Σου γράφω το γράμμα αυτό γιατί έχω το διακαή πόθο να δω το έργο μου δημοσιευμένο
Πρέπει να ξέρεις πού να σταματήσεις για να μην καταλήξεις να αναφωνείς στο κρεβάτι του θανάτου «Θεέ μου! Τόσο χαμένο υλικό!...»
το χιόνι σε φως ύφεση [έστω] ανθισμένο / κάτι λέξεις της – φτερά ή επίδεσμοι / θα λάμνουν στον αέρα
Το τρένο σταμάτησε να περνά./ Ο σταθμός δεν άργησε να ερημώσει./ Ούτε δρομολόγια ούτε ταξιδιώτες./ Μονάχα το καφενείο παρέμεινε
Ένας στοχασμός γύρω από το ανείπωτο όνομα, ένα όνομα που απαντάται συνεχώς και που συνεχώς αποφεύγεται
Μόνο τη μοίρα των κυμάτων / ξέρει να διαβάζει
Ξεκίνησα να ζω πάνω στη σιδερώστρα, εκεί τρώω, εκεί πλαγιάζω τα βράδια. Εκεί σαν αγκάθια ψαριού οι σκέψεις με γδέρνουν
Δεκάξι πόντους όνειρο σ’ ερμεία σφυρά / Ελπίζοντας πως δεν θα καταρρεύσει
Υπό γυναικών λατρεύεται π' έβλεπαν κάτω στις αμμουδερές ακτογραμμές και θίνες να διαγράφεται λίγο λίγο το περίγραμμα μανούλας
Κανένας δεν τον είχε πιέσει: μόνος του τη διάλεξε, μόνος του αποφάσισε για το στεφάνι και μόνος του πήρε το καράβι για τα ξένα
Δύο διηγήσεις
Με συγχωρείτε που βρίσκομαι εδώ