Όταν δεν έχεις δικό σου σπίτι

Όταν δεν έχεις δικό σου σπίτι



«Όταν δεν έχεις δικό σου σπίτι προκύπτουν διαρκώς μπελάδες», του έλεγε η Νταίζη κάθε φορά που έπρεπε να μετακομίσουν. Εκείνο το βράδυ ο Στέφανος δεν είχε καθόλου ύπνο. Η μία σκέψη έφερνε την άλλη. Γύρισε και κοίταξε την Νταίζη δίπλα του, καθώς κοιμόταν σκεπασμένη με την πικέ κουβέρτα της μητέρας του μέχρι τον λαιμό και το στόμα της ορθάνοιχτο. Κοιμόταν ήσυχα, από την πλευρά του κρεβατιού που κοιτούσε στο παράθυρο, με το πρόσωπό της χωμένο κάτω από την μασχάλη του και την πλάτη της γυρισμένη προς τα παραθυρόφυλλα. Νωρίτερα είχε λουστεί και γι’ αυτό φορούσε μερικά τσιμπιδάκια στο κεφάλι της που του έγδερναν το μπράτσο. Έγειρε λίγο και μύρισε τα μαλλιά της. Από το στόμα της κρεμόταν μια κλωστή από σάλιο. Ανασηκώθηκε προσεκτικά για να μην την ξυπνήσει, αποτραβώντας το δεξί του χέρι πάνω στο οποίο στήριζε το κεφάλι της κι ύστερα ίσιωσε τα σκεπάσματα για να καλύψει τα πόδια της που ήταν ξεσκέπαστα. Το πρωί, μπορεί να είχε ήλιο και οι μέρες να είχαν μεγαλώσει, αλλά το βράδυ η θερμοκρασία έπεφτε αρκετά, και η υγρασία της θάλασσας σού τρυπούσε τα κόκαλα. Τα βλέφαρά της πετάριζαν γρήγορα. Κάποιον εφιάλτη θα έβλεπε πάλι, σκέφτηκε. Πολλές φορές παραμιλούσε και του έδινε δυνατές κλοτσιές στον ύπνο της. Άλλες φορές ξυπνούσε σαν χαμένη και φώναζε κάποιον Ντίνο. Όταν σε ανύποπτη στιγμή την ρωτούσε ποιος ήταν αυτός ο Ντίνος, εκείνη τον κοίταζε απορημένη με μάτια γουρλωμένα. Η Νταίζη ήταν από τους ανθρώπους που είχε εμμονή με την αλήθεια, δεν έλεγε ποτέ ψέματα. «Δεν έχω ιδέα ποιος είναι αυτός ο Ντίνος», ισχυριζόταν κάθε φορά που την ρωτούσε, κι εκείνος φυσικά την πίστευε. Πάντα την πίστευε αλλά και κάθε φορά την ρωτούσε το ίδιο πράγμα λες και το ξεχνούσε.
Ακούμπησε την πλάτη του στο κεφαλάρι του κρεβατιού, έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην αναπνοή του μήπως καταφέρει και αποκοιμηθεί, αλλά μάταια. Ήταν αδύνατον να σταματήσει να σκέφτεται και η υγρασία είχε ενεργοποιήσει το παλιό του τραύμα στο δεξί γόνατο. Τελευταία είχε αρχίσει και πάλι να κουτσαίνει. Έπρεπε να πάει στον ορθοπεδικό αλλά ήξερε ήδη τι θα του πει. Δεν ήταν καιρός να ακινητοποιηθεί με κάποιο χειρουργείο κι ούτε περίσσευαν χρήματα για εξειδικευμένες φυσιοθεραπείες που δεν θα κάλυπτε η ασφάλεια. Ξεσκέπασε το πόδι του, σήκωσε την πιτζάμα του και άρχισε να το ανεβοκατεβάζει τεντωμένο για μερικά δευτερόλεπτα, ακριβώς όπως του είχε δείξει πριν από μερικά χρόνια ένας φίλος του φυσιοθεραπευτής. Δεν είχαν ξαναμείνει ποτέ σε σπίτι κοντά στη θάλασσα. Χρειαζόταν χρόνος για να συνηθίσει το σώμα του στην αλλαγή. Αυτό ήταν όλο, σκέφτηκε. Τέσσερα σπίτια είχαν αλλάξει μέσα σε τέσσερα χρόνια. Έπρεπε να ξεκουραστεί. Τέσσερις μετακομίσεις, όσα και τα χρόνια που μετρούσε η σχέση τους. Χρόνος και σπίτι, σκέφτηκε. Τον Αύγουστο θα έκλεινε τα πενήντα επτά. Ποιος άνθρωπος στην ηλικία του θα μπορούσε να αντέξει κάτι τέτοιο; Το τελευταίο τους σπίτι στο κέντρο της πόλης όπου έμεναν, πολύ τους είχε βολέψει, αλλά έπρεπε να φύγουν σύντομα και από εκεί γιατί ο σπιτονοικοκύρης τους ήθελε να το παραχωρεί, λέει, μόνο σε τουρίστες. Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν εκτός από το να το αποδεχτούν; Δεν θα μπορούσε ποτέ να προκαταβάλει τα ενοίκια ενός χρόνου μπροστά, όπως του πρότεινε η Νταίζη για να μεταπείσουν τον σπιτονοικοκύρη. Πωλητής σε μια εταιρία οδοντιατρικών ειδών ήταν. Με ποσοστά δούλευε. Μερικές φορές, μία καλή παραγγελία μπορούσε να του εξασφαλίσει τα έξοδα των λογαριασμών του για τρεις μήνες αλλά και αυτό όχι τόσο συχνά όσα θα ήθελε. Έπρεπε να προωθεί τα προϊόντα του από άκρη σε άκρη σε όλη την χώρα. Όσο πιο πολύ ταξίδευε τόσο μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους είχε. Τα είχε εξηγήσει αυτά στη Νταίζη από την αρχή. Όπως και το ότι ήταν ακόμα παντρεμένος όταν γνωριστήκανε, κι αυτό της το είχε πει. Έπειτα δεν είχε δικό του σπίτι. Δεν της έκρυψε ποτέ τίποτα. Δεν ήταν μόνο η Νταίζη ειλικρινής. Αν είχε δικό του σπίτι, θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα πάντως, σκέφτηκε. Και πώς θα μπορούσε να έχει δικό του σπίτι με αυτή τη δουλειά που έκανε; Δεν θα μπορούσε. Αν είχε κληρονομήσει όμως κι εκείνος κάτι από την οικογένειά του, έστω ένα δυάρι, όπως ο συνάδελφός του ο Αλέξανδρος, τότε ναι, φυσικά, τότε θα άλλαζε το πράγμα. Τότε θα αναγκαζόταν εκ των πραγμάτων να μένει εκεί και να έχει, αυτό που λένε όλοι, μία σταθερή βάση, είτε τού άρεσε είτε όχι. Θα έλεγε, ορίστε αυτό είναι το σπίτι μου, αυτή είναι η γυναίκα μου που με περιμένει, εδώ μένω, εδώ έχω να επιστρέφω κάθε βράδυ. Αν είχε δικό του σπίτι ίσως και να μην χώριζε ποτέ από την πρώην του γυναίκα, τη Φανή, σκέφτηκε, ακόμα και να διαπραγματευτεί καλύτερα το περιθώριο του κέρδους του με τον διευθυντή πωλήσεων, μπορεί και να μπορούσε. Αλλά τι σημασία είχε να τα σκέφτεται όλα αυτά βραδιάτικα; Τι θα άλλαζε; Όταν δεν έχεις δικό σου σπίτι προκύπτουν διαρκώς μπελάδες. Είχε δίκιο η Νταίζη, σκέφτηκε, όταν το έλεγε. Τράβηξε την κουβέρτα λίγο προς το μέρος του και προσπάθησε να βολέψει το πόδι του τοποθετώντας ένα μικρό μαξιλάρι κάτω από το γόνατό του.

«Είμαι σε συναισθηματικό αδιέξοδο», ήταν από τις πρώτες κουβέντες που του είπε όταν τους σύστησαν για πρώτη φορά στο Χριστουγεννιάτικο πάρτι, πριν από τέσσερα χρόνια. Η Νταίζη δούλευε ως βοηθός λογιστή στην ίδια εταιρία μαζί του, από την εποχή κιόλας που ήταν φοιτήτρια και έπρεπε να δουλεύει για να πληρώνει τα δίδακτρα τής σχολής της. Πήρε το πτυχίο της και συνέχισε να εργάζεται εκεί, μέχρι και σήμερα, με τη μόνη διαφορά ότι της πλήρωναν πλέον και τις υπερωρίες. Δεν την είχε δει ποτέ στα γραφεία της εταιρίας μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και πώς να τη δει; Αυτός δούλευε πάντα έξω κι εκείνη στο λογιστήριο. Νέο κορίτσι ήταν η Νταίζη τότε, κι ακόμα είναι δηλαδή, δεκαέξι χρόνια νεότερή του και νόστιμη, χωρίς καμία αμφιβολία. Αλλά όχι, δεν την πρόσεξε γι’ αυτό. Δεν ήταν σαν όλους τους άλλους, αυτός. Ούτε η Νταίζη ήταν σαν τα άλλα κορίτσια της ηλικίας της, σκέφτηκε. Ποτέ δεν ήταν. Γύρισε και την κοίταξε μόλις ένιωσε να ακουμπάει τους γλουτούς της στα πόδια του. Ήταν σοφή η Νταίζη του. Μπορούσε με μια φράση της να αποδραματοποιήσει κάθε ένταση και με λίγες μόνο λέξεις να ονοματίσει αυτό που είχε μέσα της ανάγκη, χωρίς καμία ντροπή. «Θέλω μόνο να καλύψω για λίγο την μοναξιά μου», ήταν η απάντησή της όταν της είπε εκείνο το βράδυ ότι ήταν παντρεμένος, και από τότε δεν χώρισαν ποτέ.

Μάταια στριφογύριζε ο Στέφανος για να κοιμηθεί. Αποφάσισε να σηκωθεί. Κάθισε για μερικά δευτερόλεπτα στην άκρη του κρεβατιού και έτριψε τα δάχτυλα των ποδιών του που είχαν μουδιάσει. Κακό σημάδι αυτό, σκέφτηκε. Φόρεσε τις παντόφλες του και πιάστηκε από τον καλόγερο για να σηκωθεί. Ακούμπησε το αριστερό του χέρι στον τοίχο και με μία κίνηση τράβηξε από το κουντεπιέ το πόδι που τον πονούσε προς τα πίσω, για να διαταθεί ο μυς γύρω από το γόνατο. Ύστερα βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας πίσω του την πόρτα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα για να φτιάξει ένα ζεστό τσάι. Όση ώρα περίμενε να βράσει το νερό, ανέβασε τα στόρια του παραθύρου κοιτάζοντας απ’ έξω. Ένας μεγαλόσωμος άντρας, μάλλον μεθυσμένος, προσπαθούσε τρικλίζοντας να ξεκλειδώσει την εξώπορτα της απέναντι διπλοκατοικίας. Όταν κατάφερε μετά από αρκετές δοκιμές να εντοπίσει το σωστό κλειδί και να ανοίξει την πόρτα, ένας σκύλος πετάχτηκε από την πιλοτή προς το μέρος του. Το σκυλί που φαινόταν να κουνάει ζωηρά την ουρά του, μπερδεύτηκε ανάμεσα στα πόδια του. Ο άντρας σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο και ο σκύλος άρχισε να τον γλείφει στο πρόσωπο. Ο Στέφανος έκλεισε το μεγάλο φως της κουζίνας και άναψε το φωτάκι πάνω από τον απορροφητήρα. Έριξε τρεις σταγόνες λεμόνι μες στο τσάι του και ανακάτεψε. Η ώρα ήταν περασμένη και σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε. Έπρεπε να κοιμηθεί λίγο. Ήπιε μερικές γουλιές και ξαναγύρισε στο υπνοδωμάτιο. Άνοιξε την πόρτα και βρήκε την Νταίζη ξύπνια με την πλάτη της ανασηκωμένη να βγάζει τα τσιμπιδάκια ένα-ένα από τα μαλλιά της.
«Από μικρή ήθελα να έχω κατσαρά μαλλιά. Νομίζω πως ταιριάζουν καλύτερα στο πρόσωπό μου. Εσύ τι λες;», τον ρώτησε.
«Εμένα μού αρέσει πολύ το πρόσωπό σου. Έλα να κοιμηθούμε, είναι πολύ αργά», της είπε ο Στέφανος και
χώθηκε κάτω από την κουβέρτα.
«Δεν είναι πάντα γενναιόδωρη η φύση, ξέρεις», είπε εκείνη ακουμπώντας και το τελευταίο τσιμπιδάκι στο κομοδίνο δίπλα της. Ο Στέφανος κούνησε το κεφάλι του δείχνοντας να συμφωνεί, έσβησε το φως και ξάπλωσε πάνω στην κοιλιά της.
«Είδα ένα περίεργο όνειρο. Περίμενε να θυμηθώ πώς πήγαινε», είπε η Νταίζη.
«Ησύχασε γλυκιά μου, θα τα θυμηθείς όλα το πρωί», της απάντησε εκείνος.
«Αγάπη μου, διψάω. Δεν πας να φέρεις μια κόκα κόλα από το ψυγείο;», τον παρακάλεσε χαϊδεύοντας τα μαλλιά του.
Ο Στέφανος σηκώθηκε, άναψε το πορτατίφ δίπλα του και χωρίς να φέρει καμία αντίρρηση, πήγε μέχρι την κουζίνα κουτσαίνοντας.
«Κουτσαίνεις;», τον ρώτησε η Νταίζη έκπληκτη. «Φέρε και το τασάκι με τα τσιγάρα από την κουζίνα σε παρακαλώ, θέλω να καπνίσω», συνέχισε.
«Θα φέρω ένα πούρο καλύτερα, να καπνίσουμε παρέα. Πάλι με έπιασε το πόδι μου, ναι», τής φώναξε από μέσα.
«Αυτό μας έλειπε τώρα!», μονολόγησε χαμηλόφωνα εκείνη.
Πριν βγει από την κουζίνα, ο Στέφανος έριξε μια γρήγορη ματιά έξω από το παράθυρο. Ο μεθυσμένος άντρας εξακολουθούσε να είναι ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο κουνώντας τα πόδια του δεξιά, αριστερά σε μια προσπάθεια να γυρίσει στο πλάι. Ο Στέφανος βγήκε από την κουζίνα με έναν στρογγυλό δίσκο στα χέρια του και γύρισε στο υπνοδωμάτιο. Έσπρωξε με την πλάτη του την πόρτα και μπήκε μέσα.
«Έφερα και πατατάκια», της είπε. Ακούμπησε τον δίσκο στη μέση του κρεβατιού, άνοιξε το κουτάκι με την κόκα κόλα και κάθισε.
«Σ ’ευχαριστώ», του είπε εκείνη, δίνοντάς του ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Όση ώρα ο Στέφανος προσπαθούσε να ανάψει το πούρο, η Νταίζη έτρωγε πατατάκια. «Το προηγούμενο σπίτι μας στο κέντρο, μού άρεσε περισσότερο. Είναι απομονωμένα εδώ κι έχει πολλή υγρασία», είπε ο Στέφανος ξεφυσώντας τον καπνό από το πούρο που μόλις είχε ανάψει. Η Νταίζη που έπινε την κόκα κόλα της εκείνη την στιγμή από το κουτάκι, κούνησε στον αέρα το αριστερό της χέρι για να του δείξει ότι συμφωνεί.

«Τι θα ήθελες πιο πολύ στη ζωή σου, Νταίζη;», γύρισε και την ρώτησε.
«Τώρα θα σου πω, να σκεφτώ», είπε εκείνη παίρνοντας σοβαρό ύφος. «Μη γελάσεις Στέφανε, σε παρακαλώ. Μη γελάσεις. Μου το ορκίζεσαι ότι δεν θα γελάσεις, έτσι δεν είναι;»
«Μην είσαι ανόητη», είπε εκείνος. «Σε ακούω».
Έκανε στην άκρη τον δίσκο, κάθισε γονατιστή στη μέση του κρεβατιού, τον κοίταξε στα μάτια και τού είπε: «Πρώτα απ’ όλα, θα ήθελα να κάνω περμανάντ στα μαλλιά μου κι έπειτα θα ήθελα να μην χρειαστεί να ξαναμετακομίσουμε ποτέ. Αυτό. Εκτός και εάν….»
«Εκτός και εάν τι;», επανέλαβε ο Στέφανος, κάνοντας στην άκρη μια τούφα από τα μαλλιά της που έπεφτε μπροστά στο μάτι της.
«Εκτός και εάν βρίσκαμε κάποιον τρόπο να επιστρέψουμε στο προηγούμενο σπίτι μας. Τότε, ναι, τότε θα μετακόμιζα πάλι με μεγάλη ευχαρίστηση», τού είπε με ανακούφιση.
«Η σειρά σου τώρα να μου πεις», συνέχισε η Νταίζη, παίρνοντας από τα χέρια του το πούρο.
«Δεν ξέρω. Θα ήθελα να χειρουργήσω το γόνατό μου, αυτό νομίζω, ναι, και να αγοράσω ένα δικό μου σπίτι, σαν αυτό που μέναμε πριν έρθουμε εδώ», «Μοιάζουμε νομίζω, Νταίζη», είπε με έναν αναστεναγμό ο Στέφανος ακουμπώντας την πλάτη του στο κεφαλάρι του κρεβατιού.
«Μοιάζουμε, αγάπη μου, αλήθεια είναι», είπε η Νταίζη τραβώντας μερικές τζούρες από το πούρο.
«Ύστερα θα ήθελα να μπορούμε να κάνουμε ένα μεγάλο ταξίδι κάθε χρόνο στην Ευρώπη με το αυτοκίνητο», συνέχισε ο Στέφανος σταυρώνοντας τα χέρια του πίσω από το κεφάλι.
«Και να πάμε στη Βενετία», είπε εκείνη.
«Και να πάμε στη Βενετία», είπε αυτός.
Η Νταίζη πετάχτηκε ενθουσιασμένη από το κρεβάτι σαν ελατήριο, έκανε τον γύρο του κρεβατιού, έσκυψε και τον φίλησε. «Πάω στην κουζίνα. Νομίζω έχει μια μπίρα ακόμα από χθες, θες να την μοιραστούμε;», τον ρώτησε βγαίνοντας από την κρεβατοκάμαρα.
«Περίμενε, έρχομαι μαζί σου», της απάντησε ο Στέφανος.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και την ακολούθησε. Στην κουζίνα, όση η ώρα η Νταίζη ψαχούλευε μέσα στο ψυγείο, εκείνος κοίταζε έξω από το παράθυρο.
«Τι κοιτάς τόση ώρα;» τον ρώτησε.
«Έλα να δεις», της είπε.
«Περίμενε να ανάψω ένα τσιγάρο», είπε εκείνη κλείνοντας την πόρτα του ψυγείου. Ο Στέφανος την τράβηξε απότομα από το μπράτσο της κοντά του και της έδειξε τον μεθυσμένο άντρα που εξακολουθούσε να είναι πεσμένος στο πεζοδρόμιο.
«Τι κάνει αυτός εκεί κάτω;», τον ρώτησε.
«Είναι μεθυσμένος», είπε εκείνος.
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;», είπε αυτή.
«Δεν είμαι σίγουρος, γέρος είμαι», της είπε και την έσφιξε δυνατά πάνω του.
«Στέφανε, κοίτα αυτή τη γυναίκα που πλησιάζει προς το μέρος του, κάτι φαίνεται ότι του λέει, τον βοηθάει να σηκωθεί, κοίτα!», τού είπε δείχνοντας έξω με το δάχτυλό της.
«Θέλω να σε πάρω σαν κτήνος απόψε», είπε εκείνος περνώντας το χέρι του κάτω από τη νυχτικιά της.
«Στέφανε, κοίτα, έρχονται προς τα εδώ. Λάθος. Κοντοστέκονται πάλι. Γυρίζουν πίσω. Τι στο διάολο συμβαίνει; », ρώτησε η Νταίζη.
«Όταν δεν έχεις δικό σου σπίτι προκύπτουν διαρκώς διλήμματα», απάντησε εκείνος.
«Μα, τους είδα να έρχονται προς το σπίτι μας. Αλήθεια σου λέω, Στέφανε. Με πιστεύεις, έτσι δεν είναι;»
O Στέφανος έσβησε το φως του απορροφητήρα και την οδήγησε από το χέρι στην κρεβατοκάμαρα.
«Σε πιστεύω, πάντα σε πιστεύω», της είπε και της έβγαλε τη νυχτικιά.
Στην συνέχεια, την έριξε στο κρεβάτι, έπεσε επάνω της και άρχισε να την φιλάει στον λαιμό.
«Περίμενε αγάπη μου, περίμενε, να πάω λίγο πρώτα στο μπάνιο», του είπε εκείνη και σηκώθηκε. Μέχρι να επιστρέψει, τον είχε πάρει κιόλας ο ύπνος. Η Νταίζη ξάπλωσε δίπλα του και αποκοιμήθηκε με το πρόσωπό της χωμένο κάτω από τη μασχάλη του, όπως κάθε φορά.

«Στέφανε, ξύπνα, σήκω γρήγορα, κάποιος χτυπάει το κουδούνι μας».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: