και τότε αναρωτιέμαι / πώς θα χαράξουμε τη σιωπή στα μαύρα νερά της λησμονιάς;
Δεν άντεξε και της το 'πε στο τελευταίο της τηλεφώνημα κι ας της το κράταγε για έκπληξη όσο τα σκάρωνε με τα βελονάκια της
Αν ξυριζόταν τελείως οι σκυφτοί του ώμοι θα τον έκαναν να μοιάζει με χαλασμένη κούκλα, γι’ αυτό και στο μουσείο φορούσε ένα καπέλο
Γιατί σημασία είχε μόνο η παράταση αυτής της σχεδόν άχρονης κανονικότητας, της ψευδαίσθησης πως όλα βαίνουν καλώς επαναλαμβανόμενα
Αντίκρυ ήταν μια ταμπέλα πάνω από μια βιτρίνα με ψωμιά και γλυκά:
Το βλέμμα πάνω απ’ τις μάσκες, πέρα απ’ το αρρωστημένο φως ― το συνιστούν εκατό άγιοι του σκοταδιού· και τις βαριές κουρτίνες
Τα υφάσματα είναι για μένα πυξίδα για να ταξιδεύω στο παρελθόν, γέφυρες για να πηγαίνω πίσω στο μακρινό άλλοτε
Ίσως συμβαίνει σε κάθε ευκαιρία: να χαίρονται που ανακαλούν, χωρίς να μπαίνουν στα μυστικά της γραφής
Στοχαζόμενος και καθώς ο έρωτας τού έτρωγε τα σωθικά, αναζητούσε μια βοήθεια για να μπορέσει να ξεφύγει από το πνιγηρό αδιέξοδο
Δεν θα έπαιρνα όρκο πως αυτό που βλέπω στο τραπεζομάντιλο είναι ηλιοβασίλεμα στην Βενετία
Ποιος τάχα ξέρει τι μέρος του λόγου είσαι: Ορμητήριο, κρησφύγετο, ή σάμπως φυλακή; Το ξέρουν μονάχα όσοι τους κατοίκησες
Άργησα βέβαια να καταλάβω / πως το φως όλου του κόσμου είναι αιώνιο παρελθόν