Μόνο όταν πέφτει / το μεγάλο χάπι του ήλιου / στο γεμάτο ποτήρι της / τα νερά ηρεμούν
Είναι σαν να αγγίζω δυο πράσινα γυμνά κλωνάρια, που στη φαντασία μου γεμίζουν άνθη
Το δικό μου τριαντάφυλλο / ζει σ’ έναν κήπο με οριγκάμι
Στην σκηνή του σήμερα / ενεργώ με τα μέσα επιβίωσης / κοιτώντας τα αρχαία τεκμήρια
Τριλογία
Απέναντί του στο κουπέ μια πάλλευκη απόκοσμη πριγκίπισσα / έσκυψε και το σήκωσε
Κάθε φορά που περνούσα από μπροστά του / τα δάχτυλά μου έμπηγαν τα νύχια τους / στη σάρκα του καρπού
Τη μέρα που άνοιξα τα μάτια μου και ξαναγεννήθηκα δεν είχε αποφασιστεί, ποιο θα ήταν το νέο όνομά μου
Η αμυγδαλιά κόπηκε για να κάνει χώρο για το γκαράζ
Κρυμμένοι μες στα σύννεφα, μαστοί λεχώνας έλουζαν με γάλα θανατερό ελάφια, φράουλες και πεταλούδες
Στην κατάστασή που βρισκόμουν απείχα πάρα πολύ από όλα αυτά
Με ξύλινα ποδάρια ο χρόνος δραπετεύει…