Καλοκαίρια και Χειμώνες

Καλοκαίρια και Χειμώνες

Χάλια καιρός. Ζεστός. Ξηρός. Καύσωνας. Η μητέρα έπαθε ξανά θερμοπληξία. Λιποθύμησε χθες το απόγευμα στην κουζίνα. Πάλι καλά που έφυγα νωρίτερα από το γραφείο. Είχα κακό προαίσθημα. Όταν έφτασα σπίτι, ανέβηκα πρώτα στο διαμέρισμά μου στον δεύτερο ν’ αλλάξω, και μετά κατέβηκα στο ισόγειο στο δικό της. Άνοιξα με το κλειδί που αφήνει στη γλάστρα και μπήκα μέσα :
«Ο Λάμπρος είμαι» ξεφώνισα. Πήγα κατευθείαν στην κουζίνα κι έσπρωξα την πόρτα : «Μητέρα πού είσαι;» Την είδα πίσω από τον πάγκο. Τηγάνιζε κι άκουγε στο youtube Μητροπάνο. Καλοκαίρια και χειμώνες, τραγουδούσε. Καλοκαίρια και χειμώνες. Φορούσε πέρλες στ’ αυτιά κι ένα φόρεμα που δεν είχα ξαναδεί, ενώ από τον λαιμό της ήταν περασμένη η ποδιά της με τα ροζ τριανταφυλλάκια. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι μόλις με είδε, κι έριξε τους κεφτέδες στο τηγάνι.

«Γιατί ανέβασες τη θερμοκρασία στο ερκοντίσιον;», με ρώτησε.
«Όχι πάλι τα ίδια, μητέρα».
«Το ξέρω ότι θες να πεθάνω».
«Κανείς δεν θέλει…»
«Κι όμως».
«Κι όμως τι;»
«Από μικρός σου άρεσε να φαντάζεσαι τον θάνατό μου».

Μέχρι να σετάρω από την αρχή τις ρυθμίσεις στο ερκοντίσιον, που η ίδια είχε αλλάξει, εκείνη είχε βγάλει την ποδιά, το φόρεμα, το εσώρουχο ακράτειας και το σουτιέν κι είχε μείνει τσίτσιδη.

«Μητέρα, είσαι καλά;»
«Θα έρθει ο Μητροπάνος να φάμε απόψε».
«Μητέρα, γιατί γδύθηκες;»
«Κεφτέδες του υποσχέθηκα» ήταν τα τελευταία λόγια της. «Κεφτέδες με πατάτες», κι ύστερα λιποθύμησε.

Στα επείγοντα της πήραν αίμα και της έβαλαν ορό. Της έκαναν και καρδιογράφημα.

«Πού είμαι;», ρώτησε τον γιατρό της βάρδιας.
«Στο νοσοκομείο, κυρία Μαρία».
«Ποια είναι η Μαρία;»
«Εσύ, μητέρα».
«Και τι κάνω εδώ;»
«Λιποθυμήσατε», είπε ο γιατρός.
«Πρώτη φορά μου συμβαίνει».

Έψαξε με το βλέμμα της να με βρει.

«Τι περιμένουμε και δεν φεύγουμε;»
«Πρέπει να μας πουν πρώτα τι έχεις».
«Θα με κρατήσουν;»
«Θα δούμε», της είπα.
«Δεν γίνεται να μείνω. Έχω ραντεβού με τον Μητροπάνο».
«Κανένα ραντεβού, μητέρα…»
«Μα, μου είπε ότι θα έρθει. Το υποσχέθηκε».

Σήκωσε το κεφάλι της από το ράντζο και πιάστηκε από το χέρι μου.

«Πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι».

Έσκυψα να την ακούσω.

«Ο Μητροπάνος».
«Τι ο Μητροπάνος;»
«Προχθές».
«Τι προχθές;»
«Μου έκανε πρόταση γάμου».

Τελικά, της έκαναν εισαγωγή. Τη μετέφεραν στο πνευμονολογικό, σ’ έναν θάλαμο με έξι κρεβάτια. Πιασμένα τα πέντε από τα έξι. Το άδειο, το δικό της ήταν ευτυχώς κοντά στην τουαλέτα, αν και δεν ξέρω κατά πόσο αυτό θα άλλαζε την ψυχολογία της εφόσον δεν μπορούσε να σηκωθεί χωρίς βοήθεια.

«Πού είμαι;», ρώτησε μόλις την ακούμπησε στο κρεβάτι ο τραυματιοφορέας.
«Στο νοσοκομείο, μητέρα, το ξέχασες κιόλας;»
«Και τι έπαθα;»
«Λιποθύμησες, δεν είπαμε;»
«Πρώτη φορά το παθαίνω».
«Δεύτερη».
«Το’ χω ξαναπάθει;»

Κούνησα το κεφάλι μου.

«Ολόιδιος ο Μητροπάνος είσαι».
«Μητέρα…»

Κούνησε το κεφάλι της.

«Τον κάλεσα να φάμε σπίτι απόψε».
«Θα έρθει άλλη μέρα».
«Μου ζήτησε να με παντρευτεί κι εγώ δέχτηκα, δεν γίνεται να λείπω».
«Είμαι σίγουρος ότι θα καταλάβει».
«Εξήγησέ του, τουλάχιστον. Δεν θέλω να νομίσει… Περίμενε να σου δώσω το τηλέφωνό του».

Προσπάθησα να την καθησυχάσω. Εκείνη με τράβηξε από τον γιακά: «Πες σε αυτόν τον αρχιδομούρη τον γιατρό στα επείγοντα να με αφήσει να φύγω. Είναι καινούργιος ο βηματοδότης μου».

«Θα του το πω».
«Και να του πεις ότι έχω ιδιωτική ασφάλεια».
«Κι αυτό θα του το πω».
«Να πεις στη Γιώτα τη ξαδέρφη μου να του εξηγήσει».
«Της έχω ήδη μιλήσει. Θα έρθει κι αυτή σε λίγο».
«Αυτή είναι καπάτσα, μπορεί και να τον πείσει· ολόκληρο φαρμακείο έχει δικό της. Αλλά μην της πεις τίποτα για τον Μητροπάνο. Θα ζηλέψει. Από μικρό παιδί με ζήλευε.

Όταν κατέφτασε η Γιώτα η ξαδέρφη της, μαζί με μια Ρωσίδα φίλη της νοσοκόμα, για να με αντικαταστήσουν, έσκυψα και τη φίλησα.

«Μητέρα, εγώ φεύγω».
«Καλώς τον».
«θα ξανάρθω αύριο».
«Είχε κίνηση στον δρόμο;».
«Φεύγω λέω».
«Ολόιδιος ο Μητροπάνος είσαι».

Την ξαναφίλησα.

«Σε αφήνω σε καλά χέρια» είπα δείχνοντας τη Γιώτα.
«Ποια είναι αυτή;»

Η Γιώτα μού έκανε νόημα : «Δύσκολα τα πράγματα».

«Η Γιώτα είναι, μητέρα. Η Γιώτα η ξαδέρφη σου, η φαρμακοποιός».
«Και η φοράδα δίπλα της;»
«Η Όλγα» πετάχτηκε η Γιώτα. «Θα μείνει μαζί σου το βράδυ».
«Δεν θα γυρίσω σπίτι;»
«Όχι απόψε, μητέρα».

Με κοίταξε στα μάτια, σαν σκύλος πριν τον εγκαταλείψουν.

«Περίμενε τουλάχιστον μισό λεπτό».

Προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι.

«Τι κάνεις εκεί;» είπε η Γιώτα. «Πρόσεχε».

Εκείνη ξαναξάπλωσε. «Το κινητό μου» μουρμούρισε. «Πού είναι το κινητό μου;»

Το έβγαλα από την τσάντα της και της το έδωσα.

«Δεν έχει πολλή μπαταρία» είπα.
«Βάλε μου ν’ ακούσω Μητροπάνο».

Κάθισα δίπλα της στο κρεβάτι και μπήκα στο youtube.

«Ποιο θες ν’ ακούσεις;»
«Αυτό που πάει…» Έγειρε στον ώμο μου κι άρχισε να κουνάει το χέρι της με τον καθετήρα. «Να δεις πώς πάει…»

Μουρμούρισε μια μελωδία.

«Μήπως εννοείς αυτό;», ρώτησα βάζοντας το Καλοκαίρια και Χειμώνες.

Έδειξε να χαίρεται, όπως χαίρεται κανείς όταν συναντάει δικό του άνθρωπο μετά από χρόνια.

«Έλα να τραγουδήσουμε» είπε κι έπιασε με το χέρι της το χέρι μου.

Ψέλλισα μαζί της μερικούς στίχους.

«Πιο δυνατά».
«Σε νοσοκομείο είμαστε, μητέρα». Της έδειξα τις άλλες γυναίκες στα κρεβάτια τους.
«Μα, αυτές είναι όλες πεθαμένες».

Σηκώθηκα από το κρεβάτι και βγήκα από το δωμάτιο. Η μητέρα γύρισε στο πλευρό της προς τη μεριά της πόρτας. Κοντοστάθηκα στον διάδρομο και την κοίταξα από μακριά. Σήκωσα το χέρι μου να τη χαιρετήσω. Με είδε αλλά δεν αντέδρασε. Γύρισε από την άλλη, σαν έφηβη που ήθελε να κρυφτεί από το αδιάκριτο βλέμμα κάποιου ξένου, και κόλλησε στο αυτί το κινητό της.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: