Η μέλισσα εξακολουθούσε να βρίσκεται στην ίδια θέση. Άρχισε να της μιλά σιγανά στη γλώσσα της
Πριν καλά καλά τη γνωρίσουν της γύρισαν την πλάτη. Οι μισές φοβήθηκαν μην ξεμυαλίσει τους άντρες τους κι οι άλλες τα παιδιά τους
Τα μάτια του σαν του ελαφιού, τα σημαδεύει τ΄όπλο του κυνηγού
Κάποιοι λένε ότι άκουσαν έναν άντρα να φωνάζει «έχω την ζωή μέσα μου»
Παραμένει εκεί και περιμένει / έχοντας διώξει ενίοτε με σκληρότητα / όλους τους μνηστήρες
Είχε ήδη φτάσει στο χθες, όταν άκουσε τους μεντεσέδες της πόρτας και τον ρώτησε
Κινούμαι διαρκώς στο μεταίχμιο μεταξύ προαγωγής και υποβάθμισης
Στην συκιά να μην πηγαίνεις γιατί θα σου πάρει την μιλιά
Εικοσιπέντε χρονών παιδί τι μπορούσε να θαυμάζει σε αυτή τη μαραμένη μορφή;
Τις νύχτες που σαλεύουν οι μορφές / ξαγρυπνώ και με το πρώτο φως διακρίνω / την τάξη που διαταράχτηκε
Κάποιος πενθεί τα τρυγόνια στο άδειο διαμέρισμα / η πόρτα κλείνει / τα βήματα σιγούν / ένα τσέρκι κυλάει στο άπειρο
Ωστε κάθε βράδυ, όταν έρχεται η ώρα να μοιραστώ την κλίνη μου με την ακατανόμαστη μοιχαλίδα...