Η Άγνωστη καθόταν στην ίδια θέση αλλά τώρα ανοιγόκλεινε τα πόδια της∙ ο Μπάρμαν σερβίριζε έναν νέο πελάτη
Έχει ξεπέσει η τύχη μας / με φαρμάκια που δεν απαλύνουν τις χαρακιές πια
Κύτταρο που τρίβεται / με οικείο κύτταρο / κατά τους φυσικούς / απαράβατους νόμους / εξαίσιας γυμνότητας
[ Απόσπασμα από την ομότιτλη ποιητική σύνθεση ]
Κάτω απ’ το δέρμα σου τρέχουν λαγοί / βγαίνουνε σύριζα στο φως της λέξης
Μια αμυγδαλιά-Πυθία, παραδομένη στους αέρηδες, σαν ανεμολόγιο, φυτρωμένο λοξά, πάνω από τον γκρεμό
Έχεις ακούσει για τη διπλή φύση; Το μεσημέρι, όταν ο ήλιος καίει και νομίζεις πως όλα είναι φωτιά, μια φοβερή φωνή που μιλάει;
«Για όνομα του θεού, πώς κάνεις έτσι; Σε πείραξε που είπα πλάτανο το δέντρο, και μου λες να χωρίσουμε; Πας καλά;»
Στις επτά φόρεσε νεγκλιζέ, τύλιξε δυο μεγάλα ρολά στα μαλλιά της και άπλωσε κρέμα από φύκια στο δέρμα της...
Προτού με δεις στο ραντεβού να φτάνω η φιγούρα σου δίπλα στο περίπτερο άδικα άγνωστη ανυπεράσπιστη μέσα στη ροή της πόλης...
Ξυπνάω κουρασμένη. Σέρνομαι στο μπάνιο. Το νερό χλιαρό και δεν ξεπλένει το κορμί μου. Τα ψαράκια κατρακυλούν από τα βλέφαρά μου
Πρέπει να πλησιάσω, να τη φωτογραφίσω, στέκομαι στην άκρη του τείχους, δεν θα με πιστέψουν...