Τα υφάσματα είναι για μένα πυξίδα για να ταξιδεύω στο παρελθόν, γέφυρες για να πηγαίνω πίσω στο μακρινό άλλοτε
Το βλέμμα πάνω απ’ τις μάσκες, πέρα απ’ το αρρωστημένο φως ― το συνιστούν εκατό άγιοι του σκοταδιού· και τις βαριές κουρτίνες
Αντίκρυ ήταν μια ταμπέλα πάνω από μια βιτρίνα με ψωμιά και γλυκά:
Γιατί σημασία είχε μόνο η παράταση αυτής της σχεδόν άχρονης κανονικότητας, της ψευδαίσθησης πως όλα βαίνουν καλώς επαναλαμβανόμενα
Αν ξυριζόταν τελείως οι σκυφτοί του ώμοι θα τον έκαναν να μοιάζει με χαλασμένη κούκλα, γι’ αυτό και στο μουσείο φορούσε ένα καπέλο
Δεν θα έπαιρνα όρκο πως αυτό που βλέπω στο τραπεζομάντιλο είναι ηλιοβασίλεμα στην Βενετία
Δεν άντεξε και της το 'πε στο τελευταίο της τηλεφώνημα κι ας της το κράταγε για έκπληξη όσο τα σκάρωνε με τα βελονάκια της
Ποιος τάχα ξέρει τι μέρος του λόγου είσαι: Ορμητήριο, κρησφύγετο, ή σάμπως φυλακή; Το ξέρουν μονάχα όσοι τους κατοίκησες
Ο άνεμος μου ανακατεύει τα μαλλιά, το ύψος με μεθάει. Θέλω να είμαι η Έμιλι Μπροντέ. Και είμαι. Δίχως αμφιβολία
Εμείς απλώς ακολουθούσαμε, αγνοώντας το μάταιο του εγχειρήματος
Άργησα βέβαια να καταλάβω / πως το φως όλου του κόσμου είναι αιώνιο παρελθόν
Να βλέπει τον ήχο εκεί έξω, / να ακούει το φως να διαπερνά / την ύλη