Κάποιο λάθος έχει γίνει, κάποια φάρσα, κάποιος με δουλεύει. Η γυναίκα μου έχει πεθάνει. Πώς είναι δυνατόν να λαμβάνω γράμματά της
...είχε οργώσει τους απέραντους ωκεανούς προς αναζήτηση της χαμένης του Ατλαντίδας
Πίσω από τους τοίχους ακούω το νερό να τρέχει / δεν υπάρχουνε τοίχοι / μα το ακούω
Δεν είναι σανσιβέρια το φυτό που προτείνει, είναι το παχύφυτο η Euphorbia η Milii, το αγκάθι του Χριστού
Είχαν μάθει μερικές λέξεις. Λίγες φράσεις στα ελληνικά και στα πολωνικά όλες κι όλες
Σου γράφω το γράμμα αυτό γιατί έχω το διακαή πόθο να δω το έργο μου δημοσιευμένο
Πρέπει να ξέρεις πού να σταματήσεις για να μην καταλήξεις να αναφωνείς στο κρεβάτι του θανάτου «Θεέ μου! Τόσο χαμένο υλικό!...»
το χιόνι σε φως ύφεση [έστω] ανθισμένο / κάτι λέξεις της – φτερά ή επίδεσμοι / θα λάμνουν στον αέρα
Το τρένο σταμάτησε να περνά./ Ο σταθμός δεν άργησε να ερημώσει./ Ούτε δρομολόγια ούτε ταξιδιώτες./ Μονάχα το καφενείο παρέμεινε
Ένας στοχασμός γύρω από το ανείπωτο όνομα, ένα όνομα που απαντάται συνεχώς και που συνεχώς αποφεύγεται
Μόνο τη μοίρα των κυμάτων / ξέρει να διαβάζει
Ξεκίνησα να ζω πάνω στη σιδερώστρα, εκεί τρώω, εκεί πλαγιάζω τα βράδια. Εκεί σαν αγκάθια ψαριού οι σκέψεις με γδέρνουν