________
Για την «Έι και το ερωτοχτάποδο» βλ. και εδώ
_________
Η Έι, η γήινη «θεά» με τα κίτρινα μαλλιά, τα μακριά άκρα και το μεγάλο κόκκινο στόμα, ξαπλωμένη νωχελικά στον αμμώδη βυθό της κολεκτίβας των γαλάζιων μεδουσών, αφηνόταν στις νανουριστικές μαλάξεις των δροσερών ρευμάτων του ωκεανού. Δίπλα της, η Άννα η ζαργάνα δεν έλεγε να βάλει γλώσσα μέσα της: «Δύο είναι τα πράγματα που είναι αδύνατον να συμβούν, να πάρει τη γιούρολιγκ ο πρώτος της κανονικής περιόδου και να στεριώσει επανασύνδεση με πρώην».
Η Έι χωρίς να στρέψει το βλέμμα της προς την Άννα, είπε, πιάνοντας το υπονοούμενο: «Δεν ήταν πρώην, Άννα, ήταν το Ερωτοχτάποδο με Ε κεφαλαίο».
«Ο τύπος, Έι, ήταν μια κινούμενη πλοκαμένια red flag ή καλύτερα μια κολυμπούσα πλοκαμένια red flag», είπε η Άννα, χτυπώντας την ουρά της για να δώσει έμφαση. «Σαν τώρα θυμάμαι, που με τραβολόγαγες μαζί σου κάθε Πέμπτη στις 20.00, να ξεροσταλιάζω στο σαλόνι του Δρος Σμέρνου, Ψυχαναλυτή-Ψυχιάτρου, μέχρι να συνειδητοποιήσεις τη συνεξάρτησή σου από τα πλοκάμια του».
Η Έι κατάλαβε ότι η Άννα είχε πιάσει πάλι το αγαπημένο της βιολί: την αποδόμηση της σχέσης της με το ερωτοχτάποδο, άλλως πλοκαμένια red flag, Ρρρρκγγξξ, κατά τον χταποδόκοσμο… Τελικά ο τύπος είχε περισσότερα ονόματα και από σημαίνον στέλεχος της κεφαλοποδίτικης μαφίας που λυμαινόταν τη Θάλασσα των Σαργασσών. Σκέφτηκε προς στιγμή αν έπρεπε να της αποκαλύψει τα φρεσκότατα σημεροπρωινά νέα αυτού του πολυκύμαντου ρομάντζου, αλλά, για καλή της τύχη, διέκοψε τους συλλογισμούς της (και τη λογόρροια της ζαργάνας) μια ομήγυρη από θορυβώδη σαλάχια που ήρθε να πιάσει τις διπλανές ξαπλώστρες.
Τη διέκοψε για λίγο, μην φανταστείτε τίποτα μακρόχρονο, γιατί πέντε λεπτά αργότερα, η Άννα συνέχιζε απτόητη από εκεί που είχε σταματήσει: «Θα ξεχάσω εγώ που εξαφανίστηκε μια ωραία πρωία χωρίς να αφήσει, έστω, λίγα λόγια σε πλαστικοποιημένο σημείωμα; Εσύ, βέβαια, θα τον υποστηρίξεις. Είσαι ικανή να μας πεις ότι δεν βρήκε μελάνι! Αλλά, τι τα θες; Τα ίδια δεν έκανε κι ο Μπάμπης ο ιππόκαμπος όταν έμαθε ότι η σύντροφός του έτρωγε κρυφά γοργονίες; Σοκ και δέος!», αναφώνησε η Άννα, αναδεύοντας νευρικά τα βράγχιά της και χαμηλώνοντας ταυτόχρονα τα γυαλιά ηλίου της, για να κοζάρει καλύτερα το μουσάτο σαλάχι που στεκόταν κουνώντας επιβλητικά τα πτερύγιά του σε περίοπτο σημείο του μπαρ «Το Ναυάγιο», το πιο χοτ στέκι της κολεκτίβας των γαλάζιων μεδουσών.
Η Έι μισούσε αυτό το σ’ τα έλεγα εγώ της θαλάσσιας φιλενάδας της, αλλά και τι να πει; Ένα κάποιο δίκιο το είχε…
Έχετε ακούσει τη φράση «Τα πράγματα που πάνε άσχημα μπορεί να πάνε και καραχειρότερα»; Μάλλον όχι καθότι μόλις την εφηύρε το λαμπρό συγγραφικό ντουέτο, γιατί ακριβώς αυτό συμβαίνει στην Έι που μονολογεί Ωχ, αυτή μας έλειπε τώρα, όταν αντιλαμβάνεται την Τάνια την καραβίδα να πλησιάζει. Δεν χρησίμευε σε τίποτα πλέον να καμωθεί ότι δεν την είχε δει. Η Τάνια με τα βαμμένα –πάντα σε φλούο χρώματα– νύχια της ερχόταν σαν σίφουνας, έτοιμη να πάρει μέρος στη συζήτηση, παρότι δεν την είχε προσκαλέσει κανείς. Το καρέ θα το συμπλήρωνε, θυμηθείτε τη ρήση περί του καραχειρότερα, η Φρύνη, η μπαργουμάνα αφρικανική κιχλίδα, που προσπαθούσε, πίσω από την μπάρα, να βγάλει από τα λέπια της το γκλίτερ που είχε βάλει το προηγούμενο βράδυ και έσπευδε προς το ετερόκλητο τρίο δήθεν για να πάρει παραγγελία.
«Η Τάνια δεν θα κάτσει μαζί μας», φρόντισε να την κόψει απότομα η Έι, την ώρα που η Φρύνη ετοιμαζόταν να ξεστομίσει τη γνωστή ατάκα της: «Διψάνε τα κορίτσια;». Η Τάνια, από την πλευρά της ούτε που πτοήθηκε (θα λέγαμε το κλασικό «δεν ίδρωσε το αφτί της» αλλά η συγγραφική ομάδα αγνοεί και το αν οι καραβίδες έχουν αφτιά και το αν ιδρώνουν), παρά απευθυνόμενη στην Έι, τη ρώτησε με τη γνωστή αμετροέπειά της:
«Είναι αλήθεια ότι σου έστειλε dm στο ίνστα ο χταποδοακατανόμαστος;».
Να κι άλλο προσωνύμιο, σκέφτηκε η Έι, ενόσω κέρδιζε χρόνο για την απάντησή της. Ψέλλισε κάτι για τον διακόπτη του θερμοσίφωνα, που τάχα μου τον είχε ξεχάσει αναμμένο, αλλά οι φίλες της ήταν παλιές θαλασσοκαραβάνες και δεν χαμπάριαζαν από τέτοιους βυθοελιγμούς. Η Άννα στο άκουσμα του dm, σηκώθηκε απ’ την ξαπλώστρα της με τέτοιο πάταγο, που τα τυρκουάζ καβούρια που έπαιζαν τάβλι παραδίπλα, τίναξαν απ’ την τρομάρα τους τα –φτιαγμένα από ρύγχος ξιφία– πούλια τους στον αέρα, εεεε στο νερό.
«Ε, θα γίνει το σύστριγγλο σήμερα. Σου έστειλε dm και ΔΕΝ μου το είπες;;;». Από τις φωνές της η Άντζελα το αγγελόψαρο, η πιο γνωστή pilates instructor του βυθού, έχασε την ισορροπία της, ενώ έκανε σανίδα (το γνωστό planking ντε). Έτσι, δεν κατάφερε για μια ακόμα φορά να σπάσει το ρεκόρ της Ντόνατζιν Γουάιλντ. «ΕΓΩ φταίω, ΕΓΩ», συνέχισε η Άννα, «που ερχόμουν να σε σηκώνω από τον καναπέ σου, κάθε φορά που βούλιαζες εκεί επί ώρες, τρώγοντας παγωτό θαλάσσια ανεμώνη και βλέποντας Τα πλοκάμια του έρωτα… Αλλά, όπου και να κοιτάξω γύρω μου, παντού αχαριστία…».
780 λέξεις ακατάσχετης πολυλογίας και επίδειξης αμφιβόλου ποιότητας χιούμορ αργότερα, η συγγραφική ομάδα αποφασίζει, ως πανταχού παρών και τα πάντα γνωρίζων εξωδιηγητικός αφηγητής που είναι, να εγκαταλείψει, προς ώρας, την κολεκτίβα των γαλάζιων μεδουσών (αφήνοντας το αναγνωστικό κοινό, που εκείνη φαντάζεται πολυάριθμο, με την αγωνία για το περιεχόμενο του dm) για να μεταφερθεί 1.140 ναυτικά μίλια δυτικότερα, στο θαλάμι του ερωτοχτάποδου, και πιο συγκεκριμένα στην αυλή του, την ώρα που εκείνο βάζει τη μεσημεριανή ενυδατική κρέμα στις βεντούζες του (μερικές συνήθειες μένουν αξεπέραστες στον χρόνο). Έχει παραδώσει μόλις στις Ναυτικές Εκδόσεις Σαχαλίνης τη μετάφραση στα χταποδίσια των Ιστοριών των κρονόπιο και των φάμα, ύστερα από δύο χρόνια καθημερινής πολύωρης εργασίας, και ετοιμάζεται επιτέλους να αφεθεί στην αγαπημένη του ενασχόληση, που δεν είναι άλλη από την κεραμική με φυσικά υλικά της τάφρου του Πουέρτο Ρίκο – εκεί έβρισκε την πνευματική του γαλήνη. Έτσι, τη στιγμή αυτή που σας περιγράφουμε, κρατά στο ένα του πλοκάμι έναν κοχλία-ραδιόφωνο και λικνίζεται απαλά στους ρυθμούς της άσιντ βυθοτζάζ, ενώ άλλα δύο πλοκάμια του πλάθουν μια κούπα τσαγιού. Αφού ασχολήθηκε μπόλικη ώρα μ’ αυτό, μπήκε στη θαλασσοντουζιέρα για να αφαιρέσει τα υπολείμματα πηλού από τα πλοκάμια του και να σενιαριστεί για το ραντεβού με την παρέα του στην αναγνωστική λέσχη «Κάτι ναυαγισμένοι λογοτέχνες», ένα μπαρ-κομμούνα στα τρισέγκατα της Τρύπας του Μαύρου Κοραλλιού.
Κάνα δυο ώρες αργότερα, κι αφού γέμισε με θαλασσόνερο τα βράγχια του και ξεφύσησε νταλκά με εσάνς από ιώδιο, αφαίρεσε την κουκούλα του φούτερ του και μπήκε στη λέσχη/μπαρ-κομμούνα/καταγώγιο. Η Μαίρη η ροφίνα, αστέρι του ντραγκ σόου, καθόταν στο αγαπημένο τραπέζι της, παρέα με τον Φοίβο το καλκάνι. Φανατική συλλέκτρια σελίδων ημερολογίων ανεκπλήρωτων ερώτων, μόλις τον αντίκρισε τον ρώτησε δίχως να χάσει χρόνο: «Επικοινώνησες, ρε μυξιάρικο κεφαλόποδο, μαζί της;;!!». Γαμώτο, παρότι κεφαλόποδο δεν το ’χω με το θόλωμα των νερών, μονολόγησε αμήχανος ο οχτάπους μεταφραστής: «Ένα dm μόνο. Ούτε θαυμαστικά, ούτε εμότζι». Ο Φοίβος, που ήταν μεγάλο αλάνι όπως κάθε καλό καλκάνι (καταφεύγει σε αχρείαστα στιχάκια το συγγραφικό δίδυμο), και συμπαθούσε πολύ μα πάρα πολύ την Έι, είπε χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από Το πράσινο σπίτι του Βάργκας Λιόσα: «Έκανες ghosting σ’ ένα πλάσμα σαν την Έι και βαυκαλίζεσαι ότι ένα dm θα λύσει το πρόβλημα;».
Ξέρουμε ότι το έχουμε παρακάνει μ’ αυτό το dm που όλοι και όλες το μνημονεύουν αλλά κανείς δεν το αποκαλύπτει… Καλά λοιπόν, θα σας αφήσουμε να ρίξετε μια λοξή ματιά στην οθόνη, αφού δεν κρατιέστε. Για την ακρίβεια στις οθόνες, αφού τόσο η Έι όσο και το ερωτοχτάποδο, απομονωμένοι και οι δυο τους για λίγο από τις θορυβώδεις και επεμβατικές παρέες τους, τις κοιτάνε ταυτόχρονα (πλασμένοι;) με μάτια υγρά, όχι μόνο λόγω του θαλάσσιου περιβάλλοντος: «Θυμάσαι την πρώτη φορά που σου είπα ότι σ’ αγαπάω; Ήμουν τόσο συγκινημένος που από την ταραχή μού έφυγε λίγο μελάνι. Θόλωσα τα νερά κι εσύ έμεινες να αιωρείσαι εκεί, ανάμεσα σε έρωτα, μελάνι και απέραντο υγρό στοιχείο. Ή τότε, στο Μεταίχμιο, που μπερδεύτηκες στα πλοκάμια μου και πέσαμε από εκείνη τη μεσοωκεάνια ράχη με τις σγουρομάλλες πεταλίδες και γελούσαμε σαν παπαγαλόψαρα; Μου λείπεις».
Χαρήκατε, ω εσείς απανταχού αιθεροβάμονες; Αυτό σημαίνει ότι δεν έχετε διαβάσει το πρώτο βιβλίο, γιατί τότε θα ξέρατε ότι το χταπόδι μας δεν είναι δα και τέρας αποφασιστικότητας. Το χταπόδι αυτό είναι άνω… θαλασσών. Για να στείλει το πολυθρύλητο dm, χρειάστηκε η πιεστική παραίνεση του καλού του φίλου, του θεού της θάλασσας, του Βασιλικού Δράκου, του Αλμυρογέννητου ντε! (Παίδες, ο Ποσειδώνας έχει παφθεί από τα καθήκοντά του, μετά τον τελευταίο ανασχηματισμό του Δία). Ο Αλμυρογέννητος, που λέτε, ήταν λάτρης των ταινιών του Αλμοδόβαρ και γούσταρε τρελά να τις σχολιάζει με το ερωτοχτάποδο, το οποίο τον φώναζε χαϊδευτικά Άλμυ.
Ο Άλμυ, λοιπόν, είχε ψυχανεμιστεί εδώ και καιρό τι θαλασσοζόρια τραβάει ο πλοκαμένιος φίλος του. Έτσι, σήμερα, πρωί πρωί, για να τον κάνει να νιώσει πιο άνετα και να του ανοίξει τα εσώψυχά του, μεταμορφώθηκε σε τεράστιο φουσκωτό φλαμίνγκο, και το ερωτοχτάποδο ξάπλωσε πάνω του. Ο Άλμυ είπε: «Ρρρρκγγξξ, darling, εξήγησέ μου γιατί, όποτε πλησιάζει μια συναισθηματική κορύφωση, εσύ γίνεσαι θαλάσσιος μπουχός». Το ερωτοχτάποδο αναστέναξε, χαϊδεύοντας μερικές βεντούζες του, που είχαν ξεραθεί από το overthinking. «Δεν το κάνω επίτηδες. Αλλά νιώθω ένα πνίξιμο εδώ», είπε δείχνοντας τη μια του καρδιά και «μια μαυρίλα εδώ», συνέχισε δείχνοντας τις άλλες δύο καρδιές του. «Τι να κάνεις κι εσύ, χρυσό μου;», είπε ο Άλμυ. «Και οι τρεις σου καρδιές είναι τριπλοτυλιγμένες με τραύματα, φύκια και δυσεπίλυτα οικογενειακά σχήματα. Έχεις αυτό που λέμε… προσκόλληση αποφυγής. Μόλις κατάλαβες τη δύναμη των συναισθημάτων σου για εκείνη, άφησες το μυαλό σου να φωνάζει: φύγεεεεεεεεεεεεεε κι εσύ σαν υπάκουο και λιπόψυχο κεφαλόποδο, την πλοκαμοέκανες. Μην το παίρνεις κατατρίκαρδα… χρειάζεσαι χρόνο, αγκαλιές κι έναν θεραπευτή με άδεια κατάδυσης και στις τρεις καρδιές σου», είπε και, παίρνοντας βαθιά ανάσα, φούσκωσε ακόμα περισσότερο το φλαμινγκένιο του σώμα, κάνοντάς το πιο αναπαυτικό.
Ωστόσο, βλέποντας τον φίλο του να μην λέει να σπάσει τα δεσμά της αναποφασιστικότητάς του, του είπε με τόνο πιο αυστηρό: «Ρρρρκγγξξ, έχεις μπερδέψει τα μπούτια… εεεε, τα πλοκάμια σου. Αποφάσισε, ή θα βουτήξεις επιτέλους σ’ αυτό που το λένε αγάπη (τι είν’ αυτό, τι είν’ αυτό; ♪ ♫ ♬♫♫) ή θα μείνεις να πλάθεις κούπες μέχρι το Σαν Χουάν να πάψει να είναι η πρωτεύουσα του Πουέρτο Ρίκο». Έπειτα, έπιασε το Evian σε μορφή σπρέι, ψεκάστηκε, έγινε πάλι Δράκος και είπε, σε ήρεμο αυτή τη φορά τόνο: «βεντουζοβασανισμένο μου πλάσμα, μπορεί να έχεις τρεις καρδιές, αλλά δεν θα τις κουμαντάρεις ποτέ αν εξακολουθείς να τις σπρώχνεις όλες μαζί κάτω απ’ την ίδια αχιβάδα [σ.σ. αυτή είναι η υποθαλάσσια εκδοχή της γνωστής γήινης φράσης «κρύβω τα προβλήματα κάτω από το χαλί»]. Άσ’ τες να νιώσουν, να πονέσουν και να σχεδιάσουν το ξανασμίξιμο. Στείλε επιτέλους αυτό το τιμημένο dm που σβήνεις και γράφεις εδώ και τόσο καιρό, θα είναι μια καλή αρχή», τόνισε με έμφαση κι έκλεισε πονηρά το μάτι. «Άντε, στείλ’ το κι έλα να δούμε το Όλα για τη μητέρα μου και να πιούμε κάνα κοκτελάκι με ρούμι, φύκια και γλίτσα χελιού γιατί στέγνωσε το λαρύγγι μου».
Τώρα ξέρετε και τι προηγήθηκε της αποστολής του dm και το ίδιο το dm. Αυτό που καμία, κανείς, κανένα δεν γνωρίζει ακόμη είναι το τι θα γίνει παρακάτω, αλλά γι’ αυτό διαβάζετε αυτό το προικισμένο από τις Μούσες συγγραφικό δίδυμο. Το ψυχαναλυόμενο κεφαλόποδο και η ασφυκτικά πρεσαρισμένη από τις φίλες της κιτρινομαλλούσα γήινη δεν το έχουν πάρει ακόμη απόφαση, αλλά ξέρουν ότι θα την κάνουν ξανά την «κουτουράδα».
Η Έι δύο ώρες και τρεις μαργαρίτες ποσειδωνία αργότερα, χόρευε στο μπαρ «Το Ναυάγιο» με βλέμμα έχω αποφασίσει τι να αποφασίσω; Η Άννα, η Τάνια και η Φρύνη, που δεν την άφηναν ούτε στιγμή ήσυχη, οργάνωσαν ένα poll στο insta για το αν έπρεπε να απαντήσει στο dm. Και πριν προλάβουν να πάρουν το αποτέλεσμα του poll, βλέπουν ξαφνικά τον Βικέντιο τον ιππόκαμπο (παλιό κρας της Φρύνης), με το ταχυδρομικό του σακίδιο. Είπε το προβλέψιμο (φανταστείτε το με φωνή ραγισμένη από συγκίνηση): «οι επιστολές είναι ιερές, είναι φορείς των εσώψυχών μας», βγάζοντας κάτι γαργαλιστικούς ήχους από τη συγκίνησή του. Δεν σκόπευε να φύγει αν η Έι δεν άνοιγε γράμμα με την ένδειξη ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ (ε και για να δει και λίγο τη Φρύνη, ήταν ακόμη τσιμπημένος μαζί της). Η Έι δεν άνοιξε τον φάκελο, τον έσκισε από την ταραχή της και βρήκε μέσα μια κάρτα μέλους της Λέσχης «Κάτι ναυαγισμένοι λογοτέχνες» κι ένα μπιλιέτο, που τη γλύτωσε φτηνά από το σκίσιμο, με τον γραφικό χαρακτήρα του ερωτοχτάποδου: «Όχι, δεν θα τα πάρουμε όλα από την αρχή, αλλά από τη μέση, από εκεί που τα αφήσαμε. Εκεί είναι τα καλά. Έλα». «Α, καλά», είπε η Άννα. «Αυτός πήρε εξαφανιζόλ τόσο καιρό και τώρα κάνει ντου από παντ…», αλλά πριν προλάβει να αποσώσει τη φράση της είδε τον Ρρρρκγγξξ να εμφανίζεται από το πουθενά (στην πραγματικότητα τον είχε φέρει η ταξιτζού μουρμούρα με το νέο της πυραυλοκίνητο όχημα), να πλησιάζει την Έι (τελικά, η ψυχοθεραπεία κάνει και θαλάσσια θαύματα) και να της ψιθυρίζει: «Δεν με πνίγουν τα συναισθήματά μου για σένα… με πνίγει μόνο που δεν σε αγκαλιάζω μ’ όλα μου τα πλοκάμια. Δεν άντεχα να περιμένω». Η Έι τον κοίταξε βαθιά, τόσο που οι τριπλοκομποδεμένες καρδιές του, έπιασαν σιγά σιγά να ξετυλίγονται. Η Φρύνη άρχισε να ουρλιάζει όλο χαρά «Μύκονοςςςςςςςςς» (δεν ξέρουμε πώς της ήρθε, μάλλον επειδή εκεί είχε περάσει τις καλύτερες διακοπές της με τον Βικέντιο), η Άννα προσποιήθηκε ότι δήθεν λιποθυμάει πάνω στο μουσάτο σαλάχι και η Τάνια έκανε livestream. Ο Άλμυ μεταμφιεσμένος σε σούσι, καθόταν στη γωνία της μπάρας, μαδώντας τα φύκια Nori, με τα οποία είχε τυλιχτεί. Οι γαλάζιες μέδουσες άναψαν σαν φωτάκια, τα καβούρια έπαιζαν ρομαντικά μπολέρο και ο θαλάσσιος ουρανός γέμισε φουσκαλήθρες…
Η Έι άφησε τα μάτια της να περιπλανηθούν πάνω του. Όχι στα πλοκάμια, στο βλέμμα του. Έκανε ένα βήμα μπροστά και είπε «αν είναι να ξαναμπλεχτούμε, να το κάνουμε σωστά». «Βεντουζαριστά;» τη ρώτησε. «Ναι» είπε εκείνη «και με μπόλικο αφρόλουτρο από φυτοπλαγκτόν». «Ό,τι πει το κορίτσι μου. Εξάλλου, αν δεν τα κάνω όλα σωστά, βλέπω τις φίλες σου να με σερβίρουν με λιγκουίνι».
Η Άννα, σε κατάσταση παροξυσμού, ανέβαζε στόρι με hashtag #πλοκαμιασγήινηξαναμαζί.
Κι εκεί, καταμεσής της κολεκτίβας των γαλάζιων μεδουσών, η Έι, και το ερωτοχτάποδο, μ’ ένα γλωσσογυριστό φιλί κατάφεραν να σκάσουν (για πάντα;) τις φυσαλίδες των φόβων τους.
Υ.Γ. Η υποβρύχια αυτή ιστορία γράφτηκε από το λαμπρό συγγραφικό ντουέτο για όλ@ εκείν@ που θολώνουν τα νερά μας με τον ομορφότερο τρόπο… και για όλ@ εκείν@ που είναι γεμάτ@ ενσυναίσθηση μα και άμυνες. Για όλ@ εκείν@ που είναι σαν τα σπάνια όστρακα που για να τα ανοίξεις χρειάζεσαι τρεις ειδικές ατσαλένιες σφήνες, χρονόμετρο και πολλές μυστικές λέξεις απ’ τον μαγικό θησαυρό τού τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη ♪ ♫ ♬♫♫…