Eνορχηστρώνει μύθους τον καιρό / πήρε ένα χάρτη και τον χάιδεψε / με μπλε βαθύ ηρέμησε τη θάλασσα / κι από τον σάκο του Αιόλου...
Ωστε κάθε βράδυ, όταν έρχεται η ώρα να μοιραστώ την κλίνη μου με την ακατανόμαστη μοιχαλίδα...
Κάποιος πενθεί τα τρυγόνια στο άδειο διαμέρισμα / η πόρτα κλείνει / τα βήματα σιγούν / ένα τσέρκι κυλάει στο άπειρο
Τις νύχτες που σαλεύουν οι μορφές / ξαγρυπνώ και με το πρώτο φως διακρίνω / την τάξη που διαταράχτηκε
Θα ξαναβγεί, λένε, ο αμείλικτος ήλιος.
Εικοσιπέντε χρονών παιδί τι μπορούσε να θαυμάζει σε αυτή τη μαραμένη μορφή;
Το βλέμμα πάνω απ’ τις μάσκες, πέρα απ’ το αρρωστημένο φως ― το συνιστούν εκατό άγιοι του σκοταδιού· και τις βαριές κουρτίνες
Αντίκρυ ήταν μια ταμπέλα πάνω από μια βιτρίνα με ψωμιά και γλυκά:
Γιατί σημασία είχε μόνο η παράταση αυτής της σχεδόν άχρονης κανονικότητας, της ψευδαίσθησης πως όλα βαίνουν καλώς επαναλαμβανόμενα
Αν ξυριζόταν τελείως οι σκυφτοί του ώμοι θα τον έκαναν να μοιάζει με χαλασμένη κούκλα, γι’ αυτό και στο μουσείο φορούσε ένα καπέλο
Δεν θα έπαιρνα όρκο πως αυτό που βλέπω στο τραπεζομάντιλο είναι ηλιοβασίλεμα στην Βενετία
Δεν άντεξε και της το 'πε στο τελευταίο της τηλεφώνημα κι ας της το κράταγε για έκπληξη όσο τα σκάρωνε με τα βελονάκια της