σαν φιγούρες του Παρθένη / ολόλαμπρες, αέρινες, αν και από σάρκα / ανάσες και δωμάτιο καταλαμβάνουν / για να τις εξαγνίσουν
Στοχαζόμενος και καθώς ο έρωτας τού έτρωγε τα σωθικά, αναζητούσε μια βοήθεια για να μπορέσει να ξεφύγει από το πνιγηρό αδιέξοδο
Περπάτα με τα χέρια, καθάρισε τ ’αφτιά σου απ΄ τα δάκρυα / Φίδι ακέφαλο βουστροφηδόν παλλόμενο η γνώση σου
Ίσως συμβαίνει σε κάθε ευκαιρία: να χαίρονται που ανακαλούν, χωρίς να μπαίνουν στα μυστικά της γραφής
τεχνητό με περιτύλιγμα / κρεμαστούς κήπους από πλαστικό / και προσχεδιασμένες περιπέτειες σε κυκλικές ράγες
Τα υφάσματα είναι για μένα πυξίδα για να ταξιδεύω στο παρελθόν, γέφυρες για να πηγαίνω πίσω στο μακρινό άλλοτε
Ποιος τάχα ξέρει τι μέρος του λόγου είσαι: Ορμητήριο, κρησφύγετο, ή σάμπως φυλακή; Το ξέρουν μονάχα όσοι τους κατοίκησες
Αφήνουν το χέρι σου και γκρεμίζεσαι ανάμεσα σε αστέρια που σβήνουν εκατομμύρια μαύρες τρύπες στο μυαλό
Κάτι συνέβη που δεν το όρισε ακριβώς – κι ας λένε
...και άλλες ιστορίες
Δεν ξέρω τι κάνουν τα παλιά. Μπορεί σε κάποια μάντρα να σκουριάζουν στη βροχή ώσπου να τα πουλήσουν για παλιοσίδερα. Δε με νοιάζει
Ο άνεμος μου ανακατεύει τα μαλλιά, το ύψος με μεθάει. Θέλω να είμαι η Έμιλι Μπροντέ. Και είμαι. Δίχως αμφιβολία