«Μπήκε χαμπερολόγος» είπε ο πατέρας της δείχνοντας αδύναμα με το χέρι του μια πεταλούδα της νύχτας, που φτεροκοπούσε στο ταβάνι
Με περίμενε αναμαλλιασμένη κι άβαφη στον δρόμο
Ένα φουστάνι ανάγωγο, λάφυρο Λαιστρυγόνων / σκισμένο ως τον αστράγαλο μού χρύσωσε την τύχη
Χρησιμοποιούσε διαφορετικές προφάσεις ανάλογα, να έχει κάτι να απαντήσει στην συνηθέστατη ερώτηση «Τι γυρεύεις εσύ εδώ;»
Με την τσάντα στην πλάτη / ψηλαφίζουνε / ηχηρά μελλούμενα
Ίσως πάσχιζε να την αποζημιώσει «για όλες εκείνες τις τούρτες που πήγαν χαμένες», σιγοτραγουδά όπως η γιαγιά της...
Οι αντλίες υψώνονταν μέσα στη νύχτα, σαν γίγαντες που φωσφόριζαν κι άλλος τους έβλεπε σαν απειλή κι άλλος τους έβλεπε σαν φάρο
...Όμως έμενα δεν μου αρέσει να ονειρεύομαι. Δεν θέλω να κάνω σχέδια πια.
Είδα και μια σειρά πινάκων του Στέρη με κάτι ογκώδεις και συμπαγείς βράχους να υψώνονται κατακόρυφα πάνω από ακρογιαλιές…
Η βελούδινη ρόμπα, μαζί με το δαντελένιο νυχτικό, έμεινε στο κάτω συρτάρι της τουαλέτας
Βλέπω στην κορυφή της ένα περιστέρι. Τσιμπολογά ένα ξεκοιλιασμένο ψάρι πάνω στην άσφαλτο
Έτσι και φύγει ένας, αρχίζει το ξήλωμα και δεν σταματάει με τίποτα...