Ο χρόνος είχε σκαλώσει στα φύλλα του και τίναζε τις πρώτες δροσοσταλίδες της μέρας που μόλις άρχισε να φέγγει
Δενόταν μόνη της / σε διάφανες πολεμίστρες / του έρωτα τα λόγια συνθλίβονταν / από το βάρος ενός σώματος
Μα τον παλμό του αστείρευτου φωτός τον αρμονίζει / η μεσημβρία η ένδοξη σαν άρπα ηλιακή...
Είναι / εύκολο να χαθείς σ’ έναν κύκλο / όσο μικρός κι αν είναι
Θα μπαίνω πάντα / από εκείνη την αφύλακτη ρωγμή / του αναστεναγμού σου
Εγώ απλά σου στέλνω μηνύματα χαράματα με το κινητό
Τα στόματα όμως παρέμεναν ραμμένα κι άνοιγαν μονάχα για να πιούν, ώστε τα βλέμματα να πάρουν πορεία να θολώσουν
Ένα ωραίο όνομα με βοηθά να καταλάβω και να καταλήξω οριστικά ότι τα κτήρια γράφονται με ήτα
Αν δεν με ξυπνούσε απότομα η βροχή μέσα στην νύχτα και κείνο το παλαβό αεράκι στο τζάμι ίσως τώρα να γνώριζα την απάντηση
Δύο ποιήματα
― Στάσου εκεί που βρίσκεσαι. Μη κινείσαι. Πώς τα βλέπεις τα πράγματα; ― Μπλε.
Φοβάμαι λίγο: Τα ρούχα γραφείου που μοιάζουν φιμέ κατακόρυφες λάμες