Ίσως πάσχιζε να την αποζημιώσει «για όλες εκείνες τις τούρτες που πήγαν χαμένες», σιγοτραγουδά όπως η γιαγιά της...
Οι αντλίες υψώνονταν μέσα στη νύχτα, σαν γίγαντες που φωσφόριζαν κι άλλος τους έβλεπε σαν απειλή κι άλλος τους έβλεπε σαν φάρο
...Όμως έμενα δεν μου αρέσει να ονειρεύομαι. Δεν θέλω να κάνω σχέδια πια.
Είδα και μια σειρά πινάκων του Στέρη με κάτι ογκώδεις και συμπαγείς βράχους να υψώνονται κατακόρυφα πάνω από ακρογιαλιές…
Η βελούδινη ρόμπα, μαζί με το δαντελένιο νυχτικό, έμεινε στο κάτω συρτάρι της τουαλέτας
Βλέπω στην κορυφή της ένα περιστέρι. Τσιμπολογά ένα ξεκοιλιασμένο ψάρι πάνω στην άσφαλτο
Έτσι και φύγει ένας, αρχίζει το ξήλωμα και δεν σταματάει με τίποτα...
Είναι η σκηνή που η τρομερή Βαλκυρία Βρουγχίλδη της τευτονικής μυθολογίας, συναντά και αναγγέλλει στον ήρωα Ζίγκμουντ ...
Τα πρωινά, μικρά παιδιά κρέμονται από τον σκουριασμένο κισσό του στέρνου μου
Το παράθυρο ανοιχτό / δεν άφησες για να πετάξω / Ένα κλαδί σε άμμο κινούμενη / πριν βουλιάξω να πιαστώ
Δε διαβάζω βιβλία, τα βιβλία διαβάζουν εμένα κι έπειτα παίζει μέσα τους αυτό που σκέφτομαι
Όταν η Λούκα ετοίμαζε το φαγητό, αργούσε και ο άντρας της παραπονιόταν: « Ήλθε η μπερζίνα…»