαίγοντας σχεδόν από τα γέλια και μισοκαλύπτοντας το πρόσωπο με το μαντίλι της, έσβησε τα φώτα. Και απέμεινε τότε μόνο η φεγγοβολιά από το τζάκι στο σαλόνι και στο βάθος, στην τραπεζαρία, τα δέκα κεριά από τα κηροπήγια, από πέντε στα δύο άκρα του τραπεζιού, και το αντιφέγγισμα από τα ποτήρια και τα μαχαιροπήρουνα και τα πιάτα και τα βάζα με τα λουλούδια.

«Άριστα στις κυρίες», είπε ένας από τους προσκεκλημένους, και η μαμά είπε:

«Τα φαινόμενα απατούν, τίποτα δεν είναι αξίας».

«Κυρία μου, η τέχνη δεν είναι ζήτημα χρημάτων».

Και τότε εγώ αισθάνθηκα μέσα μου μια ευτυχία τόσο μεγάλη, που έτρεμε όλο μου το κορμί και γελούσα δίχως να ξέρω το γιατί. Αισθανόμουν να με κατακλύζει η χάρη του Θεού, να είμαι σε αρμονία μαζί Του και όλα τα άτομα που αγαπούσα περισσότερο να είναι μονιασμένα και ευτυχισμένα δίπλα μου και θα μου άρεσε να σταματούσε ο κόσμος εκείνη τη στιγμή και να μην περνούσε άλλο ο χρόνος και εκείνες οι στιγμές να κράταγαν για πάντα. Αλλά δεν ήθελα ούτε αυτό. Γιατί αύριο θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα μια μέρα ακόμα πιο χαρούμενη, ακόμα πιο ευτυχισμένη και κατά πάσα πιθανότητα θα συνέβαιναν μεγάλα πράγματα που κανείς δεν μπορούσε ούτε καν να ονειρευτεί εκείνη τη στιγμή.

«Εμπρός για το συμπόσιο του Βαλτάσαρ», είπε ο μπαμπάς και όλοι μας αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς την τραπεζαρία.

Όλοι μιλούσαν και γελούσαν ταυτόχρονα και ο θείος Αρτούρο μπήκε μπροστά λες και ήταν ο διοικητής του στρατεύματος και βάλθηκε να τραγουδάει τη συνέχεια του Σάντος Ντουμόντ:

κατέβα, Σάντος Ντουμόντ,
έι χοπ,
γιατί σε περιμένει εδώ
μια επιτροπή από το χωριό

Και όλοι οι υπόλοιποι, βάζοντας την παλάμη μας για γείσο και κοιτάζοντας προς τα κάτω σαν να ήμαστε στο καλάθι του αερόστατου, μπήκαμε στην τραπεζαρία τραγουδώντας:

Ας πάει όπου θέλει
εγώ δεν κατεβαίνω,
και στο βράχο
του Γιβραλτάρ πηγαίνω,

την ίδια στιγμή που τα ξαδέλφια μου φώναζαν, χειροκροτούσαν και γελούσαν με τρελό κέφι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: