Οι γυναίκες είναι καρέκλες / επιπλέουν ξύλινες / προς την πολιτεία

«Ύστερα σύρθηκες μέχρι την πύλη του Αδριανού»
«Ύστερα σύρθηκες μέχρι την πύλη του Αδριανού»

[ Ένας βατήρας και πίσω του δυο καρέκλες. Οι καρέκλες αρχίζουν να κουνιούνται. Δεν είναι καρέκλες. Είναι σκυμμένες γυναίκες. Σηκώνονται. Βουτούν στην πισίνα. ]

οι γυναίκες είναι καρέκλες
επιπλέουν ξύλινες
προς την πολιτεία


είναι η εβδομάδα του ματιού
την προηγούμενη ήταν το πόδι
σπασμένα δαχτυλάκια στα βράχια
διαδέχονται
μια δυσκολία στην όραση
κόκκος άμμου ή ο μονόλιθος;

αυτό το νησί δεν αστειεύεται καθόλου

αλλάζει η γενιά
φόρεσε Λόλα                                 } x 2
τα μαύρα γυαλιά

ίσως χρειάζεται να μην μπορείς να δεις
ώστε να πεις
πως ανεφάνη

ο λόγος που συσχετίζω την αφή
μονάχα με τα δάχτυλα
είναι γιατί φοβάμαι να μ’ αγγίζουν

όμως χτυπώντας ένα τύμπανο
εκτός από το χέρι
φθείρεται κι η μεμβράνη

―συγγνώμη είπα
δεν το ’θελα―

το μεγαλύτερο όργανο
είναι το δέρμα τελικά
μαζί με τις λακκούβες του

μοιάζει με καρχαρία
σε γλυκά νερά

―συγγνώμη―

ύστερα σύρθηκες μέχρι την πύλη του Αδριανού
ανήκουστη καταστροφή έγραψες
ανήκουστη —
όμως το μόνο που ήθελες
ήταν να κλάψεις

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: