Η θάλασσα θα τα ξεπλύνει όλα

Nils Jakob Olsson Blommοr (1816-1853): «Θαλασσινή καταιγίδα»
Nils Jakob Olsson Blommοr (1816-1853): «Θαλασσινή καταιγίδα»

Σου εί­παν δεν κά­νει να πί­νεις, δεν κά­νει να κα­πνί­ζεις. Για ναρ­κω­τι­κά δεν ρώ­τη­σες καν. Στον διά­ο­λο να πά­νε, κι αυ­τοί κι αυ­τό. Δεν το ζή­τη­σα, λες μέ­σα σου και τρα­βάς μια γε­ρή γου­λιά.
Αυ­τά βέ­βαια μό­νη σου. Ή όσο μό­νη μπο­ρείς να εί­σαι πια, τέ­λος πά­ντων. Όχι μπρο­στά τους. Μπρο­στά σε κα­νέ­ναν. Εκεί εί­σαι το κα­λό κο­ρί­τσι. Πρέ­πει να προ­σέ­χεις, σου λέ­νε. Κι έπει­τα χα­μο­γε­λούν και γυ­ρί­ζουν τα μά­τια τους κα­τά πά­νω και δώ­σ’ του, Αχ, τι ευ­τυ­χία! και Αχ, επι­τέ­λους λί­γη χα­ρά στο σπι­τι­κό μας! Σου ’ρ­χε­ται να ξε­ρά­σεις – ή ίσως να τους σπά­σεις στο ξύ­λο. Αν θέ­λε­τε χα­ρά και ευ­τυ­χία, να τη βρεί­τε μό­νοι σας, λες. Μα κι αυ­τά εί­ναι δι­κά σου. Δεν τα ’χεις πει πο­τέ δυ­να­τά.
Και βέ­βαια, κα­νείς δεν μι­λά­ει για κεί­νον. Ή, μάλ­λον, πιο σω­στά: Όταν ανα­φέ­ρο­νται σ’ αυ­τόν, το κά­νουν μέ­σα από σέ­να. Και μά­λι­στα, λες και σε συγ­χω­ρούν –αυ­τοί, αυ­τοί σε συγ­χω­ρούν!– για τα σκα­τά του άλ­λου. Ας έρ­θει, και δεν πει­ρά­ζει πώς έγι­νε, λέ­νε. Κι έπει­τα σε κοι­τά­νε στα μά­τια και σου χα­μο­γε­λούν. Μα­ζί θα το ’χου­με, δεν χρειά­ζε­ται ν’ ανη­συ­χείς για τί­πο­τα. Χα­μη­λώ­νουν λί­γο το βλέμ­μα, κοι­τά­νε τη μύ­τη του πα­που­τσιού τους, σαν να σκέ­φτο­νται, σαν να πέ­ρα­σε μα ξαφ­νι­κή πί­κρα από το μυα­λό τους κι έφτα­σε ως το στό­μα. Ύστε­ρα σε χτυ­πά­νε στον ώμο. Δεν πει­ρά­ζει. Αρ­κεί που υπάρ­χει αυ­τό.
Πί­νεις άλ­λη μια γου­λιά, στρί­βεις τσι­γά­ρο, ανά­βεις. Εί­ναι η ιδέα σου ή στ’ αλή­θεια κου­νιέ­ται μέ­σα σου, ση­κώ­νει το κε­φά­λι του, ανοί­γει το στό­μα του για να πιει απ’ αυ­τό που πί­νεις, να κα­πνί­σει αυ­τό που κα­πνί­ζεις; Δι­κά μου εί­ναι, γρυ­λί­ζεις, μα ξέ­ρεις ότι δεν έχει νό­η­μα.
Κι εκεί­νος, βέ­βαια… Ίδιοι εί­σα­στε, λες μέ­σα σου. Ωραία ήταν, ναι· πη­διό­σα­σταν τρία με­ρό­νυ­χτα. Κι έπει­τα τί­πο­τα. Ού­τε το τη­λέ­φω­νό του δεν σου άφη­σε. Έψα­ξες από γνω­στούς και φί­λους να τον βρεις. Που­θε­νά. Δεν απά­ντη­σε πο­τέ. Δεν ξέ­ρεις καν πού μέ­νει, σε ποια πό­λη, σε ποια χώ­ρα. Ένα μι­κρό όνο­μα έχεις μό­νο, που θα μπο­ρού­σε να ανή­κει σε με­ρι­κά εκα­τομ­μύ­ρια άτο­μα. Μα δεν πει­ρά­ζει. Ίσως εί­ναι πιο εύ­κο­λο έτσι.
Κου­μά­ντο κά­νεις εσύ.

Κοι­τιέ­σαι στον κα­θρέ­φτη. Με­γα­λώ­νεις, με­γα­λώ­νεις. Φαρ­δαί­νεις. Κώ­λο αε­ρο­δρό­μιο έκα­να, μο­νο­λο­γείς. Κι έπει­τα εί­ναι η δυ­σκοι­λιό­τη­τα, οι εμε­τοί. Κά­τι κά­νεις εσύ εκεί μέ­σα, λες. Ποιος σου εί­πε ότι το σώ­μα μου εί­ναι ξε­νο­δο­χείο;
Δεν βλέ­πεις κό­σμο πια. Δεν εί­ναι ότι σε απο­φεύ­γουν· εσύ δεν θέ­λεις. Δεν εί­σαι σί­γου­ρη για­τί. Δεν θες να σε δού­νε έτσι όπως έχεις πα­χύ­νει; Μπα, δεν εί­ναι αυ­τό. Απλώς δεν θέ­λεις. Δεν θέ­λεις να δού­νε αυ­τό που έχεις γί­νει, αυ­τό που έχε­τε γί­νει, εσύ κι αυ­τό. Δεν υπάρ­χει πια εσύ. Εκτός από αί­μα και τρο­φή, σου ρου­φά­ει και τα λο­γι­κά σου.
Κοι­τάς γύ­ρω σου. Μια κου­ζι­νο­τρα­πε­ζα­ρία, ένα μπά­νιο, μια κρε­βα­το­κά­μα­ρα, τό­ση που ίσα χω­ρά­ει ένα μο­νό κρε­βά­τι. Τι διά­ο­λο πε­ρι­μέ­νουν να κά­νεις; Ωραία τα λό­για, μα­ζί θα το ’χου­με, μη φο­βά­σαι τί­πο­τα, αλ­λά για πά­ντα θα εί­σαι ξέ­νη γι’ αυ­τούς. Μό­νο αυ­τό θέ­λουν από σέ­να. Ανα­ρω­τιέ­σαι για­τί δεν έχεις πά­ει τό­σο και­ρό να το ρί­ξεις, αλ­λά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ξέ­ρεις· ξέ­ρεις ότι θα σε κυ­νη­γή­σουν σαν σκυ­λιά που μυ­ρί­ζουν αί­μα· ξέ­ρεις ότι ού­τε καν το δυά­ρι τού­το δεν θα σου μεί­νει, ξέ­ρεις ότι θα βρε­θείς στην άκρη κα­νε­νός πε­ζο­δρο­μί­ου να γυ­ρεύ­εις δυο ψί­χου­λα, μέ­χρι που μια μέ­ρα θα σε βρουν εκεί πα­γω­μέ­νη. Αυ­τό θέ­λουν. Αυ­τό. Όχι εσέ­να.

Εί­χες δο­κι­μά­σει να της το πεις μια φο­ρά. Σ’ αυ­τή. Όχι σ’ αυ­τόν. Πο­τέ σ’ αυ­τόν. Κι όχι να το πεις, να το υπαι­νι­χθείς μο­νά­χα. Ού­τε καν να το υπαι­νι­χθείς. Μια ερώ­τη­ση ήταν, μια ερώ­τη­ση ει­λι­κρι­νής και αλη­θι­νή, κι ας ήταν άλ­λο αυ­τό που ήθε­λες να ρω­τή­σεις πραγ­μα­τι­κά.
Εί­στε σί­γου­ροι ότι το θέ­λε­τε; Σιω­πή. Και με­τά: Από μέ­να;
Ίσως κά­ποια άλ­λη, σε κά­ποια άλ­λη ζωή, να σε εί­χε πά­ρει αγκα­λιά, να σου έλε­γε να μη λες τέ­τοια πράγ­μα­τα, να σου έδι­νε κου­ρά­γιο, υπο­σχέ­σεις. Όχι όμως εκεί­νη, όχι του­λά­χι­στον σ’ αυ­τή τη ζωή.
Σου ’πε μό­νο για το θέ­λη­μα του Θε­ού και για το πό­ση ευ­τυ­χία τούς φέρ­νεις μ’ αυ­τό. Αυ­τό που δεν σου εί­πε ήταν ότι έτσι θα τους ξε­πλή­ρω­νες για την ντρο­πή που τους εί­χες φέ­ρει. Αλ­λά δεν χρεια­ζό­ταν. Αυ­τό το ήξε­ρες.
Τους ξε­πλη­ρώ­νεις την ντρο­πή τους μ’ ένα πράγ­μα που σου ανα­κα­τεύ­ει τα σω­θι­κά και σε αλ­λά­ζει, σε με­τα­μορ­φώ­νει, σε κά­νει κά­τι που δεν θέ­λεις να εί­σαι. Μα δεν υπάρ­χει πια το εί­σαι. Εί­στε. Μό­νο εί­στε.
Μα­ζί θα το ’χου­με.
Δεν θα έχε­τε τί­πο­τα. Τα δι­κά μου σω­θι­κά ξε­σκί­ζει.

Ο κό­σμος έχει γυ­ρί­σει τού­μπα. Πια το μό­νο που κά­νεις εί­ναι να με­τράς ανά­πο­δα. Πε­ρι­μέ­νεις εκεί­νη τη στιγ­μή. Το πριν, το τώ­ρα, δεν έχουν ση­μα­σία. Το με­τά δεν υπάρ­χει. Ίσως για­τί φο­βά­σαι να το φα­ντα­στείς· ίσως για­τί ελ­πί­ζεις σε κά­ποιο θαύ­μα. Κά­ποιο θαύ­μα που θα κά­νεις εσύ.
Ανά­βεις τσι­γά­ρο, κα­τε­βά­ζεις δυο χά­πια, δεν κοι­τάς καν τι εί­ναι, τρα­βάς δυο γου­λιές. Μην πί­νεις, μην κα­πνί­ζεις. Τώ­ρα εύ­χε­σαι οι κα­λύ­τε­ροι φί­λοι σου σ’ αυ­τή τη ζωή να σε βοη­θή­σουν και εδώ.
Δεν φω­νά­ζεις κα­νέ­ναν. Στρώ­νεις μια πα­λιά κου­βέρ­τα στο κρε­βά­τι, γδύ­νε­σαι, ξα­πλώ­νεις πά­νω και ανοί­γεις τα πό­δια. Ανά­σες, λέ­νε, αλ­λά εσέ­να η ανά­σα σου κό­βε­ται, βγαί­νει σφυ­ρι­χτή και πιέ­ζει τα πλευ­ρά σου σαν να θέ­λει να τα σπά­σει. Ανά­σες. Σπρώ­ξε. Μέ­τρα. Τι διά­ο­λο να με­τρή­σεις δεν ξέ­ρεις πια· μό­νο ανά­πο­δα με­τράς τό­σο και­ρό.
Μία ώρα, πέ­ντε, δυο μέ­ρες με­τά, βγαί­νει, τυ­λιγ­μέ­νο σε μια γλί­τσα και στα σκα­τά. Το σκου­πί­ζεις με μια πε­τσέ­τα και πε­ρι­μέ­νεις να κλά­ψει. Το κοι­τάς. Κά­τι σπά­ει μέ­σα σου. Ή, μάλ­λον, κά­τι σπα­σμέ­νο κολ­λά­ει ξα­νά. Βγά­ζει μια αχνή κραυ­γή. Κα­λω­σήρ­θες, του λες, και το φέρ­νεις στο στή­θος σου.

Μα­ζί θα το ’χου­με. Θα σας πω εγώ τι θα πά­ρε­τε, θα τους έλε­γες, αλ­λά γι’ άλ­λη μια φο­ρά, τα με­γά­λα λό­για εί­ναι μο­νά­χα αυ­τό – λό­για. Εκεί­νη έρ­χε­ται μια δυο φο­ρές να σε δει, κι αυ­τό εί­ναι όλο. Κά­ποιοι φί­λοι σε παίρ­νουν τη­λέ­φω­νο, μα σπά­νια απα­ντάς. Δεν θες. Δεν θες να δεις κα­νέ­ναν.
Το κοι­τάς που ανα­σαί­νει. Ανα­ρω­τιέ­σαι πώς θα μπο­ρού­σε να το λέ­νε. Ξέ­ρεις ότι μπο­ρεί να γί­νει κομ­μά­τια με την πα­ρα­μι­κρή κί­νη­ση. Απα­λά, ήρε­μα. Το ση­κώ­νεις. Αγ­γί­ζεις τις λι­γο­στές τρί­χες στο κε­φά­λι του.
Και τώ­ρα τι; λες, λί­γο σ’ αυ­τό, μα πιο πο­λύ στον εαυ­τό σου.


Έχεις βδο­μά­δες να κοι­μη­θείς κα­νο­νι­κά, μα έτσι κι αλ­λιώς ύπνος δεν σου έρ­χε­ται. Κα­μιά φο­ρά κά­θε­σαι και το χα­ζεύ­εις που, έτσι, με κλει­στά τα μά­τια του, πα­λεύ­ει μέ­σα του με αυ­τά που ακό­μα δεν γνω­ρί­ζει. Άλ­λες φο­ρές χα­μο­γε­λάς· άλ­λες βά­ζεις τα κλά­μα­τα. Μα­κά­ρι να μην τα μά­θεις πο­τέ, του ψι­θυ­ρί­ζεις. Και με­τά ανα­ρω­τιέ­σαι τι θέ­λεις να πεις μ’ αυ­τό.

Κλαις. Δεν ξέ­ρεις για­τί. Πά­ει και­ρός που γί­νε­ται. Σαν να θες να ξε­πλύ­νεις τα βλέ­φα­ρά σου, το πρό­σω­πό σου, το σώ­μα σου ολό­κλη­ρο από κά­τι, κι απλώς κά­ποια στιγ­μή ανε­βαί­νουν όλα αυ­τά στα μά­τια σου και στον λαι­μό σου και βγαί­νουν έτσι, ακα­τέρ­γα­στα, τρα­χιά και γλι­τσια­σμέ­να. Μα τί­πο­τα δεν εί­ναι αρ­κε­τά κα­θα­ρό για να τα πά­ρει όλα αυ­τά μα­ζί του.
Μό­λις σ’ ακού­ει, κλαί­ει κι εκεί­νο. Δεν ξέ­ρεις τι να του πεις. Προ­σπα­θείς να μα­ζευ­τείς, να κά­νεις εκεί­νο που πρέ­πει να κά­νεις –κι ας μη σου έχει πει κα­νείς τι εί­ναι αυ­τό–, μα το μό­νο που κα­τα­φέρ­νεις εί­ναι να μέ­νεις να το κοι­τάς μέ­σα από μά­τια θο­λά απ’ όλα αυ­τά που δεν θα φύ­γουν πο­τέ. Κι ίσως εί­ναι η θο­λού­ρα, μα σαν το βλέ­πεις τό­τε, με­ρι­κές φο­ρές σού φαί­νε­ται ότι κά­τι δεν πά­ει κα­λά με δαύ­το, σαν τα γκρί­ζα μά­τια του να κρύ­βουν κά­τι τρο­με­ρό από πί­σω, σαν κά­ποιος άλ­λος να σε κοι­τά­ζει από μέ­σα τους, κι όσο κι αν λες ύστε­ρα στον εαυ­τό σου ότι δεν εί­ναι πα­ρά ένα άδειο χαρ­τί, εσύ θα γρά­ψεις πά­νω όσα εί­ναι να γρα­φτού­νε, μα τι θα μπο­ρού­σε να κρύ­βει ένα τέ­τοιο πλά­σμα μέ­σα του, δεν μπο­ρείς να πά­ρεις το βλέμ­μα σου, δεν μπο­ρείς να διώ­ξεις την ιδέα ότι κά­τι άλ­λο εί­ναι, κά­τι δεν εί­ναι σω­στό εδώ, κι έπει­τα εί­ναι κι αυ­τές οι φο­ρές που για μια στιγ­μή, μο­νά­χα για μια στιγ­μή, το κοι­τάς και βλέ­πεις πρό­σω­πα άλ­λα, πρό­σω­πα που δεν έπρε­πε να εί­ναι εκεί, μα αρ­κεί ένα βλε­φά­ρι­σμα και φεύ­γουν, κι έτσι τα κά­νεις όλα στην άκρη και ακου­μπάς τη μύ­τη σου στη δι­κή του και αγ­γί­ζεις το λείο μά­γου­λό του και του ψι­θυ­ρί­ζεις, Η μα­μά δεν θα σ’ αφή­σει πο­τέ.

Κοι­μά­ται. Γε­μί­ζεις ένα πο­τή­ρι, στρί­βεις ένα τσι­γά­ρο. Ησυ­χία. Ξέ­ρεις ότι δεν θα κρα­τή­σει πο­λύ, αλ­λά θέ­λεις να τη χα­ρείς όσο μπο­ρείς. Κά­τι πά­ει να σε πνί­ξει κι ένα δά­κρυ κυ­λά­ει μέ­χρι την άκρη της μύ­της σου και βου­τά­ει στο πο­τή­ρι, αλ­λά, όχι, δεν θα το αφή­σεις αυ­τή τη φο­ρά.
Μη­τέ­ρα. Σκέ­φτε­σαι τη λέ­ξη, τη γυ­ρί­ζεις κα­λά κα­λά στο μυα­λό σου, στο στό­μα σου, τη γεύ­ε­σαι. Θυ­μί­ζει φρά­ου­λες κι έχει μια μα­κρι­νή οσμή από κα­λο­και­ρι­νό χα­μο­μή­λι. Μη­τέ­ρα. Ας εί­ναι αυ­τό το μό­νο που θα κα­τα­φέ­ρεις πο­τέ, δεν σε νοιά­ζει. Αρ­κεί.
Σκου­πί­ζεις τα μά­τια σου, χα­μο­γε­λάς, αδειά­ζεις το πο­τή­ρι σου, γε­μί­ζεις άλ­λο ένα. Προς το πα­ρόν σου στέλ­νουν ένα χαρ­τζι­λί­κι –όχι για σέ­να, για το παι­δί, λέ­ει πά­ντα το ση­μεί­ω­μα–, αλ­λά το ξέ­ρεις ότι δεν θα κρα­τή­σει για πο­λύ. Πρέ­πει να πιά­σεις δου­λειά όταν με­γα­λώ­σει λί­γο, κι αυ­τό ση­μαί­νει ότι πρέ­πει να βρεις κά­ποια να το κρα­τά­ει, αρ­γό­τε­ρα να το πας ίσως σε βρε­φο­νη­πια­κό σταθ­μό—
Στα­μα­τάς τις σκέ­ψεις σου, φρε­νά­ρεις σαν να πε­τά­χτη­κε μπρο­στά σου κα­μιά αλα­φια­σμέ­νη γά­τα. Συ­νει­δη­το­ποιείς τι εί­ναι αυ­τό που κά­νεις: σχέ­δια· σκέ­φτε­σαι αυ­τό που θα έρ­θει.
Δεν το ’χεις ξα­να­κά­νει πο­τέ. Πά­ντα προ­σπα­θού­σες να τα βγά­λεις πέ­ρα με αυ­τό που έφερ­νε κά­θε φο­ρά ο δρό­μος μπρο­στά σου – το μέλ­λον ήταν πά­ντα πο­λύ μα­κριά. Μα άλ­λα­ξε αυ­τό πια. Κι ό,τι φέ­ρει ο δρό­μος, ζώο ή άν­θρω­πο, πρέ­πει μο­νά­χα να το πα­τή­σεις και να συ­νε­χί­σεις.
Σβή­νεις το τσι­γά­ρο σου, στραγ­γί­ζεις το πο­τή­ρι και πας και σκύ­βεις από πά­νω του. Κοι­τάς τα αραιά μαλ­λιά, τις μι­κρο­σκο­πι­κές τρι­χού­λες στο πλάι του αυ­χέ­να, τις πη­γές που ακό­μα ανα­σαί­νουν στο κρα­νίο του. Κοι­τάς τα ζα­ρω­μέ­να βλέ­φα­ρα. Τι σκέ­ψεις να κρύ­βο­νται πί­σω από αυ­τά τα μα­τά­κια, που ακό­μα κα­λά κα­λά δεν βλέ­πουν τον κό­σμο γύ­ρω τους;
Κοι­τάς τα αραιά γκρί­ζα μαλ­λιά, το χα­ρα­κω­μέ­νο από την πε­ρί­σκε­ψη μέ­τω­πο, τα αξύ­ρι­στα μά­γου­λα, το λευ­κό μου­στά­κι. Κοι­τάς τα σκλη­ρά κα­στα­νο­πρά­σι­να μά­τια, που πά­ντα βλέ­πουν τι κά­νεις, πού εί­σαι. Κοι­τάς.
Τι θέ­λεις εδώ; ψελ­λί­ζεις.
Νό­μι­ζες ότι θα σ’ άφη­να να τ’ ανα­στή­σεις μό­νη σου;
Φύ­γε. Κλεί­νεις τα μά­τια. Φύ­γε. Τα ανοί­γεις.
Εί­ναι ακό­μα εκεί.
Αρ­κε­τή ντρο­πή μας έφε­ρες, δεν νο­μί­ζεις; Δεν θα ντρο­πιά­σεις και τού­το το αθώο πλά­σμα – ού­τε θα το κά­νεις σαν τα μού­τρα σου.
Θες να του απα­ντή­σεις, θες να ουρ­λιά­ξεις, να του πεις ότι το μό­νο για το οποίο πρέ­πει να ντρέ­πε­σαι εί­ναι που ακό­μα εξαρ­τά­σαι απ’ αυ­τούς, μα εί­σαι μι­κρή, παι­δά­κι ακό­μα, κρα­τάς αγκα­λιά ένα λού­τρι­νο κου­νέ­λι και τον κοι­τάς με μά­τια διά­πλα­τα, πε­ρι­μέ­νεις, πε­ρι­μέ­νεις να βγά­λει τη ζώ­νη του –τα ση­μά­δια στην πλά­τη σου από την προη­γού­με­νη φο­ρά καί­νε ακό­μα, μα πώς γί­νε­ται, εί­ναι πο­λύ νω­ρίς ακό­μα, δεν γί­νε­ται πά­λι–, σφίγ­γεις το κου­νέ­λι, μπα­μπά, όχι, μπα­μπά, δεν έκα­να τί­πο­τα—

Σκου­πί­ζεις τα μά­τια σου. Κοι­τάς. Κοι­τάς τα σπα­σμέ­να, γε­μά­τα ψα­λί­δα μαλ­λιά που πε­ρισ­σεύ­ουν από έναν άτσα­λο κό­τσο στην κορ­φή του κε­φα­λιού· τα σα­κου­λια­σμέ­να μά­τια και τα ρο­ζια­σμέ­να χέ­ρια που όλο σφίγ­γουν έναν σταυ­ρό που κρέ­με­ται στη βά­ση του λαι­μού. Κοι­τάς τη θα­μπω­μέ­νη από τα πλυ­σί­μα­τα και τη λάν­τζα βέ­ρα, τα ρου­φηγ­μέ­να από τη στε­νο­χώ­ρια μά­γου­λα.

Μα­μά.

Δεν θ’ αντι­μι­λάς στον πα­τέ­ρα σου. Κά­νει τα πά­ντα για να σας ανα­θρέ­ψει σω­στά και για να σας τα­ΐ­σει, κι εσύ πώς τον ξε­πλη­ρώ­νεις; Τη μία σε πιά­σαν με ναρ­κω­τι­κά, με­τά μα­θαί­νω ότι πη­διέ­σαι με τον έναν και με τον άλ­λον.
Δεν εί­ναι δα ότι εί­χα και πολ­λές άλ­λες ευ­και­ρί­ες να πε­ρά­σω κα­λά. Μα δεν το λες. Τα θο­λά μά­τια που σε κοι­τά­ζουν πί­σω από τα κο­κά­λι­να γυα­λιά, ο τρό­πος που ζα­ρώ­νουν τα χεί­λη κα­θώς σχη­μα­τί­ζουν τις συλ­λα­βές, τα δά­χτυ­λα που σφίγ­γουν και ξε­σφίγ­γουν τον σταυ­ρό, όλα, όλα σβή­νουν τις λέ­ξεις, σβή­νουν τη σκέ­ψη σου, την κα­τα­χω­νιά­ζουν σ’ εκεί­νη τη σκο­τει­νή γω­νιά όπου έχεις πα­ρα­χώ­σει τό­σα και τό­σα.
Δεν μπο­ρού­σα­με να κά­να­με άλ­λο ένα παι­δί σαν τον αδερ­φό σου; Αυ­τός πρό­κο­ψε, έγι­νε κά­ποιος – όπως ταί­ρια­ζε στην οι­κο­γέ­νειά μας. Εσύ όμως… Μό­νο το παι­δί μπο­ρεί να σε κά­νει άν­θρω­πο. Φρό­ντι­σε να μην τα θα­λασ­σώ­σεις κι εδώ.
Κλεί­νεις τα μά­τια. Τα ανοί­γεις ξα­νά. Οι δυο πη­γές ανα­σαί­νουν.

Ού­τε που ξέ­ρεις πό­σες ώρες περ­πα­τάς. Ένας κρύ­ος αέ­ρας κα­τε­βαί­νει από το βου­νό και κο­κα­λώ­νει τα σω­θι­κά σου. Μα δεν το νιώ­θεις. Τί­πο­τα δεν νιώ­θεις· η καρ­διά σου πά­γω­σε τη στιγ­μή που το πή­ρες από­φα­ση.
Ο μπό­γος στην αγκα­λιά σου σα­λεύ­ει λί­γο, βγά­ζει μια αδύ­να­μη φω­νή. Σςςςς, κά­νεις. Τον σφίγ­γεις στο στή­θος σου.
Φτά­νεις σε μια ακτή. Το σκο­τά­δι αδια­πέ­ρα­στο, το λι­γο­στό φεγ­γά­ρι κρύ­βε­ται πί­σω από τα σύν­νε­φα. Θα βρέ­ξει, λέ­ει το μυα­λό σου, μα δεν του δί­νεις ση­μα­σία.
Σκαρ­φα­λώ­νεις σε κά­τι χα­μη­λούς βρά­χους, πα­τάς το πό­δι σου στην πα­ρα­λία. Ο άνε­μος ση­κώ­νει την άμ­μο, τη στρο­βι­λί­ζει στον αέ­ρα και σε μα­στι­γώ­νει. Σφίγ­γεις πε­ρισ­σό­τε­ρο τον μπό­γο στο στή­θος σου, να τον προ­φυ­λά­ξεις.
Στην ακρο­θα­λασ­σιά βγά­ζεις τα πα­πού­τσια σου. Κά­νεις δυο βή­μα­τα στο νε­ρό. Δεν νιώ­θεις τί­πο­τα. Από την αγκα­λιά σου ακού­γε­ται πά­λι μια φω­νή. Πα­ρα­με­ρί­ζεις λί­γο τις κου­βέρ­τες, κοι­τάς. Τη μια στιγ­μή βλέ­πεις την πλα­τιά μύ­τη, τα λι­γο­στά μαλ­λιά να ανε­μί­ζουν πά­νω από ένα μι­κρο­σκο­πι­κό μέ­τω­πο· την άλ­λη βλέ­πεις τον εαυ­τό σου. Όχι, όχι ακρι­βώς, αλ­λά ελά­χι­στη δια­φο­ρά κά­νει. Τι κι αν έχει τα γα­λα­νά μά­τια εκεί­νου, τι κι αν τα ζυ­γω­μα­τι­κά του εί­ναι λί­γο πιο έντο­να απ’ τα δι­κά σου; Το βλέ­πεις στο βλέμ­μα, στην κλί­ση του στό­μα­τος, στα λε­κια­σμέ­να δό­ντια, στα κόκ­κι­να, πά­ντα κόκ­κι­να, μά­τια. Εσύ. Ό,τι έκα­νες, ό,τι υπήρ­ξες πο­τέ. Κα­θώς προ­χω­ράς στα βα­θιά, μό­λις το νε­ρό αγκα­λιά­ζει τη μέ­ση σου, σκε­πά­ζεις το στό­μα του με το ένα χέ­ρι, κλεί­νεις τη μύ­τη του με το άλ­λο. Και προ­χω­ράς.
Το νε­ρό πλέ­ον σου φτά­νει μέ­χρι τους ώμους. Η φού­στα σου απλώ­νε­ται γύ­ρω απ’ τον λαι­μό σου σαν αλ­λό­κο­τη θη­λιά. Παίρ­νεις μια ανά­σα και το ακου­μπάς, απα­λά, πο­λύ απα­λά, στο νε­ρό. Δεν ξέ­ρεις αν ο αέ­ρας έχει κό­ψει ή αν κά­μπο­σα μέ­τρα από την ακτή στα­μα­τά­ει· πά­ντως το νε­ρό εί­ναι ήρε­μο.
Έτσι δε θα ζα­λι­στείς, του λες.
Ύστε­ρα του δί­νεις μια σπρω­ξιά να πά­ει στα βα­θιά και γυ­ρί­ζεις προς τη στε­ριά. Αφή­νεις το νε­ρό να πά­ρει μα­ζί του την ντρο­πή, το λου­ρί του πα­τέ­ρα σου, τη μο­λυ­σμα­τι­κή θλί­ψη της μη­τέ­ρας σου, το ξύ­λο στο σχο­λείο, τη μού­χλα στους τοί­χους, τον λε­κέ από το αί­μα στο στρώ­μα, που δεν θα φύ­γει πο­τέ. Το αφή­νεις να πά­ρει την αγα­πη­μέ­νη σου γά­τα, που ο αδερ­φός σου μια μέ­ρα τής έχω­σε ένα αναμ­μέ­νο δυ­να­μι­τά­κι στον κώ­λο για δει αν θα έσκα­γε σαν φού­σκα, το τρι­ή­με­ρο πή­δη­μα με τον άγνω­στο γα­λα­νο­μά­τη, το κα­τσια­σμέ­νο κου­νέ­λι που έσφιγ­γες στην αγκα­λιά σου μέ­χρι που έγι­νες δε­κα­έ­ξι. Τ’ αφή­νεις να φύ­γουν μα­ζί με το νε­ρό, για­τί με τα δά­κρυά σου πο­τέ δεν μπό­ρε­σες να τα διώ­ξεις. Αλ­λά τώ­ρα η θά­λασ­σα θα τα ξε­πλύ­νει όλα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: